- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ιταλικό ημερολόγιο
Η Λουτσέρα είναι μια πόλη με μεγάλη ιστορία, που φτάνει ως τη ρωμαϊκή εποχή. Το κέντρο της είναι εξαίσιο, με στενά πλακόστρωτα δρομάκια, που αποτελούν έναν πραγματικό λαβύρινθο για το νεοφερμένο επισκέπτη.
Αν και η αίσθησή μου του προσανατολισμού είναι μάλλον ακονισμένη, χάθηκα την προτελευταία βραδιά. Όλες τις άλλες μέρες, όμως, περιφερόμουν σαν τον κολασμένο, χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα, λες και είχα πυξίδα επάνω μου, ή μάλλον, για να μείνουμε στο σήμερα, GPS.
***
Εδώ κι εκεί, στα δρομάκια του κέντρου, στο οποίο εισέρχεσαι από πελώριες, ανοιχτές πύλες, συναντάς εικονοστάσια, τελείως διαφορετικά από τα δικά μας. Αυτά εδώ είναι τοποθετημένα ψηλά στον τοίχο (για να μην τα φτάνουν οι περαστικοί;), μέσα σε κάτι σαν κρύπτες, κλεισμένες μ’ ένα τζάμι. Λουλούδια πλαστικά, ένα ηλεκτρικό λαμπιόνι για τη νύχτα και μια Μαντόνα, αγαλματίδιο συνήθως, και κάποτε εικόνα, με φόντο ένα μισοτσαλακωμένο ασημόχαρτο.
Εκείνο, όμως, που μου χτύπησε πολύ περισσότερο στο μάτι, ήταν οι απλώστρες με τα ρούχα, βγαλμένες στο πλακόστρωτο, γιατί ακόμα και το ιστορικό κέντρο της Λουτσέρα κατοικείται.
***
Όταν έρχεσαι, όταν προέρχεσαι από την Ελλάδα, σου φαίνονται όλα πολύ φτωχικά και μίζερα στην αρχή. Σιγά-σιγά, όμως, αλλάζεις γνώμη. Ώσπου, στο τέλος, φαινόμαστε εμείς πια ξιπασμένοι και σχεδόν γελοίοι.
Για την αίσθηση της φτώχειας, δεν φταίει το γεγονός ότι βρίσκεσαι στον «Βορρά του Νότου», όπως αποκαλούν τη Φότζια οι Ιταλοί. Αδύνατον να εξηγήσω τι είναι η Φότζια –νομός; επαρχία;– και τι η Απουλήια. Ούτε το έχω καταλάβει ακριβώς. Φαίνεται ότι οι Ιταλοί διαθέτουν δύο είδη, και ότι ο δικός μας νομός είναι κάτι ανάμεσα στα δικά τους.
Εν πάση περιπτώσει, εκεί ανήκει η Λουτσέρα, η οποία είναι στον ίδιο παράλληλο με τη Ρώμη (σχεδόν), αλλά από την ανατολική πλευρά, που βλέπει προς την Ελλάδα. Για την ακρίβεια, ανατολικά βρίσκεται το Μπάρι, ενώ η Λουτσέρα απέχει γύρω στις δύο ώρες με το αυτοκίνητο, προς την αντίθετη κατεύθυνση: προς το μέσον της χώρας.
Στο τέλος, αντιλαμβάνεσαι ότι εκείνοι έχουν διατηρήσει τα πάντα, ενώ εμείς σπεύσαμε να τα πετάξουμε όλα στα σκουπίδια και να τ’ αντικαταστήσουμε με μια μοντέρνα βιτρίνα. Οι δικές μας, πρώην αγροτικές κωμοπόλεις, λες και δεν είχαν τίποτε άξιο στο παρελθόν, λες και ξαναχτίστηκαν εξ αρχής.
Μήπως αυτό είναι το αποκορύφωμα της (ψυχικής) φτώχιας και μιζέριας; Διότι, ασφαλώς, δεν υπάρχει παρθενογέννεση στον ύστερο 20ό αιώνα. Και τελικά, τι θ’ απομείνει από τη μοντέρνα αυτή βιτρίνα, τώρα που αρχίζουν να περνάνε η μόδα κι η μπογιά της;
***
Άλλα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση. Μες στο αναγεννησιακό σκηνικό του κέντρου της Λουτσέρα, που η αρχιτεκτονική του τείνει ελαφρώς και προς το μπαρόκ, έβλεπα τις γυναίκες με τα μοντέρνα ντυσίματά τους.
