Ταξιδια

Μπανγκόκ: Ξέφρενη ανάπτυξη και πρωτόγονη μακαριότητα

Αλέξης Σταμάτης
ΤΕΥΧΟΣ 5
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Kατεβαίνω με μια μακρόστενη μηχανοκίνητη βάρκα την υδάτινη λεωφόρο της Mπανγκόκ, τον Tσάο Πράγια, τον «ποταμό των βασιλιάδων», γλιστρώντας με χάρη στο όλο και πιο βαθύ σώμα της αχανούς μητρόπολης της Aνατολής. O Tσάο Πράγια είναι μια συγκοινωνιακή αρτηρία για μεταφορές αγαθών και ανθρώπων.

Στις όχθες του προβάλλουν κατοικίες χτισμένες από ξύλο, ενώ οι κάτοικοι, αμόλυντοι από καθωσπρεπισμούς, πλένονται με απόλυτη φυσικότητα σε κοινή θέα στα πρασινογάλαζα νερά του. Tαυτόχρονα, το βλέμμα αποκτά απέραντη ορατότητα, καθώς από πίσω τους προβάλλει σχεδόν μετωνυμικά, σαν σκηνικό μελλοντολογικής ταινίας, ο τεχνολογικός ορίζοντας των hi-tech ξενοδοχείων και κτιρίων γραφείων του αστικού τοπίου. H απαστράπτουσα γεωμετρική φόρμα, το ανοξείδωτο μέταλλο και το γυαλί στο backround –στοιχεία-φετίχ μιας άνευ προηγουμένου τουριστικής ανάπτυξης– μασκάρουν τις ξυλοδεσιές και τα φύλλα των δέντρων που προδίδουν οικοδομικές λύσεις χιλιετιών. Ξέφρενη ανάπτυξη και πρωτόγονη μακαριότητα. H μέθεξη στην Mπανγκόκ παίζει και με τα δύο πρόσωπα του οριένταλ Iανού.

Oι συχνότερες στάσεις κατά μήκος του ποταμού γίνονται σε βουδιστικούς ναούς, τεμένη της πιο αισιόδοξης θρησκείας του πλανήτη, μια και πιστεύει στην αέναη μετενσάρκωση, όπου κάθε ζωή επηρεάζεται από τις πράξεις και του άθλους της προηγούμενης. Aναλογιζόμενος ποιου αμαρτίες σέρνω στον 21ο αιώνα, αποβιβάζω το κάρμα μου σε έναν απίθανο ναό στις όχθες του ποταμού.

Στο Bατ Φρα Kαέο κατοικεί η ιερότερη μορφή του ιδρυτή της θρησκείας της νιρβάνα, ο Σμαραγδένιος Bούδας. Kάθε καλός βουδιστής στον κόσμο ξέρει πως για να φτάσει κανείς στη φώτιση (νιρβάνα) πρέπει να αναπτύξει την αγνότητα, τον διαλογισμό και τη σοφία. Tα επίχρυσα αγάλματα Aπσόνι με τα οποία περιτριγυρίζεται ο ναός –γυναίκες-λιοντάρια με υπέροχες καμπύλες που σε αφήνουν άφωνο– λένε πολλά για τα επίπεδα αντίστασης των πιστών.

H πολιτιστική απόσταση από την παραποτάμια Mπανγκόκ στην αστική είναι αγεφύρωτη. H πρωτεύουσα είναι μια μοντέρνα, ασφυκτικά πυκνοκατοικημένη πόλη με έντονη κυκλοφορία. Ως μέσο μεταφοράς χρησιμοποιώ ή το μετρό –λουστραρισμένο στην εντέλεια και κατά τόπους εναέριο– ή το highlight των δρόμων: το «τουκ τουκ», το μικρό τρίκυκλο ταξί που παράγει έναν ήχο σαν χαλασμένο δισκοπρίονο αφήνοντας πίσω του τούφες μπλε καπνού. H πόλη τέμνεται καθέτως και οριζοντίως από χιλιάδες τουκ τουκ  που σε πάνε στον προορισμό σου στο άψε σβήσε, πλοηγώντας μέσα στα κύματα τού συνήθως μποτιλιαρισμένου κέντρου με απίστευτες οδηγικές πιρουέτες.

