Ταξιδια

Το Μαράθι του Θάνου Τζήμερου (Δημιουργία, ξανά)

Είναι μια βραχονησίδα κοντά στην Πάτμο. Μια σταλιά – σε 3 ωρίτσες, χαλαρά, την κολυμπάς γύρω-γύρω.

Θάνος Τζήμερος
ΤΕΥΧΟΣ 444
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Θάνος Τζήμερος γράφει στην ATHENS VOICE για το Μαράθι.

Eίχα κάποτε διαβάσει μια είδηση για κάποιον Αυστραλό που πέθανε και άφησε όλη του την περιουσία σε μια γυναίκα στις ΗΠΑ που του είχε χαρίσει, όταν ήταν φαντάρος, ένα χορό, ένα κρύο βράδυ του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, σε μία από τις γιορτές που διοργάνωνε ο στρατός με συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Την είδηση την κράτησα. Έχω ακόμα το απόκομμα στο κουτί με τα «φυλαχτά». Μπορεί μια σχέση της μιας φοράς να κρατήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στο μυαλό σου;

Αυτό έγινε με μένα και το Μαράθι. Ήταν Αύγουστος του 2000, σε μία από τις πιο δύσκολες επαγγελματικά περιόδους της ζωής μου. Το 1996 είχα αγοράσει το σπίτι που μένω, είχα ξεκινήσει να αναστηλώνω και το σπίτι των παππούδων στο Μεταξοχώρι, κι ήμουν χρεωμένος μέχρι τ’ αυτιά. Ενώ πάλευα με τα τοκοχρεωλύσια, τρώω και ένα φέσι 50 εκατομμύρια (δραχμές) από έναν πελάτη. Αναγκάστηκα, για να καλύπτω τις υποχρεώσεις, να ξανοιχτώ στην αγορά και να αναλάβω έναν τεράστιο αριθμό πελατών. Για 4 χρόνια δεν πήγα διακοπές, δούλευα δύο 24ωρα σερί, κοιμόμουν κάθε δεύτερο ή και τρίτο βράδυ.

Εξόντωση, αλλά δεν καθυστέρησα ούτε μια δόση, ούτε μια μέρα. Το 2000 λοιπόν τα είχα φέρει «στα ίσια» και είχα πια την πολυτέλεια να κάνω δώρο στον εαυτό μου και στο κορίτσι μου, τότε, δύο εβδομάδες διακοπών. Ήθελα να χαθώ από τον κόσμο.

Δεν ξέρω ποιος μου είπε για το Μαράθι. Αλλά έπεσε διάνα. Είναι μια βραχονησίδα κοντά στην Πάτμο. Μια σταλιά – σε 3 ωρίτσες, χαλαρά, την κολυμπάς γύρω-γύρω. Δεν έχει ρεύμα, δεν έχει τίποτα. Αλλά είχε την τύχη να την «υιοθετήσει» ο Παντελής. Ένας Έλληνας που δούλεψε στην Αυστραλία (σύμπτωση!) και κάποια στιγμή πήρε την οικογένειά του, επέστρεψε κι έριξαν άγκυρα εκεί. Και τα βράχια άνθισαν! Φύτεψε δέντρα, λουλούδια, έχτισε δύο δωμάτια, μετά άλλα δύο και σιγά-σιγά έφτιαξε ένα μικρό συγκρότημα, παράδεισο για ερημίτες, έστω κι αυγουστιάτικους. Η Κατίνα, η γυναίκα του, έψηνε ψωμί στον ξυλόφουρνο και μαγείρευε θεϊκά. Ο Μανώλης και η Τούλα, τα δυο παιδιά, φρόντιζαν τον ξενώνα. Και ο Παντελής σηκωνόταν στις 5 τα χαράματα, έπαιρνε τη βάρκα και στις 7 γυρνούσε γεμάτος καλούδια από τους Λειψούς, τους Αρκιούς, τη Λέρο και, φυσικά, ολόφρεσκο ψάρι. Κι όταν τα παράδινε στην Κατίνα για τα περαιτέρω, όργωνε την παραλία μαζεύοντας γόπες, που δεν ήταν και πολλές, γιατί οι Ελληνάρες δεν συχνάζουν σε τέτοιες ερημιές. Αλλά ο Παντελής τα ήθελε όλα να «στράφτουν».

Κάποια στιγμή μού είπε την ιστορία του. Κι είδα, ακόμα μια φορά, αυτή την αλλόκοτη γενιά, τον Οδυσσέα, τον Έλληνα, τον χαμένο ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, που κάνει τον κόσμο μια δρασκελιά, που βλέπει ένα ξερόβραχο και λέει: εγώ θα τον κάνω παράδεισο! Και πάντα τα καταφέρνει, ο μπαγάσας!

Είχε και κιθάρα κρεμασμένη σε έναν τοίχο ο Παντελής. Την κούρδισα, τη σινιάρησα και τα βράδια στην παραλία τραγουδούσαμε με κάτι αναπάντεχους «Χατζιδακικούς» που συνάντησα εκεί τον «Κύκλο του CNS», τη «Μυθολογία», τον «Οδοιπόρο», τις «Γειτονιές του Φεγγαριού». «Θα περιμένω σε παραλία ερημική, τ’ άγριο το κύμα να μου φέρει τη ματιά σου. Θα περιμένω, από το βράδυ ως το πρωί, ως να γενώ εγώ μια παραλία ερημική να σε καλωσορίσει».

Δεν είχα πάρει κινητό. Δεν είχε τηλεόραση, δεν άκουγα ειδήσεις. Το ρεύμα λιγοστό, από μια γεννήτρια, ίσα-ίσα να υπάρχει ένας υποτυπώδης φωτισμός τη νύχτα. Αλλά η ουσία του κόσμου, το μάταιο και αιώνιο συνάμα, η μαγεία των μικρών πραγμάτων, στο Μαράθι, πότιζε κάθε σου κύτταρο, έτσι που όλα τα «μεγάλα» των 11 μηνών να φαίνονται τόσο ασήμαντα…

Δεν ξαναπήγα στο Μαράθι. Δεν ξαναβρήκα δυο βδομάδες διαθέσιμες για να μονάσω, μολονότι αν τότε ήθελα μια φορά να χαθώ από τον ξεστρατισμένο «πολιτισμό» μας, τώρα θέλω εκατό. Πήγα σε πολλά νησιά, που δικαιολογημένα θα τα ονόμαζα αγαπημένα, το καθένα για διαφορετικούς λόγους: Κύθηρα, Αμοργός, Άνδρος, Σίφνος, Ίος, Σάμος. Όμως εκείνο τον έρωτα που σε χτυπάει μια φορά και λες εδώ θέλω να μείνω, κι όταν φύγω από τον κόσμο εδώ θέλω να αποθέσουν το κουτί με τα «φυλαχτά», τον ένιωσα μια φορά και για πάντα. Για το Μαράθι.


* Ο Θάνος Τζήμερος είναι διαφημιστής, ιδρυτής και πρόεδρος της πολιτικής κίνησης «Δημιουργία, ξανά»