Ταξιδια

Φολέγανδρος

Του Χρήστου Οικονόμου*

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπέροχο νησί, υπέροχη Χώρα, υπέροχες παραλίες, υπέροχα μαγαζιά, υπέροχοι άνθρωποι. Τέτοια πράγματα θα ’πρεπε να γράψω για τη Φολέγανδρο. Όλα υπέροχα. Αλλά αυτά είναι για τους τουριστικούς οδηγούς. Θα γράψω λοιπόν μια μικρή ιστορία. Η γυναίκα που μου την αφηγήθηκε είπε ότι αυτή η ιστορία μόνο στη Φολέγανδρο θα μπορούσε να συμβεί.  Επειδή είναι λέει παράξενος τόπος – μια σταλιά νησί, πέτρα στην πέτρα, κι οι βοριάδες που σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Και οι άνθρωποι εκεί ακολουθούν τη μοίρα του τόπου – γίνονται σκληροί σαν πέτρα μα και καρτερικοί σαν τα λιγοστά δέντρα που λυγίζουν για να μη τα θερίσει ο βοριάς. Μεγάλα λόγια, σκέφτηκα, αλλά δεν ήθελα να την κοντράρω – φοβήθηκα μη χάσω την ιστορία. Ούτε ρώτησα να μάθω αν είναι αληθινή ή όχι. Γιατί πάει καιρός που έμαθα πως η αλήθεια μιας ιστορίας δεν εξαρτάται από τη συνάφειά της με την πραγματικότητα.  

Πριν από κάμποσα χρόνια λοιπόν, ζούσε στη Φολέγανδρο μια κοπέλα με ξανθά ατίθασα μαλλιά. Ας πούμε ότι τη λένε Κατερίνα. Ο πατέρας της ήταν ψαράς. Η μάνα της κρατούσε το μαγαζί που είχαν, από κείνα τα παλιά – μπακάλικο, καφενείο και ταβέρνα μαζί.  Μοναχικό κορίτσι, της άρεσε να περπατάει στις εξοχές –Θημωνιές, Χρυσοπηγή, Μεροβίγλι–, να ξαποσταίνει στα ξωκλήσια, να κατεβαίνει στη θάλασσα και να κοιτάει ώρες ολόκληρες τα κύματα και τα γλαροπούλια. Κι όσο μεγάλωνε στα χρόνια, μεγάλωνε μέσα της η επιθυμία να φύγει μακριά. Γιατί ένιωθε λέει ότι όσο πέρναγε ο καιρός τόσο έχανε τον εαυτό της και φοβόταν πως θα ’ρχότανε μια μέρα που θα γινόταν κι αυτή κάτι μικρό και άψυχο, μια πέτρα στην ξερολιθιά, ένα σκουριασμένο κρικέλι, ένα κομμάτι καραβόσκοινο από κείνα που ξέβραζε το κύμα στο Κάτεργο, το Σερφιώτικο ή το Πουντάκι.

Μια χρονιά η Κατερίνα πήγε να κάνει Χριστούγεννα με την αδερφή του πατέρα της στην Αθήνα. Αυτή ήτανε γεροντοκόρη και την Κατερίνα την είχε σαν κόρη της. Όταν γύρισε στο νησί, μετά τις γιορτές, κουβάλησε πολλά δώρα που της είχε πάρει η θεία της. Μα το ωραιότερο απ’ όλα ήταν ένα ζευγάρι κόκκινες μπότες με ψηλά τακούνια. Το ίδιο βράδυ τις φόρεσε και πήγε στο μαγαζί. Βλέποντάς τη, ο πατέρας της έγινε θηρίο. Τσακίσου και βγάλ’ τις, της φώναξε. Μόνο τα παλιοθήλυκα φοράνε κόκκινα παπούτσια. Η Κατερίνα ήθελε ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί – το μαγαζί ήταν γεμάτο κι όλοι την κοιτούσαν αμίλητοι. Η μάνα της έσκυψε το κεφάλι. Γύρισε τρέχοντας σπίτι, σπαράζοντας στο κλάμα. Όταν ηρέμησε κάπως, έβγαλε τις κόκκινες μπότες της, τις άφησε σε μια γωνιά και ύστερα ξάπλωσε και συνέχισε να κλαίει μέχρι που την πήρε ο ύπνος.