Οι Ιταλίδες, όχι μόνο του Νότου, υποθέτω, διατηρούν μια εικόνα έντονης θηλυκότητας. Τα ψηλοτάκουνα κάνουν θραύση, ακόμα κι αυτά, τα ευκολότερα στο βάδισμα, που μοιάζουν με τάκους, με «κοθόρνους». Κοσμήματα κάθε είδους, χρυσά κι ασημένια ή χρωματιστά. Πούλιες στα παντελόνια και στις μπλούζες, γενικά πολύ στολίδι. Αλλά όχι υποχρεωτικά κακόγουστο, το αντίθετο ακριβώς.
Οι γυναίκες εδώ, μικρές και μεγάλες, είναι όσο πιο πολύ γυναίκες γίνεται.
***
Απίστευτο ενδιαφέρον είχε κι ένα δεκάλεπτο ντοκιμαντέρ, που προβλήθηκε το τελευταίο βράδυ. Τίτλος του: «Το δάγκωμα του βουνού». Βραβευμένο με το Α΄ βραβείο, σ’ ένα μάλλον ανορθόδοξο φεστιβάλ.
Σε κάποιο ορεινό χωριό, σχεδόν έρημο σήμερα, ένα παμπάλαιο έθιμο συνέβαλε στην αποψίλωσή του από κατοίκους, άντρες κυρίως. Στην καρδιά του άγριου χειμώνα, όταν το χιόνι ξεπερνούσε κάθε όριο και αποκλείονταν από τον υπόλοιπο κόσμο, οι γυναίκες, για δυο μέρες, διάλεγαν άντρες για να ζευγαρώσουν, ανατρέποντας τα καθιερωμένα και ελπίζοντας, λέει, ότι θ’ ανάγκαζαν έτσι και τη Μητέρα Φύση ν’ αλλάξει και να φτιάξει ο καιρός.
Κρίσιμη λεπτομέρεια: οι άντρες που αποδεικνύονταν κακοί ή βαρετοί εραστές, δέχονταν ένα δάγκωμα στο λαιμό. Μάλιστα, οι γυναίκες της κοινότητας φρόντιζαν να πίνουν ένα είδος τσαγιού, που έκανε τα ίχνη των δοντιών τους να μένουν στους αντρικούς λαιμούς σαν τατουάζ. Σταδιακά δε, το δάγκωμα ξέφυγε από τις σεξουαλικές επιδόσεις των αντρών, κι άρχισαν να καταφεύγουν σ’ αυτό για ποικίλους λόγους, αρκεί να είχαν κάποιο προηγούμενο μ’ έναν άντρα. Αποτέλεσμα; Οι δαγκωμένοι-στιγματισμένοι άντρες εγκατέλειπαν το χωριό, μέχρι που σχεδόν έσβησε απ’ το χάρτη.
Εντέλει, η σκηνοθέτις μάς αποκάλυψε ότι το ντοκιμαντέρ της δεν ήταν ντοκιμαντέρ! Με άλλα λόγια, ήταν ψεύτικο, δηλαδή μυθοπλασία. Όσο για το φεστιβάλ, όπου πήρε το Α΄ βραβείο, ήταν ένα φεστιβάλ ψεύτικων ντοκιμαντέρ, με ηθοποιούς που υποδύονται τους αληθινούς ανθρώπους.
Ας μην ξεχνάμε ότι το θέμα του φετινού, 9ου Φεστιβάλ Μεσογειακής Λογοτεχνίας της Λουτσέρα, ήταν ακριβώς αυτό: το ψέμα.
***
Και μια συγκινητική λεπτομέρεια. Ο Urs Vogeli, διευθυντής του φεστιβάλ (ή μήπως πρόεδρός του; το ίδιο κάνει!), ευχαρίστησε τους κατοίκους της Λουτσέρα, ακόμη και τους μαθητές του δημοτικού, διότι συνεισέφεραν οικονομικά, προκειμένου να πραγματοποιηθεί το φετινό φεστιβάλ.
