Ταξιδια

Tαξιδεύοντας με τον Yπερσιβηρικό

Πόσο μακριά μπορεί να ταξιδέψει ένας Έλληνας τουρίστας;

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 231
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κείμενο από τα παιδιά του Κέντρου Ρωσικών Σπουδών MIR (www.mir.gr)

Πόσο μακριά μπορεί να ταξιδέψει ένας Έλληνας τουρίστας; Ένας κλασικός ή ένας ριψοκίνδυνος Έλληνας τουρίστας; Έμπειρος ή πρωτάρης;
Μακριά, πολύ μακριά, μέχρι την άκρη του κόσμου για να πω την αλήθεια.

Το όνειρο του Υπερσιβηρικού ζει σε πολλούς Έλληνες και Ευρωπαίους, αντίθετα με τους Ρώσους που δεν αντιλαμβάνονται τον Υπερσιβηρικό ως ταξίδι αλλά απλά ως ένα μέσο που συνδέει τη Μόσχα με το Βλαδιβοστόκ, ένα μέσο που έκανε και κάνει ευκολότερη τη ζωή τους. «Πού πάτε; Σιβηρία; Μα γιατί; Δεν έχει τίποτα εκεί πέρα!» αυτή είναι η αντίληψη του Ρώσου για το υπερσιβηρικό ταξίδι. Κόντρα στην ευρωπαϊκή μόδα γι’ αυτό το είδος ταξιδιού, η Λένα, ο Χαράλαμπος, η Στεφανία, η Ρίτα, η Έρικα, η Αργυρώ, ο Γιάννης, η Νίκα, η Αθηνά και η Σόνια συγκεντρωθήκαμε στο Κέντρο Ρωσικών Σπουδών και Πολιτισμού MIR και αποφασίσαμε να ζήσουμε το δικό μας όνειρο.
Πετάξαμε για τη Μόσχα και προσγειωθήκαμε αμέσως στη ρωσική πραγματικότητα και στην πραγματικότητα του ταξιδιού.

Το πουλμανάκι που έπρεπε να μας περιμένει στο αεροδρόμιο Σερεμέτιεβο έφτασε με μία ώρα καθυστέρηση. Επιβιβαστήκαμε και, χωρίς να μπούμε στη ρωσική πρωτεύουσα, κατευθυνθήκαμε προς το Σούζνταλ, την πρώτη μας στάση και μια από τις πόλεις που σχηματίζουν τον Χρυσό Δακτύλιο, μια πόλη μουσείο. Εγκατασταθήκαμε σε ένα μικρό ξύλινο ξενοδοχείο που για κάποιο λόγο που δεν ξέρω είχε μόνο διπλά κρεβάτια καθώς και γλυκύτατους ανθρώπους. Την επόμενη μέρα ο ευγενικός Βαλέρι –ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου μας– κανόνισε να μας πάει ένα «τράνσφερ» στη διπλανή πόλη Βλαντίμιρ, που απέχει μία ώρα από το Σούζνταλ. Στο μικρό βανάκι, ο Θεός να το κάνει τράνσφερ, ο οδηγός μάς τοποθετούσε εναλλάξ με τις βαλίτσες και σε λίγο βρεθήκαμε όλοι αγκαλιασμένοι ανάκατα ή με τις τεράστιες βαλίτσες ή μεταξύ μας. Κάποιοι μάλιστα κάθονταν και σε πλαστικά σκαμπό, σε μορφή, θα λέγαμε, ρωσικής κονσέρβας.

Μικρός και έρημος ο σιδηροδρομικός σταθμός του Βλαντίμιρ στη μία η ώρα τη νύχτα. Κοιτάζοντας το ταμπλό με δρομολόγια, συνειδητοποιώ ότι το τρένο που περιμένουμε είναι περαστικό, που σημαίνει κάτι σαν θάνατος για έναν πρωτάρη στα ρωσικά τρένα. Περαστικό τρένο σημαίνει ότι σταματάει για ένα τέταρτο με είκοσι λεπτά και σε χρόνο ρεκόρ πρέπει να φτάσεις στη σωστή πλατφόρμα, να βρεις το σωστό βαγόνι (συνήθως τα τρένα αποτελούνται από 18 έως 20 βαγόνια), να δώσεις ένα χέρι σε μερικούς επιβιβαζόμενους ανήμπορους φίλους και μετά να μπεις και ο ίδιος με τη βαλίτσα σου, ανεβαίνοντας σκαλιά που ξεκινάνε από το ύψος του πηγουνιού σου.

