Ταξιδια

Από Βερολίνο Κολωνία…

Περιήγηση σε δύο αγαπημένες γερμανικές πόλεις

Αχιλλέας Σωτηρέλλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τη διαδρομή με το τρένο από την Κολωνία στο Βερολίνο δύσκολα τη βαριέσαι, ακόμα και αν κρατάει κοντά πέντε ώρες, αρκεί να την κάνεις μέρα, κάτι τα καταπράσινα λιβάδια, κάτι οι μελαγχολικές πόλεις-φάμπρικες όπως το Βούπερταλ και το Μπίλεφελντ που παρεμβάλλονται και η στιγμή που μπαίνεις στο Spandau και λίγα λεπτά αργότερα αποβιβάζεσαι στον κεντρικό σταθμό έρχεται χωρίς να το καταλάβεις. Κι ύστερα κατεβαίνοντας σκέφτεσαι ποια γειτονιά να πιάσεις και τι να κάνεις πρώτα, όχι ότι χρειάζεται πρεμούρα, είναι το μέγεθος που σε βάζει σε τέτοιους πρακτικούς προβληματισμούς περισσότερο από κάθε τι άλλο.

Αν πάλι θέλεις να το παίξεις «τρέντυ» και αρχοντοχωριάτης στους φίλους σου διατεινόμενος ότι ξέρεις το Βερολινό όσο κανείς άλλος ξέχασε το. Γιατί ο μύθος της συγκεκριμένης πόλης όπως χτίστηκε στα 90’s και έγινε σημείο αναφοράς στους τάχα μου, και μη, εναλλακτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους δεν υπάρχει πια. Ξεθώριασε κάτω από τις «στρώσεις» των προβατοποιημένων τουριστών αλλά και της αναπόφευκτης οικονομικής και οικοδομικής ανάπτυξης. Με λίγα λόγια η μπογιά που η μόδα κάποτε σου πάσαρε πέρασε ανεπιστρεπτί, ίσως καλύτερα για την ίδια την πόλη, ίσως καλύτερα και για σένα αν πραγματικά θες να πας κατά κει απροκατάληπτα και όχι με τις παντός είδους αγκυλώσεις που κάποιοι σκόπιμα αναπαράγουν και τα πρόθυμα θύματα φαίνονται έτοιμα να «τσιμπήσουν»…

Προσωπικά, επανερχόμενος για τέταρτη φορά, βάζω σε δεύτερη μοίρα τη νυχτερινή ζωή για να εμπλουτίσω τα εγκυκλοπαιδικά απωθημένα μου. Απέναντι από το ξενοδοχείο μου, στην οδό Βίλχελμστάσσε, βρίσκεται μια ανοιχτή έκταση λίγων στρεμμάτων που κάποτε δέσποζαν το διοικητήριο των SS και τα κεντρικά γραφεία της Γκεστάπο, στη θέση τους πλέον έχει ανεγερθεί ένας καλαίσθητος χώρος με πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό από τη ναζιστική εποχή και τις θηριωδίες του καθεστώτος, εικόνες με εκτελέσεις και δημόσιες διαπομπεύσεις Εβραίων και αντιφρονούντων που έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με τα εύθυμα πρόσωπα των αξιωματικών όπως έχουν απαθανατιστεί σε γιορτές και συνεστιάσεις μαζί με τις οικογένειες τους, ακόμη και σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Από δυο μουσεία έχω φύγει με την ψυχή τόσο σκοτεινιασμένη, το πρώτο ήταν της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, το δεύτερο είναι αυτό εδώ, απείρως πιο ενδιαφέρον από το κάργα τουριστικό «Μουσείο του τοίχους» που βρίσκεται δυο δρόμους παρακάτω στο Gat point Charlie, και από το οποίο περισσότερο αξίζει να αγοράσεις κάνα σουβενίρ για τους γονείς ή την αδερφή σου παρά να μπεις στον κόπο να χάσεις τα λεφτά σου πληρώνοντας το εισιτήριο. Φεύγω κατευθυνόμενος προς το Kreuzberg για να ξαλαφρώσω με ποτό και τσιγάρο σε κάποιο από τα πολυάριθμα καφέ του.

To Kreuzberg είναι μια άλλη ιστορία, κυρίως δε γιατί κυκλοφορεί κάθε καρυδιάς καρύδι, υπάρχουν οι αποχαυνωμένοι τουρίστες, υπάρχουν τα θύματα του εναλλακτικού lifestyle, υπάρχουν τα αγνά πανκιά, υπάρχουν οι γνωστοί αναρχοβλαμένοι (first we burn Athens, then we take Berlin έχει γράψει σε ένα τοίχο κάποιος προφανώς εξαγόμενος δικός μας με iq ραδικιού), υπάρχουν γενικώς τα πάντα. Τι αξίζει λοιπόν; Θα ρωτήσει ευλόγως κανείς. Ότι όλο αυτό το παρτσακλό και ακανόνιστο συνοθύλεμα κινείται και συνυπάρχει στην καρδιά της μεγαλύτερης Τουρκικής κοινότητας στην πόλη.