Θυμάμαι, τέλη Αυγούστου, έλαβα ένα e-mail από τον Urs, που με πληροφορούσε ότι το φεστιβάλ κινδύνευε δυστυχώς να ματαιωθεί λόγω οικονομικών προβλημάτων. Λίγο αργότερα, όμως, με ειδοποίησε ότι τα προβλήματα είχαν ξεπεραστεί. Ώστε οι καημένοι οι ντόπιοι ήταν που βοήθησαν;
Αν σκεφτεί κανείς ότι η οικονομική κρίση βαθαίνει διαρκώς στην Ελλάδα, και ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της Ιταλίας, ίσως του χρόνου να ματαιωθεί το Φεστιβάλ της Λουτσέρα, ποιος ξέρει.
Ελπίζω να βγω ψεύτης.
***
Ο καθεδρικός στο κέντρο της πόλης, αν και γιγαντιαίος, δεν έχει και τόσα πολλά τρομακτικά, γοτθικά αγαλματίδια στο εξωτερικό του.
Όσο πιο λίγα τα τέρατα, τόσο λιγότερο φοβισμένοι οι πιστοί. Οι καθεδρικοί στην Πράγα ή στο Άμστερνταμ, για να μη μιλήσουμε για το Παρίσι, στάζουν τρόμο, όταν παρατηρείς τις προσόψεις τους. Εδώ, όμως, έχουμε να κάνουμε με τον ηλιόλουστο Νότο.
Είπαμε ότι πρόκειται για ένα φεστιβάλ λογοτεχνίας μεσογειακής.
***
Δεν κατάφερα να πάω να δω, ούτε το αξιοθέατο Θέατρο Γκαριμπάλντι, με το ονειρικά ζωγραφισμένο ταβάνι, ούτε το μεσαιωνικό Κάστρο του Φρειδερίκου του ΙΙ (του οποίου, απ’ ό,τι κατάλαβα, σώζεται μόνο το τείχος).
Ανέκαθεν βαριόμουν τα μουσεία και τα ιστορικά αξιοθέατα, σε σύγκριση με το να βολτάρω σε μια πόλη και να βλέπω, ιδίοις όμμασι, την καθημερινή, σύγχρονη ζωή. Ανέκαθεν αυτά τα δύο μού φαίνονταν πως είναι το ένα το αντίθετο του άλλου.
Ωστόσο την τελευταία μέρα, το απόγευμα, πήγαμε μια μεγάλη παρέα με τα πόδια ως το ρωμαϊκό αμφιθέατρο που σώζεται σε μια άκρη της πόλης. Χτισμένο επί αυτοκράτορος Αυγούστου και πελώριων διαστάσεων (τουλάχιστον σε σχέση μ’ αυτό που περιμένεις να δεις ακούγοντας τη λέξη «αμφιθέατρο»), μας έφερε στο νου την πρόσφατη ταινία του Χόλιγουντ με τον Ράσελ Κρόου: «Ο μονομάχος».
Και φυσικά, είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς τη σύγκριση, ή ίσως τη σκέψη, ότι οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν θέατρα και αμφιθέατρα, για να βλέπουν έργα. Ενώ οι Ρωμαίοι για να βλέπουν ανθρώπους να σκοτώνονται μεταξύ τους ή να κατασπαράσσονται από θηρία. Εξού και, τα δικά τους αμφιθέατρα, για να τα διακρίνουμε από τα δικά μας, τα αποκαλούμε «αρένες».
Αυτό και μόνο το ιστορικό παράδειγμα θα έπρεπε να μας διδάσκει ότι η Ιστορία δεν κινείται προς τα εμπρός, σαν μια διαρκής πορεία προς την Πρόοδο, αλλά συχνά επιστρέφει απλώς πίσω, στο σκοτάδι, απ’ όπου ξεκίνησε.
***
Η νεοελληνίστρια Γκάια Ζακάνι (έχει διδάξει στο πανεπιστήμιο της Ρώμης, αλλά και της Κύπρου, όπου και ζει τα δύο τελευταία χρόνια) με παρουσίασε και μετέφραζε τα λεγόμενά μου στο όμορφο Πάρκο της Λουτσέρα.
