Ταξιδια

Η Νάξος του Δημήτρη Μπογδάνου

Σε αυτό το νησί χάνεις το μέτρημα. Είτε μετράς βουτιές, είτε παγωτά, είτε, απλά, αναμνήσεις

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 667
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νάξος: Ο Δημήτρης Μπογδάνος γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice

Σικάγο, Μανχάταν, Τρινιτά, Πατούσα, Κοκτέηλ, Καραμπόλα, Oκέυ, Number One. Ένα-ένα και ευλαβικά μετρημένα. Αγορασμένα από το ψιλικατζίδικο της Δραγαζοκατίνας στην Πλάτσα του χωριού των γιαγιάδων μου, το Σαγκρί Νάξου. Και εκεί, καθισμένοι στα πετρόχτιστα πεζούλια, μετρούσαμε και τα μπάνια μας. Άγιος Προκόπης, Αλυκό, Μικρή Βίγλα, Πλάκα, Ψιλή Άμμος... Ο πατέρας μου, ο πιο Ναξιώτης απ’ όλους μας –κι ας μην κατάγεται από το νησί–, φόρτωνε εμάς και όλα τα eighties μπανιερά μας στον Ντορύ, το κατσαριδάκι μας, και με την κασέτα του Joe Dassin στο κασετόφωνο μας πήγαινε στην παραλία για να λυσσάξουμε. Μέχρι οι πλάτες μας να ηλιοκαούν και η αλμύρα να ποτίσει το δέρμα μας. Ατελείωτα καλοκαίρια εκεί, στον αφαλό των Κυκλάδων. 

Η Νάξος με κακόμαθε. Οι παραλίες αμμουδερές και καταγάλανες. Όταν στην έκτη δημοτικού μάς πήγαν με το σχολείο στον Σχινιά για μπάνιο, αρνήθηκα να μπω στη θάλασσα. Μέχρι και σήμερα οι ναξιώτικες παραλίες αποτελούν το μέτρο σύγκρισης. Σε όποιο μέρος της γης κι αν έχω βρεθεί. Και ο ουρανίσκος μου εξαιτίας της, επίσης καλοζωισμένος. Οι τηγανητές πατάτες όπου και να τις φας, σε φίλεμα ή ταβερνάκι, πάντα ολόφρεσκες και πεντανόστιμες. 

Και ύστερα γύρω στο γυμνάσιο άρχισαν να καταφθάνουν οι παρέες. Όλα τα δωμάτια ξέχειλα από φίλους, με ράντζα και στρωματσάδες μέχρι και στην ταράτσα. Και η περιπέτεια αρχίζει. Με τη χαρά του οικοδεσπότη βάλθηκα να μάθω κάθε γωνιά του νησιού. Η Νάξος θα μπορούσε να είναι μία τουριστική παγίδα. Ζητά μέρες και διάθεση εξερεύνησης για να τη γνωρίσεις. Αλλιώς δεν γίνεται. Πρέπει να περπατήσεις τα αυθεντικά χωριά της, να κολυμπήσεις παράλληλα με τα ατελείωτα χιλιόμετρα των ακτογραμμών της, να αναζητήσεις τα τσουκάλια με τα κοκκινιστά σε κάθε κρυμμένο μαγειρείο και να περπατήσεις στα ιερά που βρίσκονται διάσπαρτα στα χώματά της από την αρχαιότητα μέχρι την Ενετοκρατία. Ο Μυστράς των Κυκλάδων, όπως αποκαλούν το νησί, είναι ένα απύθμενο πηγάδι με μυστικά. Τα ασβεστωμένα σοκάκια του Κάστρου στη Χώρα, το μαρμάρινο κεφαλοχώρι της Απειράνθου, το σμυριδένιο λιμάνι της Μουτσούνας, η αμμουδερές θίνες της Πλάκας, το ολόχρυσο ηλιοβασίλεμα από την Πορτάρα, όλα επίγεια υλικά ενός πολύτιμου κράματος εν μέσω του πελάγους. 

Μέχρι και σήμερα η χαρά έγκειται στο μεράκι της φιλοξενίας. Στο ξύπνημα, στο μαγικό ησυχαστήριο Ayiopetra που ρεμβάζει πάνω από τον Ναό της Δήμητρας και στις γνήσιες γεύσεις της Αξιώτισσας στο Καστράκι. Στο ζεστό καρβέλι του φούρνου της Απεράθου και την πορτοκαλόπιτα της κυρίας Χριστίνας στη Γλυκειά Ζωή. Στα ατμοσφαιρικά κονσέρτα του Πύργου Μπαζαίου και την πειραγμένη κυκλαδίτικη κουζίνα του Barozzi. Στο λικέρ κίτρο κάτω από τα πλατάνια του Jazz & Blues στη Χώρα και στο παραδοσιακό αποστακτήριο του Βαλληνδρά στο Χαλκί. Στο Σπιτικό γαλακτομπούρεκο και τους ασύλληπτους κεφτέδες του Γαλάνη στο Χαλκί. Στα εξαιρετικά cocktails και τα θαλασσινά πιάτα στο Nissaki πάνω στο κύμα του Αϊ-Γιώργη και στα θεϊκά γλυκίσματα του ζαχαροπλαστείου Ακταίον. Στη μαρμελάδα φραγκόσυκο από το Έρα και τη ναξιώτικη συνταγή του «καλόγερου» στην ταβέρνα του Τζώννη.

Η Νάξος είναι το καλοκαίρι μου. Είναι η μητέρα μου και ο αδερφός μου. Οι φίλοι μου και οι βόλτες μου. Η ενηλικίωσή μου και τα βιβλία μου. Οι γεύσεις μου και οι μουσικές μου. Είναι αυτά και χιλιάδες ακόμα. Σε αυτό το νησί χάνεις το μέτρημα. Είτε μετράς βουτιές, είτε παγωτά, είτε, απλά, αναμνήσεις. 

* Ο Δημήτρης Μπογδάνος είναι σκηνοθέτης.