- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η καβάτζα του μάγκα Μάρκου Βαμβακάρη στην Άνω Σύρο (εικόνες)
Μία φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου 'χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά
Ο πατριάρχης και άρχοντας του ρεμπέτικου, ο Φράγκος ή Ρόκος, ο αυθεντικός μάγκας Μάρκος Βαμβακάρης, γεννήθηκε το 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ από μικρή ηλικία ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί σε διάφορα πανηγύρια.
Σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού. Πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα όπως λιμενεργάτης, φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα καρβουνιάρικα, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, και ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία. Εκείνη την εποχή ο Μάρκος ερωτεύτηκε τρελά και παντρεύτηκε μια κοπέλα αμφιβόλου ηθικής που την έλεγαν Ζιγκοάλα, πόρνη στο επάγγελμα. Τον απατούσε ακόμη και με τον καλύτερό του φίλο, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπάει.
Πηγή έμπνευσής του ήταν οι γυναίκες, οι περιστάσεις που τύχαιναν στη ζωή του και οτιδήποτε τον άγγιζε και το έβλεπε, το έκανε τραγούδι. Ήταν πολύ εύκολο να βάλει πάνω στους στίχους του μουσική και να κάνει τραγούδια.
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ τη σκεφτόμουν, τη σκεφτόμουν. Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου 'χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά...
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Στον Πειραιά, αν και δεν ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε τραγούδια με «χασικλίδικο» περιεχόμενο (κυκλοφορούσαν ήδη από το 1925 από τους μικρασιάτες πρόσφυγες), στιγματίστηκε αμέσως από τους υπεύθυνους της δισκογραφικής και πέρασε στην αφάνεια. Εκεί μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά έφτιαξαν ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Η επιτυχία και η καταξίωση ήταν τόσο μεγάλη, που οι ρεμπέτες σταυροκοπιώνταν λέγοντας «Μάρκος ο Θεός, Μπάτης Ισχυρός, Στράτος ο Αθάνατος, Ελέησον Δελιάς».
Όλοι στις γειτονιές της Αθήνας και της Σύρας τραγουδούσαν και δάκρυζαν με τα τραγούδια του. Άλλωστε οι στίχοι ήταν κατάθεση ψυχής του Μάρκου, ενός φτωχόπαιδου που άφησε το σχολειό για να δουλέψει σκληρά. Ενός ανθρώπου που βίωσε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, μεγάλους έρωτες, απογοητεύσεις, ασθένειες αλλά και μεγάλες επιτυχίες. Μετουσίωνε όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων σε αριστουργήματα, που παραμένουν ακόμη και σήμερα επίκαιρα και σιγοψιθυρίζονται. Ο Μάρκος λάτρευε τη φύση, τα λουλούδια, τα καναρίνια που τα παρακολουθούσε ώρες ατέλειωτες να κελαηδούν, τις γυναίκες και κάθε τι ωραίο. Ήταν επίσης τόσο δημοφιλής που στη μία από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε για να τον ακούσει 50.000 κόσμος στην πλατεία του Λευκού Πύργου.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν οι μεγάλοι και ασυμβίβαστοι της ελληνικής ρεμπέτικης μουσικής Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς και ο ερμηνευτής με τη συγκλονιστική φωνή Γιώργος Κάβουρας, για τον οποίο ο Μάρκος Βαμβακάρης συνέθεσε το ομώνυμο τραγούδι. Ο Μάρκος Βαμβακάρης καταφέρνει και επιβιώνει και αποκαθιστά το πρόβλημα υγείας με ιαματικά λουτρά στην Ικαρία. Ξεχασμένος από τους περισσότερους, επισκέφτηκε τη Σύρο όπου έμεινε για ένα έτος και γνωρίζει την αποθέωση από τον κόσμο της Σύρου που δεν τον ξεχνά. Παίζει και τραγουδάει στην Ταβέρνα του Λιλή, στην Άνω Σύρο όπου γίνεται το αδιαχώρητο. Ο Μάρκος Βαμβακάρης πεθαίνει τελικά σε ηλικία 66 ετών, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης. Όπως δήλωσε ο γιος του Μάρκου Βαμβακάρη, Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάσθηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδα. Όμως ο θρύλος του Μάρκου, του τρισμέγιστου μάγκα με τα όλα του και η μουσική του, άφησαν μια χαρακιά τόσο βαθιά που θα μείνει για πάντα ορατή. Ένα παράδειγμα ανθρώπου και ταλέντου.
Περισσότερες φωτογραφίες στο προσωπικό μου instagram εδώ