Η Γκάια είναι μικρότερή μου, γράφει ποιήματα στη γλώσσα της και στη δική μας, και μιλάει τα ελληνικά καλύτερα κι από μένα. Της το είπα μια και δυο φορές με θαυμασμό, και δεν ξέρω πόσο το πίστεψε, αλλά το εννοούσα. Η ψυχή της θέλει πολύ να είναι, όχι Ελληνίδα ακριβώς, γιατί δεν αποποιείται καθόλου την ιταλική ταυτότητά της. Όμως, κάτι την έχει στρέψει προς το μέρος μας, όπως το ηλιοτρόπιο προς τον ήλιο, έτσι νομίζω.
Η Γκάια απέκτησε ξαφνικά δραματική σημασία για μένα. Αφενός ήταν ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μπορούσα να απολαμβάνω πλήρως τη γλωσσική επικοινωνία, κι αφετέρου αποτελούσε μια γέφυρα πάνω από το χάσμα του τι έλεγαν συνεχώς γύρω μου οι άλλοι στα ιταλικά, μεταφράζοντάς μου ή συνοψίζοντας όσα άκουγε.
Φυσικά, μπορούσα να συνεννοούμαι κι από μόνος μου στ’ αγγλικά, αλλά οι κουβέντες στα ιταλικά κυριαρχούσαν, με τα γαλλικά να καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση, και τ’ αγγλικά να έρχονται τρίτα και καταϊδρωμένα, με πάρα πολλούς να τ’ αγνοούν παντελώς.
Ακόμα και μέσα σε μια Βαβέλ, αποτελούσα μια φρικτή γλωσσική μειοψηφία. Kι ας είναι πια η γλώσσα, οι λέξεις, σε μεγάλο βαθμό η ζωή μου. Αυτό εμπεριέχει ένα είδος βίας, που ένας μεσογειακός τύπος την αισθάνεται ίσως ακόμα περισσότερο.
***
Θα πρέπει να έγραψα αφιερώσεις σε περισσότερα από είκοσι αντίτυπα της «Απίστευτης ιστορίας της πάπισσας Ιωάννας» (μιλάμε πάντα για την ιταλική έκδοση του Crocetti), όχι μόνο το μεσημέρι του Σαββάτου, στη δική μου εκδήλωση, αλλά και στις υπόλοιπες.
Tο μεσημέρι της Κυριακής, ήρθε και με βρήκε ένα ζευγάρι μεσηλίκων. Είχαν αρχίσει να διαβάζουν το μυθιστόρημά μου και με ρώτησαν: «Επειδή η αρχή είναι κάπως τολμηρή… τι λέτε; να το κάνουμε δώρο σε μια φίλη μας ηλικιωμένη;» – «Πόσο είναι;» ρώτησα. – «Ενενήντα…»
Τους εξήγησα ότι αυτό σοκάρει εμάς τους νεότερους και το απωθούμε, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι ηλικιωμένοι δεν παύουν να είναι ερωτικά πλάσματα, άσε που μέσα τους δεν νιώθουν καθόλου ηλικιωμένοι.
Γελάσαμε κι οι τρεις μαζί.
***
Ο Τούρκος συγγραφέας που συμμετείχε είναι ο πολυμεταφρασμένος στη γλώσσα μας (εννιά βιβλία του, νομίζω, κυκλοφορούν στα ελληνικά, αλλά δεν έχω διαβάσει ούτε ένα) Νεντίμ Γκιουρσέλ. Διδάσκει σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας, γράφει και στα γαλλικά, έχει βραβευτεί με Ιπεκτσί και ξέρει ένα σωρό κόσμο στην Ελλάδα, από τον Θεοδωράκη («με αγκάλιασε» μου είπε, αναφερόμενος στην τελευταία συνάντησή τους) μέχρι την εκδότρια του «Εξάντα» Μάγδα Κοτζιά, που έχει βγάλει βιβλία του στη χώρα μας.
