Ταξιδια

Η Μύκονος του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Μπαρ στη Μύκονο

ΤΕΥΧΟΣ 577
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μύκονος: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice

Τον είχα γνωρίσει σε μια διάλεξη για τον Γιώργο Ιωάννου στο «Μπενάκειο». Μου είπε πως έχει το μπαρ «Πύργος» στη Μύκονο και, αν βρεθώ ποτέ στο νησί, να του κάνω μια επίσκεψη. Πέρασε αρκετός καιρός και αποφάσισα να πάω προς τα εκεί για διακοπές και για να ξαναδώ το ξενοδοχείο «Άλκηστις», στον Άγιο Ανδρέα, όπου δούλευα ως μπάρμαν, φοιτητής, το 1973 – σαράντα χρόνια πριν.

Στο μπαρ «Πύργος», που το είχα ξεχάσει, μπήκα τυχαία, ένα απόγευμα – ο άνθρωπος που ήταν στην πόρτα, με αναγνώρισε και με υποδέχτηκε με φιλοφροσύνη. Με έβαλε να καθίσω στο κάτω επίπεδο, μπροστά στη θάλασσα. Παράγγειλα ένα Johnnie Double Black – ενώ αυτός άρχισε να μου λέει:

- Το μπαρ αυτό που είναι χωρισμένο σε δύο επίπεδα, το κάτω, που καθόμαστε, και το πάνω, με διαφορά ενός σκαλοπατιού, είναι το πατρικό μου σπίτι. Το κάτω μέρος ήταν η αυλή, μπροστά στο κύμα, όπου μεγάλωσα παίζοντας και το πάνω ήταν το ισόγειο του σπιτιού, που είχε άλλους δυο ορόφους από πάνω. Ο πατέρας μου ήταν ειρηνοδίκης Μυκόνου αλλά και των γύρω νησιών – δίκαζε μέχρι και στη Σύρα. Στη δεκαετία του πενήντα, αυτό το ισόγειο, πάνω απ’ το σκαλοπάτι, που είχε μια μεγάλη κάμαρα και μια κουζίνα, το νοικιάζαμε στον Καραγάτση.

Ξαφνικά, συνειδητοποιώντας το όνομα που άκουσα, σκίρτησα:

- Ποιον Καραγάτση, εννοείς; Το συγγραφέα;

- Ναι. Ερχότανε τα καλοκαίρια, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και το νοίκιαζε μόνος του. Κολυμπούσε, ξεκουραζόταν, έγραφε, και κουβαλούσε και κανένα κορίτσι, πότε- πότε. Είχε μεγάλη αδυναμία στις γυναίκες. Πότε-πότε εμφανίζονταν και μερικοί άλλοι Αθηναίοι, ελάχιστοι, η Βλάχου, και κάνανε παρέα. Το νησί δεν είχε τότε σχεδόν καθόλου αλλοδαπούς επισκέπτες, και μόλις ο Καραγάτσης έβλεπε, σπάνια, να δένει στο μώλο κάνα μικρό σκάφος με ξένους, έλεγε: «Ωχ, ήρθανε να μας χαλάσουνε την ησυχία μας».

- Είσαι βέβαιος πως ήταν ο Μ. Καραγάτσης, ο συγγραφέας; Κρατήσατε κανένα συμβόλαιο, κανένα ενοικιαστήριο, να δούμε την υπογραφή του;

- Ποιος κρατούσε χαρτιά τότε; Όλα γίνονταν προφορικά. Με το λόγο. Αλλά ήταν σίγουρα εκείνος. Όλοι το ξέραμε και το κουβεντιάζαμε στο νησί.

Άναψα τσιγάρο, συλλογισμένος. Του είπα:

- Δηλαδή εδώ που καθόμαστε, τώρα, καθότανε πιθανώς και ο Καραγάτσης και κοίταζε ακριβώς το ίδιο τοπίο; Την ίδια θάλασσα;

- Μάλλον.

Ταράχτηκα, ίσως να συγκινήθηκα – κάτι με συνεπήρε και με ταπείνωσε.

Εκείνος σηκώθηκε σε λίγο να κάνει επίβλεψη στο μαγαζί.

