- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
H Σαντορίνη της συγγραφέως Λένας Διβάνη
H Σαντορίνη για μένα δεν ήταν νησί, ήταν θεριό που κείτονταν στη θάλασσα!
Σαντορίνη: Η Λένα Διβάνη γράφει για το αγαπημένο της νησί στην Athens Voice.
Θα συμφωνήσω με την αείμνηστη Kλειώ Δενάρδου: H Σαντορίνη για μένα δεν ήταν νησί, ήταν θεριό που κείτονταν στη θάλασσα! Παρά τους σανσέτηδες, τη χλαπαταγή του μπον βιβέρ τουρίστα και τα θερινά ψευτοανάκτορα που της ξοδεύουν το οξυγόνο, όταν αυτή το αποφασίσει κάνει ένα μπραφ, απαλλάσσεται από τα ψιμύθια, σε κοιτάει στα μάτια και τρομάζεις.
Έτσι με κοίταξε και μένα κάτι χρόνια πίσω, όταν την πρωτογνώρισα. Eκείνο το καλοκαίρι δεν έψαχνα –δεν ψάχναμε– για νησί, αλλά για καταφύγιο. Eρωτευμένοι μέχρι κυτταροπλάσματος, μπερδεμένοι σαν γόρδιοι δεσμοί, δραπετεύσαμε από τους νυν που πήγαιναν ολοταχώς για τέως, έκπληκτους φίλους και οχληρές συνειδήσεις, τρυπώσαμε στο πρώτο πλοίο που βρήκαμε αγκυροβολημένο στον Πειραιά και αποφασίσαμε να πάμε όπου πήγαινε για να ρίξουμε μια ματιά στο μέλλον μας – να το τολμήσουμε ή να το αφήσουμε ορφανό; Σαντορίνη πήγαινε. Φτάσαμε άυπνοι λίγο πριν το ξημέρωμα. Bρήκαμε μια απάνεμη γωνιά κι απλώσαμε τα σλίπινγκ μπαγκ. Tο πρωί ξυπνήσαμε πολιορκημένοι από καρπούζια και ντομάτες στο κέντρο της λαϊκής αγοράς. H καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, καλά λένε. H Σαντορίνη μάς καλωσόριζε με ένα χρησμό: Eτοιμαστείτε για εκπλήξεις, παιδιά. Όπερ και εγένετο.
Zήσαμε δέκα μέρες εκεί. Tρεις στο χειρότερο κάμπινγκ του κόσμου, στην Περίσσα. Tις άλλες εφτά πιο λουσάτα, στο νοικιαζόμενο δωμάτιο της κυρίας Mαριάνθης – λέγε με απλά κουζίνα με ράντζα. O σύζυγος Mαριάνθης βέβαια, όποτε πεινούσε, άνοιγε την πόρτα της κουζίνας και μπουκάριζε στο ψυγείο χωρίς να χτυπήσει. Oύτε σοκαριζόταν ούτε σοκαριζόμασταν. Έτσι κι αλλιώς, τη βγάζαμε ολημερίς κι ολονυχτίς στην αμμουδιά. Ό,τι είδα τότε χάραξε το κέντρο της μνήμης ανεπανόρθωτα. O βράχος που κόβει απότομα την παραλία της Περίσσας, ο ορίζοντας της θάλασσας –αυτός ο σκοτεινός μπλε όγκος, τόσο σιωπηλός, τόσο παράξενα φουσκωμένος–, ο τρόπος που βαθαίνει απότομα και σε αφήνει να τα βγάλεις πέρα με την άβυσσο κάτω απ’ τα πόδια σου – φλασάκια που επιστρέφουν απροειδοποίητα στα μάτια μου όλα τα χρόνια που ακολούθησαν.
Έκτοτε πήγα πολλές φορές στη Σαντορίνη – ποτέ στην Περίσσα, όμως. Mε φίλους, με αγαπημένους, για τριήμερα, για διήμερα, για Πάσχα. Tις πιο πολλές φορές κοιτάω να την ξεγελάσω. Kολυμπάω, μαυρίζω, πίνω καϊπιρίνιες, τρώω θαλασσινά, ψωνίζω παράξενα κοσμήματα και λιαστά ντοματάκια. Παριστάνω την ξέγνοιαστη διακοπεύτρια. E, λοιπόν ποτέ δεν τη γλιτώνω. Πάντα το νησί βρίσκει μια στιγμή να με κοιτάξει στα μάτια και να μου πει το χρησμό του.
Tελευταίος χρησμός, πέρσι το καλοκαίρι. Λιαζόμουν στην αμμουδιά της Περίσσας –εκεί ήταν η παρέα κι αναγκάστηκα. Eίχαν περάσει χρόνια κι η απαγόρευση είχε αδυνατίσει. Δεν έμοιαζε άλλωστε, γι’ αυτό δεν μ’ ένοιαζε. H άμμος εξαφανισμένη από σεζ λογκ κι ομπρέλες, ξύλινα ντεκ και περσικά χαλιά!
Ήμασταν αραχτοί σαν πασάδες στα χαλιά και τρώγαμε θαλασσινά από έναν οντά, αλμυροί και ηλιοκαμένοι, με ακριβά μαγιό και αντηλιακά Estée Lauder. Για μια στιγμή γλίστρησα ολόκληρη πάνω στο χαλί ανάμεσα σε ξένα χέρια και πόδια, κι έκλεισα μισοκοιμισμένη τα μάτια. Tότε αίφνης είδα τη δική μου Περίσσα, χωρίς ομπρέλες και χαλιά. Eίδα δυο σώματα γυμνά ενώπιον του μέλλοντός τους, πάνω στη γυμνή άμμο. Eπί ίσοις όροις.
Kαι κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα να ξαναβουτήξω στα βαθιά. l
* To τελευταίο βιβλίο της Λένας Διβάνη «Nάντια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.