Με ρωτούσε για μια τραγουδίστριά μας, σιγοσφυρίζοντας ένα τραγούδι της: «Ελένη… να να να… Ελένη…». Η μελωδία γνωστή, αλλά δεν θυμόμουν ποιο εννοεί. Ώσπου το όνομα αναδύθηκε στη μνήμη μου: η Χάρις Αλεξίου. Μου είπε επίσης ότι στην Αθήνα τον φιλοξενούσε η Κοτζιά στο σπίτι της στα Πατήσια, κοντά στην πλατεία Βαρνάβα. Ο Γκιουρσέλ την έλεγε: «Βάρναβα».
***
Κάποια στιγμή, ο Νεντίμ με ρώτησε αν γράφω ταξιδιωτικά κείμενα, επειδή εκείνος γράφει τέτοια. Αν και τα «Ταξιδεύοντας» του Καζαντζάκη τα θαυμάζω απεριόριστα (πρωτίστως τα «Ιαπωνία-Κίνα» και «Ισπανία»), αναρωτιέμαι κατά πόσο υπάρχει σήμερα λόγος να γράφει πια κανείς ταξιδιωτική λογοτεχνία.
Ασφαλώς, η υποκειμενική οπτική γωνία είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, όχι οι αντικειμενικές, εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες που βρίσκεις και σ’ έναν ταξιδιωτικό οδηγό. Κι αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ. Ωστόσο, ζούμε στην εποχή του Ίντερνετ και του Google. Ιδίως του Google Earth.
Πριν έρθω στη Λουτσέρα, μπήκα στο Google Maps και είδα τις τρισδιάστατες λήψεις, που προέρχονται μάλλον από δορυφόρο. Μπορείς και κινείς (με το ποντίκι του υπολογιστή) την κάμερα μες στους δρόμους ― μια αίσθηση εξωπραγματική, σαν από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Κι έτσι, ήταν σαν να είχα ξαναέρθει στην πόλη, όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου το βράδυ της Πέμπτης και ιδίως το πρωί της Παρασκευής, που βολτάρισα μόνος πάνω από δυο ώρες.
Ένα είδος «ντεζαβού», ή όπως λέει και το ομώνυμο διήγημα του Στίβεν Κινγκ: «Αυτή η λέξη που μόνο στα γαλλικά μπορείς να την πεις».
***
Τι σημαίνει, λοιπόν, ένα φεστιβάλ που διοργανώνεται στην Ιταλία, ένα Φεστιβάλ Μεσογειακής Λογοτεχνίας; Ότι, όπως σε όλη τη Μεσόγειο, τα πράγματα σε σύγκριση με την κεντρική και βόρεια Ευρώπη είναι ανοργάνωτα.
Θυμάμαι πάντα την έκπληξη των ξένων ανταποκριτών, που ήρθαν το 2004 στην Ελλάδα για να καλύψουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έγραφαν ότι μέχρι έναν μήνα πριν από την έναρξη, όλα έμοιαζαν ανέτοιμα και ημιτελή. Και την τελευταία στιγμή, ως διά μαγείας, όλα τακτοποιήθηκαν. Έστω και στο πόδι, τσάτρα-πάτρα.
Το ίδιο κι εδώ. Μόλις τα προβλήματα έφταναν, λες, στο αποκορύφωμά τους, δινόταν ξαφνικά κάποια λύση.
Αυτό θα πει Μεσόγειος.
***
Κι άλλες λεπτομέρειες. Τ’ αγόρια και οι νεαροί φοράνε πολύ συχνά ένα σκουλαρίκι. Πιο συχνά απ’ ό,τι στην Ελλάδα, εν πάση περιπτώσει. Φαίνεται πως είναι μόδα. Και δεν φοράνε ασημένιο κρίκο, αλλά μια πέτρα, σκούρα μπλε ή μαύρη συνήθως.
Επίσης, στα μπαλκόνια τους, πιάνουν πάνω στα κάγκελα ένα πλαστικό πλέγμα με εξίσου πλαστικά πράσινα φύλλα, σαν να έχει σκαρφαλώσει και πλημμυρίσει το κιγκλίδωμα κισσός. Από κοντά δείχνουν φτηνιάρικα, από μακριά όμως ενισχύουν την εντύπωση του πρασίνου, της Φύσης, που σαν να πολιορκεί τα σπίτια.
