Ταξιδια

Η Γαύδος του φωτογράφου Νίκου Ρακκά

Είναι αυτό που βλέπεις... απέραντοι αμμόλοφοι, απέραντες αμμουδιές και καυτός ήλιος.

Αντζέλικα Μισιτζή
ΤΕΥΧΟΣ 401
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γαύδος: Ο Νίκος Ρακκάς γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice

Ο νόμος της… βαρύτητας!


Ίσως να μην είμαι ο πιο κατάλληλος να μιλήσω για τη Γαύδο, γιατί δεν είμαι από τους «παλιούς»... Αντιθέτως είναι ολοκαίνουργια η γνωριμία μου με το νησί, μόλις ενός χρόνου! Τις διακοπές στη Γαύδο τις σχεδίαζα σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Εδώ και 15 χρόνια. Και κάθε χρόνο ένα άλλο νησί ή και βραχονησίδα, μια άλλη παραλία σε ερημιές με ανύπαρκτη φυσική σκιά μάς κέρδιζε και αναβαλλόταν το ταξίδι. Μετά από πολλά τουρ σε οτιδήποτε έχει μονοψήφιο αριθμό εστιατορίων και καταλυμάτων, γίναμε τρεις. Γίναμε οικογένεια πλέον και κάναμε λίγο πιο safe διακοπές, τουλάχιστον σε νησιά με αρκετή φυσική σκιά, κρύο capuccino και παγωμένο νερό σε κοντινές αποστάσεις!

Τη Γαύδο άρχισα να την ξεχνώ. Άκουγα και διάφορα παράπονα από την old school γενιά ότι χάλασε πια το νησί, δεν είναι αυτό που ήταν, έχει ρεύμα, μαγαζιά... και τέτοια που σ’ αυτούς που την έζησαν παλιότερα ακούγονται εγκληματικά. Είναι γεγονός ότι πολλοί, όσο μεγαλώνουν, θεωρούν ότι μόνο τότε που ήταν αυτοί στο ξεκίνημα και ανακάλυπταν καταστάσεις ήταν το αυθεντικό και το real thing, ενώ τα επόμενα χρόνια ακολουθεί το mainstream, το εμπορικό και η μετριότητα. Ok, καταλαβαίνω πόσο συναρπαστικά έχουν μείνει κάποια σκηνικά τις πρώτες φορές που τα ζεις, κι εγώ το έχω νιώσει, αλλά και η εξέλιξη που έρχεται μετά δεν είναι τόσο κακή αν την αντιμετωπίσεις χωρίς γκρίνια.

Έτσι στη Γαύδο πήγα με μια μικρή προκατάληψη. Να δω το νησί που ονειρευόμουν από τα 20+ μου, πόσο και εάν έχει χαλάσει. Είχα και δυνατό μέτρο σύγκρισης πλέον, ανάλογες φάσεις σε Ρούκουνα, Κέδρο κ.ά. οπότε την έβλεπα τη φάση αυστηρά. Και η φάση από την αρχή ξεκίνησε δυναμικά.

Ανεβαίνουμε σε μία λάντζα ή μάλλον στοιβαζόμαστε ο ένας επάνω στον άλλο, με την τέλεια θάλασσα (λαδιά όπως λένε), για να φτάσουμε στο νησί που φαίνεται απέναντι στον ορίζοντα, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά. Μετά από τρεις περίπου ώρες και τους μισούς και παραπάνω επιβάτες χλωμούς από τη ναυτία, πρωτοφανές για τέτοια θάλασσα, φτάνουμε επιτέλους. Ήταν ταλαιπωρία, αλλά κι ένα γλυκό συναίσθημα που είχα να το ζήσω πολλά χρόνια.

Αυτή η προσμονή, η αίσθηση ότι καταλαβαίνεις όλη την απόσταση του προορισμού σου. Ούτε super speed ferries, ούτε αεροπλάνα που εκμηδενίζουν τις αποστάσεις και φτάνεις στον προορισμό σου έχοντας διαβάσει τα περιοδικά σου στη δροσιά με το t-shirt ελαφρώς τσαλακωμένο!