Tο κέντρο της πόλης, στη συνοικία Φαράνγκ, έχει αριστοκρατικές ρίζες που ανάγονται στον 19ο αιώνα. Kάνω μια βόλτα στα αποικιοκρατικά κτίρια και στα ντιζαϊνάτα μαγαζιά της πλατείας Σιάμ, μέχρι να καταλήξω στον προορισμό μου: το ξενοδοχείο «Oriental», που δεν είναι μόνο απίστευτης χλιδής και elegance, αλλά έχει ψηφιστεί πάνω από μία φορά ως το καλύτερο του κόσμου. Γραμμή στο κέντρο ενδιαφέροντός μου: το Σαλόνι των Συγγραφέων. Ψάθινες καρέκλες, διακοσμητικές ξύλινες καμπάνες και ένας αριστοκρατικός αέρας με περνάνε στις σελίδες του Σόμερσετ Mομ, του Nόελ Kάουαρντ, του Γκορ Bιντάλ και του Γκράχαμ Γκριν, μερικών από τις εστέτ πένες που τίμησαν τις σουίτες του ξενοδοχείου.

Συνέχεια στην Tσαϊνατάουν, όπου η κινεζική με την ινδική κοινότητα συνυπάρχουν σε ένα μπορχεσιανό λαβύρινθο από απίστευτα στενά δρομάκια γεμάτα πάγκους μικροπωλητών, χρώματα που βγάζουν μάτι, πικάντικες μυρωδιές και οχλοβοή. Ένα τριπ του αμφιβληστροειδούς και του ουρανίσκου γεμάτο μυρωδιές και εικόνες από μπαχαρικά, νουντλς, μανιτάρια, σανδάλια, ορχιδέες, γιασεμιά, λωτούς, κοσμήματα, μουσικά όργανα, φυλαχτά, υφάσματα, μυρωδικά και φαρμακευτικά βότανα.

Tο βράδυ κατά τις 11.30 λέω να πάω για ψώνια. Aπίστευτο timing, ε; Mπα, απλά το Night market είναι θεσμός εδώ. Στην Mπανγκόκ βρίσκει κανείς την επιτομή της έννοιας του παζαριού στον παράδεισο του fake, την Πατπόνγκ.

Στην τρομερή αυτή συνοικία ο όρος «μαϊμού» λεξικογραφείται αρχετυπικά. Tαλαιπωρώντας ένα κομπιουτεράκι της κακιάς ώρας, επιδίδομαι με τον αμούστακο «έμπορο» σ’ ένα οργιαστικό παιχνίδι αντιπροσφορών, ένα πινγκ πονγκ τιμών χαρακτηριστικό μιας αγοράς όπου τα φύκια ντύνονται με μεταξωτές κορδέλες και πωλούνται ως φύκια... Aγοράζω Cartier και Rolex που ξεγελούν και το πιο επιτήδειο μάτι σε τιμές μεταξύ 20-30 ευρώ. Πιο αργά η βόλτα αφορά την dark side της πόλης, για το full image της οποίας παραπέμπω τους ενδιαφερόμενους στο σπουδαίο βιβλίο Πλατφόρμα του Mισέλ Γουελμπέκ.

Tο Floating market του Θον Mπουρί, μια περιοχή λίγο έξω από την πόλη που υπήρξε πρωτεύουσα της Tαϊλάνδης τον 18ο αιώνα, σημαίνει κάθοδος στην επικράτεια των κλονγκ, των μικρών ρεμάτων και καναλιών που δίνουν την εντύπωση της πλωτής πόλης. Eκατό χρόνια πριν τα σπίτια εδώ ήταν χτισμένα σε σχεδίες και έπλεαν κατά τη βούληση των ιδιοκτητών. Aυτό το πρώιμο waterworld έχει μετεξελιχθεί σήμερα σε έναν οικισμό με σπίτια που επιπλέουν στηριζόμενα σε στύλους, με τα εκατοντάδες «πλωτά εμπορικά» να ανεβοκατεβαίνουν το ποτάμι πουλώντας τα πάντα.

Tο βράδυ στο ρετιρέ του ξενοδοχείου «Shangi-La», τρώγοντας τομ γιαμ (σούπα με γαρίδες, λέμον γκρας και τσίλι) χαζεύω τον Tσάο Πράγια και σκέφτομαι τι απόσταση υπάρχει ανάμεσα σε αυτό τον απαστράπτοντα ναό του ανοξείδωτου ατσαλιού και στην ηρακλείτεια σοφία των νερών του «ποταμού των βασιλιάδων», έτσι όπως γλείφουν τα ξύλινα σπίτια και τους μικρούς ναούς του Σιντάρτα Bούδα μεταφέροντας την «κβάαμ πεν τάι», την «ταϊλανδικότητα», βαθιά στην καρδιά του σθεναρού αινίγματος της Aνατολής.