Ταξιδια

Kαλοκαίρι τέρμα

Μια ανασκόπηση της σεζόν από το ναύτη του καϊκιού για τα μπιτς-τουρ

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 231
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Του Πέτρου Αυλίδη

Το καλοκαίρι πέρασε με μέρες πιο καυτές κι απ’ την καψούρα. Νύχτες επίσης.
Ξενοδόχοι, μαγαζάτορες, βαρκάρηδες και προμηθευτές, ανέβαζαν τις τιμές και καλωσόριζαν τον κόσμο με χαμόγελα. Φανερά και κρυφά. Χαίρονταν και τα παιδιά με τα μπαράκια. Έτρωγαν τις μηνύσεις για φασαρία με γεμάτα μαγαζιά.

Οι τουρίστες έρχονταν άσπροι, χόρταιναν ήλιο, αρμύρα και μικροκύματα κι έφευγαν μαυρισμένοι κι ευχαριστημένοι. Οι ξένοι πιο κοκκινισμένοι. Τα κατώτερα προσωπικά των επιχειρήσεων παρέμεναν με το χρώμα που ήρθαν. Επρόκειτο περί Βουλγάρων. Κυρίως. Και Πολωνέζων. Στην περιποίηση γερόντων, έπαιζαν και Ρωσίδες.

Εμφανίστηκε η Αστυνομία στο καΐκι, να τους πάμε, τζάμπα, να διώξουν τα παιδιά που κατασκήνωναν στο πουθενά, μετά από ανώνυμες καταγγελίες για χασίσια και γενικό εμπόριο ναρκωτικών. Βρέθηκαν κάτι τσιγάρα σε κάποιους και κατασχέθηκαν. Οι ιδιοκτήτες πήγαν στο αυτόφωρο. Με χειροπέδες. Οι σκηνές κατασχέθηκαν ολονών. Τα παιδιά που πλήρωναν ρουμς και κάμπινγκ, χωρίς απόδειξη, δεν είχαν στρες.

Εμφανίστηκαν επιθεωρητές. Του ΕΟΤ, του υγειονομικού και λοιπών υπευθύνων. Της πολεοδομίας δεν πήρε το μάτι μου. Ούτε το αυτί μου. Ούτε της εφορίας. Οι οποίοι επιθεωρητές έκαναν τη δουλειά τους μάνι-μάνι, έκαναν και μπάνια, έτρωγαν ψαράκι κι έμεναν καμιά μέρα παραπάνω, όσοι μπορούσαν. Τα βρήκαν όλα τέλεια. Ειδικά σε σχέση με άλλα νησιά.

Εμφανίστηκαν βουλευτές, γραμματείς και δημοσιογράφοι, όλοι με οικογένεια και τζιπ, για ενημέρωση επί των τοπικών προβλημάτων και δωρεάν τριήμερο. Και ψαράκι φρέσκο. Τους περιφέραμε κι αυτούς για μπάνια. Πήγα να τους κόψω εισιτήριο, αλλά έβαλε τις φωνές ο καπετάνιος και κρατήθηκα. Δεν ευχαρίστησαν.

Εμφανίστηκε η κυρία του Μήτσου με τα μικρά. Αυτοί για μπάνια. Αποκλειστικά. Οι μπουλντόζες του Μήτσου κι ένα μηχάνημα με ατσάλινο καυλί και άλλα εξαρτήματα, του ιδίου επίσης, περιφέρονταν στο νησί από καιρό. Είχαν βάλει στο μάτι βράχους, φλόμους και λοιπούς ιθαγενείς. Ό,τι προλάβαιναν.

Εμφανίστηκαν επίσης σικάτα σκάφη με πλούσιους, παράγοντες και ξέκωλες για ντεκόρ. Έδεναν αρόδοι κι έστελναν τους μελαψούς με τα φουσκωτά στο λιμάνι να τους πάρουνε τσιγάρα. Να παν και τα σκυλιά για κατούρημα. Και χέσιμο. Για μπάνιο πήγαιναν μόνοι τους.

Εμφανίστηκαν και κάτι κώλοι της προκοπής. Πιασμένοι. Κάτι που ήταν ελεύθεροι, είχαν χοντρές από κοντά να τους προσέχουν. Όλοι πελάτες στο καΐκι.
Εμφανίστηκαν και κουνούπια. Μύγες είχαμε.
Εμφανίστηκε και η γάτα στην ταράτσα μου. Με κρεμαστές ρώγες και τρία μικρά. Τα δύο σαν αυτή, το άλλο ασπρόμαυρο.

Το λεωφορείο αραίωσε, τα δρομολόγια για το λιμάνι αισθητά. Μόνο για το καράβι κατεβαίνει που αραίωσε κι αυτό τα δικά του. Αισθητά επίσης. Τα δρομολόγια του καϊκιού για τα μπιτς σταμάτησαν. Εντελώς. Ξενοδοχεία και λοιπά καταλύματα σφράγισαν πόρτες και παράθυρα με κοντραπλακέ θαλάσσης. Και παραπόρτια. Τα κατώτερα προσωπικά έφυγαν. Με το χρώμα που ήρθαν. Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι έμειναν χωρίς ουρές.

Οι πλατείες άδειες. Τραπέζια, καρέκλες και λοιπά αξεσουάρ μετακόμισαν στα εσωτερικά των μαγαζιών. Τα οποία, κλειστά. Σε νάρκη. Τα περισσότερα. Ένα-δυο μαγέρικα ανοιχτά για τους εργάτες στις οικοδομές. Οι οποίες ξεκινάνε φουλ σεζόν. Μαζί με το σχολείο. Η νεολαία που το τέλειωσε μαζί μ’ όση το παράτησε μετακόμισε στην Αθήνα σύσσωμη. Σχεδόν. Σε καφετέριες και σκυλάδικα, συγκεκριμένα. Και γήπεδα. Οι γονείς από κοντά. Η ντόπια μαθητιώσα νεολαία έχει το Μπζουτ για τα Παρασκευοσάββατα. Μαγαζί παντός καιρού και σταθερού ιδιοκτήτη. Πηγαίνουν κι εργάτες. Οι πιο ζωηροί.
Οι μέρες μικραίνουν.
Οι πέτρες στην πατούσα χλιαρές.
Το ρυθμικό χτύπημα ατσαλιού στην πέτρα τρυπάει τον αέρα.
Κάτι σορόκοι ζεσταίνουν τις νύχτες. Ακόμα.

Αλητόγατες περιφέρονται ανήσυχες, τσεκάροντας τους άδειους σκουπιδοτενεκέδες. Οι παλιές προσέχουν τους προσεκτικά σκορπισμένους μεζέδες. Προσέχουν και τα μικρά τους να μη τους δοκιμάζουν. Οι πιο άψητες γίνονται Πνεύματα. Με κομμέν’ αυτιά. Και χωρίς ν’ αφήσουν ορφανά. Καθόσον οι ζωόφιλες του νησιού είχαν στειρώσει όσες γάτες πρόλαβαν στην αρχή της σεζόν. Τους έκοψαν και την άκρη απ’ τ’ αριστερό αυτί για να μην τις ξαναστειρώνουν. Όσες γλιτώσουν, του χρόνου.

Ο σκύλος του Δημητρού ήταν από σπίτι και δεν ήξερε. Ούτε πρόσεξε. Και την πάτησε.
Με σώα τ’ αυτιά του.