***
Η απαγόρευση του καπνίσματος καθολική, σε αντίθεση μ’ εμάς, όπου, μολονότι έγινε νόμος του κράτους, δεν κατόρθωσε να επιβληθεί και κατ’ ουσίαν ουδέποτε εφαρμόστηκε, μάλλον λόγω της οικονομικής κρίσης. Εννοώ ότι, υπό άλλες περιστάσεις, ίσως επέμεναν περισσότερο και οι Αρχές στην καπναπαγόρευση. Τώρα, όμως, άντε να πεις στους έξαλλους με την αναδουλειά και τις φοροεπιδρομές, εστιάτορες και ιδιοκτήτες καφέ ή μπαρ, ότι πρέπει να διώξουν κι άλλους πελάτες. Θα δάγκωναν τους αστυνομικούς στο λαιμό.
Ωστόσο, απ’ ό,τι μου είπαν, και στην Ιταλία, όπου η καπναπαγόρευση επιβλήθηκε σχεδόν αμέσως χωρίς την παραμικρή αντίδραση από τον πληθυσμό, αυτό δεν συνέβη επειδή οι μεσογειακοί και απείθαρχοι (όσο κι εμείς) Ιταλοί έγιναν ξαφνικά υπάκουοι και πειθήνιοι. Ήθελαν και το αποδέχτηκαν, αλλιώς δεν θα είχε επιβληθεί η απαγόρευση, όπως δεν έχουν επιβληθεί, λέει, κι ένα σωρό άλλες (π.χ. το να μη μιλάς στο κινητό όταν οδηγείς).
Το ίδιο έγινε και σ’ εμάς με τη ζώνη ασφαλείας στ’ αυτοκίνητα. Οι Έλληνες προσαρμόστηκαν αμέσως στη συγκεκριμένη απαγόρευση, κι άρχισαν να δένονται όλοι ανεξαιρέτως, λες και είχαν πειστεί ότι, όπως έλεγε και λέει και το γνωστό σλόγκαν, «Η ζώνη σώζει ζωές».
Μήπως, για μας, και το κάπνισμα σώζει ζωές;
***
Ο Γάλλος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Ζιλ Ντελ Πάππας (Έλλην κατά το ήμισυ, από τον πατέρα του, εξού και το επώνυμό του), ζει στη Μασσαλία. Και του μιλούσα για το συντοπίτη του Ζαν Κλοντ Ιζζό («Η τριλογία της Μασσαλίας»), που απ’ όσο ξέρω έχει φανατικούς αναγνώστες στην Ελλάδα.
«Παντού έχει!» μου είπε ο Πάππας. «Και τον ξέρουν σχεδόν σ’ όλο τον κόσμο. Ήμασταν φίλοι, κι όταν πέθανε –κάπνιζε τρία πακέτα Γκολουάζ την ημέρα, κι έπαθε καρκίνο–, όταν τον είδα οριζοντιωμένο… από τότε έκοψα το τσιγάρο!»
Λόγια κυριολεκτικά της τελευταίας στιγμής, στο Μπάρι, λίγο πριν επιβιβαστώ στο αεροπλάνο για Ρώμη.
***
Γράφω τις τελευταίες (;) αυτές γραμμές στο αεροδρόμιο της Ρώμης, στο Φιουμιτσίνο.
Δεν ξεχνάω τις πλατείες και τις πλατεΐτσες (στον ενικό: «πιάτσα» και «πιατσέτα», αντίστοιχα), από τις οποίες βρίθει το ιστορικό κέντρο της Λουτσέρα, και στις οποίες ελάμβαναν συνήθως χώρα οι εκδηλώσεις του φεστιβάλ: ομιλίες και συζητήσεις, προβολές φωτογραφιών ή σύντομων ταινιών, συναυλίες με παραδοσιακά όργανα κι ένας χορός των Σούφι, από μια Μαροκινή που ζει, αν δεν κάνω λάθος, στη Φλωρεντία. Τοποθετούσαν πλαστικές καρέκλες, σαν κι αυτές που πουλάνε στην Ελλάδα οι γύφτοι, και συχνά υπήρχαν και όρθιοι. Απ’ ό,τι άκουσα, το φιλοθεάμον κοινό δεν αποτελούσαν μόνο οι κατοίκοι της Λουτσέρα, αλλά και φοιτητές από διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια.