Όμως, μετά από ένα μικρό σεμινάριο «πώς να μπεις στο ρωσικό τρένο χωρίς απώλεια χρόνου» και μετά από την ανακάλυψη ότι ο ρωσικός σιδηροδρομικός σταθμός είναι μια γυμναστική πρόκληση με σκάλες που πάνε πάνω και μετά κάτω και μετά πάλι επάνω, μπήκαμε στο πρώτο μας τρένο (ταξίδι 38 ωρών) και ξεκινήσαμε για την υπερσιβηρική μας ζωή.

Γρήγορα καταλάβαμε και το τι σημαίνει υπερσιβηρικός: μια συνεχής ανησυχία τού τι θα φας, πού θα φας, πού θα βρεις νερό και αν θα το βρεις, πού θα κοιμηθείς, πότε θα καταφέρεις να κάνεις μπάνιο, τι ώρα φεύγει ή έρχεται το τρένο, άπειρα πιροσκί και αγγουράκια τουρσί στις πλατφόρμες, και βέβαια η βαλίτσα σου, την οποία την κουβαλάς ασταμάτητα και τη φροντίζεις σαν το κατοικίδιό σου, και το σημαντικότερο: η αγωνία αν θα υπάρχει τουαλέτα εκεί που πας! Υπερσιβηρικός επίσης σημαίνει ζωή με δικούς της άγραφους κανόνες, που πρέπει να τηρείς για να ζήσεις ομαλά και ευχάριστα τόσες πολλές ώρες σε έναν τόσο στενό χώρο όπως το ρώσικο τρένο. Μετά από λίγη εξάσκηση οι δικοί μου θαρραλέοι Έλληνες γίνανε καλύτεροι κι από τους Ρώσους. Μόλις έφτανε το τρένο, ο δήθεν απείθαρχος και ανοργάνωτος μεσογειακός λαός σε χρόνο ρεκόρ με δεξιοτεχνία, απίστευτο συγχρονισμό και οργάνωση έμπαινε στο τρένο με συγκεκριμένη σειρά, τακτοποιούσε αμέσως τα πράγματα, άλλαζε με πιτζάμες τρένου, έβαζε παντόφλες και σε πέντε λεπτά μόνο τα απαραίτητα αντικείμενα φαγητού στο τραπεζάκι, έπινε ρωσικό τσάι κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.

Με αυτές τις ανησυχίες, τις δυσκολίες και την κούραση βλέπαμε να περνάει από μπροστά μας η μητέρα Ρωσία (όπως την αποκαλούν οι Ρώσοι), πρώτα το Σούζνταλ, μετά το Εκατερινμπούργ, το Κρασνογιάρσκ, το Ιρκούτσκ, το χωριό Λιστβιάνκα στη λίμνη της Βαϊκάλης, το Ουλάν-Ουντέ, το Χαμπάροβσκ, το Βλαδιβοστόκ και το κερασάκι του ταξιδιού, η Μογγολία, για τέσσερις μέρες. Κάθε πόλη μάς γοήτευσε, κάποιες περισσότερο, κάποιες λιγότερο. Ο αέρας της σιβηρικής πόλης είναι γεμάτος ηρεμία, απλότητα και φιλοξενία. Οι πόλεις πέρα από τη Σιβηρία, στην Άπω Ανατολή, μάς ξάφνιασαν με την αξιοπρέπειά τους, την ομορφιά τους, αλλά πάνω από όλα το αληθινό, ζωντανό ρωσικό πνεύμα που δεν μπορείς να το βρεις στη Μόσχα. Η εξωστρέφεια των ανθρώπων, η επιθυμία τους να σε ταΐσουν σούπα και η ειλικρίνειά τους σε κερδίζουν αμέσως και μένουν στη μνήμη σαν κάτι πολύ ζεστό, έτσι που να λες: Τι είδα; Πού ακούμπησα; Πού περπάτησα; Και καταλαβαίνεις ότι είδες αυτό που λένε «ρωσική ψυχή» και πήγες πολύ μακριά για να το δεις και άξιζε.

Κλείνοντας τη μικρή μας αφήγηση θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τη φίλη μας στη Μόσχα Sasha Kravtsova, που χωρίς τη βοήθειά της θα ήταν δύσκολο να καταφέρουμε την οργάνωση αυτού του ταξιδιού, του γεμάτου εικόνες, περιπέτειες, ανθρώπους, τρένα, τράνσφερ και ρωσικό αέρα.