Ήπια σχεδόν μονοκοπανιά το έντονο, καπνιστό Double Black και παράγγειλα δεύτερο, ρεμβάζοντας μόνος μου. Στο τρίτο, τέταρτο ουίσκι, θόλωσα. Η θάλασσα μετέβαλλε διαρκώς χρώματα και διάθεση, τα πράγματα γύρω μετακινούνταν και έπαιρναν ρευστές διαστάσεις και άρχισα να θυμάμαι αποσπασματικές σκηνές απ’ το μπαρ «Άλκηστις» του 1973: να ξαναβλέπω εκείνον τον Βέλγο εργοστασιάρχη που ήρθε στο μπαρ και μου παράγγειλε να πιει ούζο με πορτοκαλάδα. Να βλέπω τη Χέλγκα, την πανέμορφη Γερμανίδα – ολόγυμνοι στο δωμάτιό της, ξεθεωμένοι, μέσα στον ιδρώτα, να θέλουμε να κόψουμε το παγωμένο καρπούζι και να μην έχουμε μαχαίρι. Και να φέρνει, απ’ την τουαλέτα, ένα ξυράφι, που ξύριζε τα μελισσόχνουδα απ’ τα υπέροχα, ατελεύτητα πόδια της, και να κόβει προσεκτικά το καρπούζι μ’ αυτό, λέγοντάς μου στα γαλλικά:

- Je suis une femme pratique…

Χάθηκε κι αυτή μέσα στην αλληλογραφία και την απόσταση – πάνε τέσσερις δεκαετίες από τότε.

Ξαφνικά, γυρνώντας προς την πόρτα του μπαρ «Πύργος» βλέπω να μπαίνουνε ελαφρά μεθυσμένοι, αγκαζέ, ο συνταγματάρχης Λιάπκιν κι ο Γιούγκερμαν.

Πηγαίνουνε και κάθονται στα σκαμπό του πάγκου, με δυσκολία. Βολεύονται, παραγγέλνουν βότκες κι ανάβουν πουράκια. Στρέφουν και σαρώνουνε επιδέξια, με το βλέμμα, όλο το χώρο, ψάχνοντας ενστικτωδώς για ωραίες γυναίκες. Στήνω, όσο μπορώ, αυτί. Κι ακούω, κάποια στιγμή, τον Λιάπκιν, με δυνατή, βραχνή φωνή, να λέει στον άλλον:

- Λοιπόν, τι έκανες στη ζωή σου, Γιούγκερμαν;

Εκείνος κατεβάζει μεμιάς, άσπρο πάτο τη βότκα, πλαταγίζει τη γλώσσα του, και απαντάει ήρεμα, με αυτοπεποίθηση:

- Συνταγματάρχα, ό,τι μπορούσα, έκανα.

Σχεδόν ταυτόχρονα, παρατηρώ κάποια κίνηση προς την πόρτα. Στρέφω και βλέπω να μπαίνει καμαρωτός, σινιαρισμένος, με λευκό κοστούμι, τριαντάφυλλο στο πέτο, χρυσή αλυσίδα στον καρπό και τα υπέρβαρα γυαλιά του, ο Ζάχος Χατζηφωτίου.

Ξανακοιτάζω προς τον πάγκο του μπαρ. Ο Γιούγκερμαν και ο Λιάπκιν έχουν εξαφανιστεί και στη θέση τους κάθονται δυο νεαροί αλλοδαποί, μιλώντας χαμηλόφωνα, σκυφτά. Πίνω την τελευταία γουλιά και γυρίζω πάλι προς τα μπρος, απορημένος. Ανάβω τσιγάρο και βυθίζομαι στην καρέκλα, κοιτώντας τη θάλασσα να λαμπυρίζει, αντανακλώντας τα τρεμάμενα φώτα της ακτογραμμής. Βράδιασε ο νους μου και βλέπω τους δύο ήρωες του Καραγάτση να απομακρύνονται τώρα αργά, περπατώντας, τρεκλίζοντας επί των κυμάτων και να χάνονται συζητώντας, με μεγάλες χειρονομίες. Να μικραίνουν σιγά-σιγά, στα σκοτεινά νερά, τραβώντας προς τη μεριά της Άνδρου, όπου, καταμπροστά στο λιμάνι, βρίσκεται, άδειο μεν, αλλά πάντα με ανοιχτά τα φώτα, το παλιό, πέτρινο σπίτι του συγγραφέα τους, αγρυπνώντας και περιμένοντας.

* Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, «Υπουργός Νύχτας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.