Ταξιδια

Ο νομός Λάρισας του Γιάννη Χαρούλη

Στον καλοκαιρινό Κίσσαβο

ΤΕΥΧΟΣ 577
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νομός Λαρίσας: Ο Γιάννης Χαρούλης γράφει για το αγαπημένο του μέρος στην Athens Voice

Το ξέρω το Αιγαίο και το Ιόνιο, τις αρμένισα και τις πλέω τις Κυκλάδες και τα Επτάνησα, οι περιοδείες να είναι καλά, Δωδεκάνησα, Κρητικό πάτριο Πέλαγος, Βορειοανατολικό ψηλά εκεί στη Σάμο και τη Μυτιλήνη, παντού γυρίζω τα τελευταία χρόνια, ευλογημένα και ελληνικά δοξασμένα νησιά. Νερά και ήλιοι, τριζόνια τις μέρες, ρείκια κι αλμυρίκια κι αμμόλοφοι, πυγολαμπίδες κι έναστρα ουράνια τις νύχτες, κούρντισα και κουρντίζω το λαγούτο μου σ’ όλες τις ελληνικές θάλασσες και στα περισσότερα νησιά έχω πάει κι έχω παίξει, ταξιδιώτης και προσκυνητής, μακό μπλουζάκια στη βαλίτσα και φέρι μπόουτ να πατάνε την κόρνα, όταν πιάσουν λιμάνι.

Εκατοντάδες συναυλίες και μετά ύπνος σε ξενοδοχεία, μέχρι να έρθει το άλλο πλοίο και να μας πάει με την ορχήστρα στο άλλο νησί. Παντού αναμνήσεις και στιγμές μοναδικές, φίλοι σαν παραλίες, στοργικοί και αιώνιοι, δωμάτια με άσπρα σεντονάκια και γλάστρες στα περβάζια μυροβολάνε αγάπη και ξεγνοισιές. Μα, έχω πλέον μια σχέση μ’ ένα βουνό και μια θάλασσα, που αν με ρωτήσεις «πού θες να επιστρέφεις και να κολυμπάς, να ξεκουράζεσαι και να υπάρχεις, υπό συνθήκες χαλαρές», ξάστερα, στα ίσια και χωρίς να το σκεφτώ, στον καλοκαιρινό Κίσσαβο θα σου πω. Στο ωραιότερο μπαλκονάκι του Αιγαίου, στην Καρύτσα, εκεί που βρίσκεται ο Δοχός, πέτρες και δωμάτια πνιγμένα από τις καστανιές, τα πλατάνια και τις οξιές, ένα ξενοδοχείο, που τα τελευταία δέκα χρόνια, εδώ όλο επιστρέφω, βλέπεις το λέω και σπίτι μου. Εγώ, ο Κρητικός, αμάρτησα για μια στεριά και για μιαν άλλη θάλασσα, γιατί, όταν λέω Κίσσαβος, μην πάει ο νους σου μόνο στο πυκνό δάσος με το φαράγγι και τον Καταρράκτη της Καλυψώς, τα εκατοντάδες μονοπάτια για πορείες και την ψηλή κορυφή στα 1.600 μέτρα. Πηγάδι, Κουτσουπιά, Κόκκινο Νερό, Ψαρόλακος, Βελίκα, σε θαλασσάρες κολύμπησα και κολυμπάω, κάθε που ανηφορίζω σ’ αυτά τα μέρη. Η Ίμπιζα των Λαρισσαίων, η Μαγιόρκα της Θεσσαλίας, α, κάνουμε απίστευτες πλάκες με τα κοπέλια τις νύχτες που καθισμένοι στο μπαρ, τσουγκρίζουμε και αδελφωνόμαστε πιο πολύ. Κι ο Στέφανος μας βάζει τζαζιές ή αφρικάνικα tribal, ο Γιώργης ο Μπούτος απαγγέλλει Νίτσε ή Σοπενάουερ, ο Δημήτρης χαϊδεύει την κοιλιά της Βεατρίκης που θα γεννήσει τον Οκτώβριο, η Στέλλα θυμώνει που γκοτζαμάν μαντράχαλοι γελάμε και λέμε χαζά σαν μωρουδέλια, η Βιργινία εκλιπαρεί "κι άλλο, κι άλλο", κι από τον ξυλόφουρνο ο μάγειρας μας φτιάχνει πίτες με αγριόχορτα ή καλτσούνια Σφακιανά στριφτά με τυρί και μέλι, και το ξημέρωμα μας βρίσκει να βλέπουμε τον ήλιο να σκάει πίσω μας, όλη η οικογένεια, οι φίλοι οι καρδιακοί, του καλοκαιριού μου οι σύντροφοι.