Αν η Μέρκελ μίλησε για την αποτυχία του πολυπολιτισμικού μοντέλου σίγουρα δεν είχε κατά νου τη συγκεκριμένη συνοικία στην πίσω αυλή της καγκελαρίας της. Εδώ θα βρεις τα καλύτερα Τούρκικα εστιατόρια της χώρας, και ακόμα μανάβικα, ζαχαροπλαστεία, ιχθυοπωλεία και ούτω καθεξής. Επιπλέον παρά την τυποποίηση του, εξακολουθεί να διατηρεί κάτι το συνοικιακό και το αυθεντικό, και στα περισσότερα καφέ οι ηλικιωμένοι θαμώνες, ίσως και παλιοί κάτοικοι της περιοχής, Τούρκοι και μη, συνυπάρχουν αρμονικά με την παντός είδους πιτσιρικαρία και τους διάφορους ξέμπαρκους…

Αν είχα περισσότερο χρόνο θα επιθυμούσα να εξερευνήσω και την πόλη δυτικότερα, μέχρι το βαθύ Charlottenburg, αλλά οι υποχρεώσεις με αναγκάζουν να πάρω το τρένο πίσω για την Κολωνία. Όχι ότι με χαλάει ιδιαίτερα, ο, τι και αν αντιπροσωπεύει το «μεγάλο μήλο» της ηπειρωτικής Ευρώπης, η Κολωνία έρχεται πάντα πρώτη στην προτίμηση μου, είναι η αίσθηση των μικρών πληθωρικών πόλεων που πάντα με κερδίζει, είναι οι ράθυμοι ρυθμοί και το φοιτηταριό της, είναι οι δυσνόητες αντιθέσεις της.

Εδώ φιλοξενείται η μεγαλύτερη γκέι, αναλογικά με τον πληθυσμό, κοινότητα στην Ευρώπη ( δεν θα δυσκολευτείς να το καταλάβεις, είναι εμφανέστατη παντού), εδώ παραδοσιακά ο καθολικισμός είναι από τους πιο ισχυρούς στην χώρα, εδώ διοργανώνεται και το μεγαλύτερο καρναβάλι. Δεν χρειάζεται να κάτσεις να το ψάξεις περεταίρω, λίγο να μπεις στον κόπο να συγχρωτιστείς με τους ντόπιους θα καταρρίψεις κάθε στερεότυπο έχεις μάθει για τους μονοκόμματους και ψυχρούς Γερμανούς. Εδώ η ανεκτικότητα είναι αδιαπραγμάτευτη.

Ούτε όμως και η επάρατη- πάντοτε κατά τη Μέρκελ- πολυπολιτισμικότητα απουσιάζει, το επιβεβαιώνουν οι λογής-λογής διεθνείς κουζίνες έτοιμες να ικανοποιήσουν τις γαστριμαργικές απαιτήσεις και του πιο δύσκολου, από αιθιοπικά μέχρι κορεάτικα, και από περσικά μέχρι μεσανατολικά εστιατόρια είναι συγκεντρωμένα στο κέντρο και περιμετρικά του. Προσωπική ατραξιόν τα τουρκικά κεμπάπ πίσω από τη Zulpicher, με τον χειροποίητο γύρο που σερβίρεται μέσα σε ζεστό φρεσκοψημένο ψωμί. Και από κει με το στομάχι χορτάτο γραμμή για την «κόκκινη πλατεία», ή γερμανιστί «rotter platz», το ρωσικό μπαρ της πόλης με άρωμα βγαλμένο από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Κειμήλια, παράσημα, παλιές διαφημίσεις και η προσωπογραφία του Λένιν να σε κοιτάει βλοσυρά σε ένα κατακόκκινο φόντο. Η Ρωσίδα σερβιτόρα αναπαράγει με τη βαριά χαρακτηριστική προφορά της την παραγγελία μου. Μια γουλιά από παγωμένη μπύρα “Baltica”, εμφιαλωμένη στο Αμβούργο αλλά τι σημασία έχει, και το βράδυ είναι έτοιμο να αρχίσει.

Σε μια καλή ηλιόλουστη μέρα η πόλη είναι χάρμα οφθαλμών, βοηθάει ο Ρήνος που την κόβει στα δυο και που κανείς μπορεί περπατήσει στις όχθες του με τις ώρες, ή να αράξει στο γρασίδι με θέα τον επιβλητικό καθεδρικό, διασωσμένο σχεδόν από θαύμα κατά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς που ισοπέδωσαν το ενενήντα τοις εκατό της πόλης. Στο πλακόστρωτο εμπορικό κέντρο δεν λείπει καμία από τις γνωστές φίρμες, και προς τη Φρίζενστράσε συνωστίζονται ορισμένοι από τους πιο καλοντυμένους ανθρώπους που έχω δει, εύκολα μπορείς να διαπιστώσεις ότι εδώ- εν αντιθέσει με το φτωχό Βερολίνο- το χρήμα ρέει άφθονο χωρίς ωστόσο να συμβαδίζει απαραίτητα με την κακογουστιά και την αχρείαστη υπερβολή. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, εν ολίγοις, στην ίδια χώρα. Ο καθένας με τη δική του ιδιαίτερη γοητεία. Διαλέγεις και παίρνεις…