Το 80s νοσταλγικό ταξίδι συνεχίζεται και στο λιμάνι, όταν για άλλη μια φορά στοιβαζόμαστε για να φτάσουμε στις παραλίες, με ένα επίσης 80s λεωφορείο και οδηγό τον απίστευτα φιλόξενο δήμαρχο του νησιού, κ. Στρατή. Όταν ξεκινά έτσι η άφιξή σου σ’ ένα νησί καταλαβαίνεις ότι είναι πραγματικά εκτός τόπου και προπαντός εκτός χρόνου. Δεν είναι δήθεν. Ούτε wannabe εναλλακτικό, που κρύβει design βίλες στα βράχια ή στην ενδοχώρα του.

Είναι αυτό που βλέπεις... απέραντοι αμμόλοφοι, απέραντες αμμουδιές και καυτός ήλιος. Ένα μέρος στο τέλος της Ελλάδας, που με έναν περίεργο τρόπο το νιώθεις ότι είσαι στο νοτιότερο σημείο της χώρας συνεχώς, κοιτάζοντας απέναντι τα Λευκά Όρη. Με ρυθμούς, όμως, «παλιάς» Ελλάδας. Στη Γαύδο βασικά επικρατεί ο νόμος της... βραδύτητας! Μέρα με τη μέρα νιώθεις να κινούνται όλα, ολοένα και πιο αργά. Κι εσύ και οι γύρω σου σε πλήρη βραδύτητα μπροστά σε μία πανέμορφη θάλασσα. Άλλωστε δεν έχεις να κάνεις και πολλά, η καθημερινότητά σου γίνεται απίστευτα minimal.

Όχι ότι στο νησί δεν έχει να δεις μέρη και να εξερευνήσεις. Μπορείς να πας την παραλία του Ποταμού, που είναι καταπληκτική. Στον Κόρφο, όπου έχει και νόστιμο φαγητό, στην Τρυπητή, που είναι το νοτιότερο σημείο του νησιού και έχει τους τρεις βράχους που σχηματίζουν καμάρες. Και φυσικά τον Φάρο με το προσεγμένο μουσείο του και τη μοναδική θέα στη Γαυδοπούλα. Το μουσείο είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Είναι εξαιρετικό, πολύ καλοσυντηρημένο, με μια ενδιαφέρουσα συλλογή από γκραβούρες με θέμα τους φάρους της Ελλάδας. Ίσως η μοναδική απόπειρα των ανθρώπων του νησιού για τουριστική ατραξιόν είναι τα οργανωμένα δρομολόγια του λεωφορείου προς τον Φάρο (με τον κ. δήμαρχο πάντα οδηγό) την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Πραγματικά η καλύτερη ώρα για να επισκεφτείς το μέρος ώστε να απολαύσεις το «καρτ-ποστάλ» ηλιοβασίλεμα, αλλά και τα ρακόμελα, στο καφέ του Φάρου. Αλλά κι αυτά θέλουν προσπάθεια για να τα κάνεις.

Η Γαύδος σε απορροφά. Μετά από λίγες μέρες, χωρίς να το αντιληφθείς, ζεις μια γλυκιά επανάληψη. Τη χορταστική και σπιτική ομελέτα της Νυχτερίδας για πρωινό, τον ελληνικό κάτω από τον Κέδρο, τις παγωμένες ρακές, τα ίδια ρούχα αυστηρά κάθε βράδυ (Σ. ετοίμασε τη στολή!).

Απολαμβάνεις τη βραδύτητα του νησιού και δεν σ’ ενοχλεί τίποτα. Ούτε ο καυτός ήλιος, ούτε ο αέρας και τα συχνά απαγορευτικά που τον συνοδεύουν, ούτε καν το ίδιο cd με τα reggae χιτάκια που κόλλησε στα ηχεία της Ν.! Το μόνο που μπορεί να σ’ ενοχλήσει είναι να τελειώσουν τα βιβλία σου και να ψάχνεις στους γύρω σου για πιθανά αναγνώσματα. Ήταν από τους λίγους τρόπους για να καταλάβω το πέρασμα του χρόνου, τελειώνοντας άλλο ένα βιβλίο.

Βέβαια, όταν φτάνει η ώρα της επιστροφής προσγειώνεσαι. Καταλαβαίνεις ξανά την έννοια του χρόνου, βλέπεις στα κλεφτά το κινητό σου, αναρωτιέσαι γιατί δεν πήγες στις άλλες παραλίες και σε άλλα μέρη... Αλλά τα αφήνεις όλα για την επόμενη φορά. Ξέρεις ότι θα επιστρέψεις!


* Ο Νίκος Ρακκάς είναι φωτογράφος.