Οι πλατείες αυτές περιτριγυρίζονται από σπίτια, κι ακούγαμε τους κατοίκους να μιλάνε, να φωνάζουν τα παιδιά τους, ή τους βλέπαμε να κινούνται στα δωμάτια και στις κουζίνες τους. Γλυκιά, ζεστή αίσθηση ανθρωπιάς, κι ας μην υπήρχε έτσι δυνατότητα μετάφρασης, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνω λέξη και να περιμένω από άλλους να μου μεταφράσουν ή να μου δώσουν μια περίληψη των λεγομένων.
Άλλο άξιο παρατήρησης: οι περίκλειστες αυλές, με τ’ αυτοκίνητα παρκαρισμένα μέσα και τ’ απλωμένα ρούχα στις απλώστρες ή σε σύρματα. Συνήθως έχουν αψιδωτές πύλες για να μπεις ή πολύφυλλες καγκελόφρακτες αυλόπορτες.
Όσο για τις πλατείες, τα παγκάκια τους (αλλά και τα σκαλιά των καθεδρικών) ήταν γεμάτα κόσμο. Σε αντίθεση μ’ εμάς που αποφεύγουμε να καθίσουμε σε δημόσιους χώρους στην Ελλάδα, λες κι είναι ντροπή. Ή τουλάχιστον, δεν το κάνουμε καθόλου με την ίδια άνεση. Και δεν μιλάω για τα καθίσματα των υπαίθριων μαγαζιών μας, εννοείται.
Κάθισα τόσες φορές και με τόση απόλαυση στα παγκάκια, παρέα και με άλλον κόσμο, χαζεύοντας τους περαστικούς ή διαβάζοντας και καπνίζοντας. Ήπια νερό από υπαίθριες κρήνες. Η αίσθηση της απόλαυσης υποδαυλιζόταν από το γεγονός ότι το ίδιο έκαναν κι οι ντόπιοι, και σαν να καλυτέρευε η ποιότητά της, κάτι σχεδόν λεπτεπίλεπτο, που δεν μου είναι εύκολο να εξηγήσω.
***
Να είσαι σε μια χώρα που δεν μιλάς τη γλώσσα της, και μάλιστα να υποχρεώνεσαι να παρακολουθείς ομιλίες στη γλώσσα αυτήν, είναι μια ιδιόμορφη κατάσταση. Σου οξύνει την παρατηρητικότητα, και προσέχεις με ένταση λεπτομέρειες και πράγματα, για τα οποία, το προνόμιο και μαζί η κατάρα της γλωσσικής επικοινωνίας, σε κάνει τις πιο πολλές φορές να αδιαφορείς.
Όλη αυτή η κατάσταση αποτελεί ένα είδος εξάσκησης, όσο και προσομοίωσης με την προγλωσσική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα βρέφη. Ή ίσως και με άλλες φάσεις τις ανάπτυξης ενός παιδιού, μέχρι και με την εφηβεία, διότι οι κώδικες τότε, ακόμη και οι γλωσσικοί, είναι διαφορετικοί από τους κώδικες των ενηλίκων, οπότε και τα παιδιά παρατηρούν άλλα πράγματα και επικοινωνούν μέσα από ασυνήθιστες για μας οδούς.
Αν θες να βγάλεις συμπεράσματα, αν θες να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα ως μεταφορά, τα ταξίδια σε άλλους τόπους είναι ιδανικά. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ως μεταφορές μπορείς να αντιμετωπίζεις τα πάντα, όχι μόνο τα ταξίδια.
Όλα μπορούν να γίνουν λογοτεχνία, σε τελευταία ανάλυση, κυριολεκτικά τα πάντα πάνω σ’ αυτή τη γη, κι ακόμα πιο μακριά απ’ αυτήν, στην τόσο υπαρκτά ανύπαρκτη χώρα της φαντασίας.
***
Είναι, άραγε, σημαδιακό; Μου τελειώνει το μελάνι στο στιλό.
«Α πρέστο!» Που σημαίνει κάτι σαν το «See you soon» των Άγγλων, ή ίσως σαν το δικό μας «Τα λέμε».