Απέναντι είναι ο Όλυμπος με τις δροσιές των θεών του, και μ' ένα παλιό τζιπ που γουργουρίζει σαν γέρος χίπης ξαμολιόμαστε τα μεσημέρια για εκδρομές. Μια μέρα φτάσαμε ως και τα Μετέωρα, σιγά, δυο ώρες δρόμος. Δίπλα είναι και το Μεταξοχώρι του Θανάση του Παπακωνσταντίνου, εδώ άλλωστε συνέβη το τακίμιασμα, στον Δοχό, που πρωτανταμώσαμε, αφού η ενέργεια του μέρους αυτού είναι μαγική, οι άνθρωποι ενώνονται και κολλάνε σε σχέσεις ζωής. Διάβασα το χειμώνα το βιβλίο της Πάτι Σμιθ κι εκεί που έλεγε για τα χρόνια του ξενοδοχείου Τσέλσι συγκινήθηκα, γιατί το λες και το δικό μου Τσέλσι Δοχό στον Κίσσαβο, περισυλλογή, δημιουργία, έχω σκαρώσει στιχάκια και κουρδίσματα, ι, χα, κι έχω συζητήσει και μοιραστεί ιδέες και σπάνια ακούσματα κι εμπειρίες. Είδα τα πουλιά να πετάνε σε θαυμαστούς σχηματισμούς στο Δέλτα του Πηνειού κι άκουσα ψαλμούς τις Κυριακές από τα καλογέρια του βυζαντινού μοναστηριού του Αϊ-Δημήτρη, μια ανάσα απέναντι, ενώ πάνω από καμπαναριό και ανθρώπους έκοβε γυροβολιές ένα περήφανο μοναχικό γεράκι. Πετάχτηκα με βάρκα στο Πήλιο, ένα τίποτα απόσταση, και αργά το βράδυ, με τους ανθρώπους μου, δόξασα που μας έχει ο Θεός γερούς, ως λέει κι ο Νιόνιος, που πάντα εδώ ανταμώνουμε και ξεφαντώνουμε κι έχουμε να λέμε και να ζούμε και να θυμόμαστε. Ότι δηλαδή πέρα από τις θάλασσες και τους ήλιους και τα αεροπλάνα και τα βαπόρια, θα είναι πάντα οι φίλοι οι παλιοί η περιουσία μας, αλλά κι ο ανεμιστήρας που μας δροσίζει τις μπαφιασμένες από άγχη και ζόρια νύχτες. Ναι, στον Κίσσαβο θέλω να πάω, άπιαστο όνειρο φέτος που η περιοδεία με στέλνει σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του ελληνικού καλοκαιριού, αλλά κοντά είναι το φθινόπωρο και, όπως μου λέει κι ο Γιώργος, με κείνο το «λαρσαίικο» το αξάν, «α, ρε, δω είν’ ο Δοχός, δεν φεύγ’, και πού να πάει σάματις;».

Γιάννης Χαρούλης είναι μουσικός και ερμηνευτής. Αυτό το καλοκαίρι βρίσκεται σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.