Ώρες αργότερα γύρισε σπίτι και ο πατέρας της. Με δώδεκα μποφόρ θολούρα απ’ τις ρακές, τις κουβέντες και το ξενύχτι, μπήκε στο δωμάτιο της Κατερίνας, πήρε τις μπότες και τις έριξε στη φωτιά που κόρωνε στην παραστιά.  

Τ’ άλλο πρωί η Κατερίνα βρήκε τις μπότες της μαύρες και λιωμένες απ’ τη φωτιά, σαν δυο ζωάκια που αγκαλιασμένα είχαν καεί ζωντανά. Το ίδιο απόγευμα, μόλις ο πατέρας της έφυγε για το μαγαζί, γέμισε μια βαλίτσα με ρούχα και κατέβηκε στον Καραβοστάση και έφυγε με το βραδινό βαπόρι για τον Πειραιά. Σε μια πλαστική σακούλα, τυλιγμένες προσεχτικά, είχε τις μπότες της.

Στα χρόνια που πέρασαν, άλλαξαν πολλά. Η Κατερίνα, με τη βοήθεια της θείας της, τέλειωσε το σχολείο κι έπιασε δουλειά σ’ ένα ταξιδιωτικό γραφείο. Παντρεύτηκε, αλλά δεν έκανε παιδιά. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε – ποιος ξέρει. Στο νησί δεν ξαναγύρισε, ο πατέρας της την είχε ξεγράψει. Μόνο με τη μάνα της μιλούσε στο τηλέφωνο. Ύστερα πέθανε και κείνη, κι ο πατέρας της έκλεισε την ταβέρνα και πήρε την κάτω βόλτα. Πριν από λίγα χρόνια, σουρωμένος, γλίστρησε ένα βράδυ και χτύπησε στο κεφάλι. Έπαθε μετατραυματική επιληψία κι άρχισε τα πηγαινέλα στην Αθήνα στα νοσοκομεία. Μα ούτε μια φορά δεν ζήτησε να δει την Κατερίνα. Και κείνη ούτε μια φορά δεν πήγε να τον δει.

Πέρυσι το καλοκαίρι η Κατερίνα ξαναγύρισε στη Φολέγανδρο για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια. Μείνανε χωρίς δουλειά με τον άντρα της κι είπανε να ξανανοίξουν την ταβέρνα. Ζόρικη απόφαση, μα ήξεραν κι οι δυο ότι στην Αθήνα δεν είχε πια προκοπή. Τα βρήκε και με τον πατέρα της, περασμένα ξεχασμένα.

Φέτος τον Γενάρη, μετά τις γιορτές, ο πατέρας της Κατερίνας ήρθε στην Αθήνα για εξετάσεις. Όταν γύρισε στο νησί, κουβάλαγε μαζί του ένα μεγάλο μακρόστενο κουτί.

Νωρίς τ’ άλλο πρωί, μόλις ξύπνησε, η Κατερίνα βρήκε δίπλα στο κρεβάτι ένα ζευγάρι κατακόκκινες μπότες με ψηλά τακούνια. Ήταν ένα νούμερο μεγαλύτερες, μα όταν τις φόρεσε ένιωσε μια παράξενη ζεστασιά ν’ ανεβαίνει από τα πόδια της και να πλημμυρίζει ολόκληρο το κορμί της.

Τώρα το καλοκαίρι, οι τουρίστες στη Φολέγανδρο μπορεί να δουν νωρίς τ’ απόγεμα μια γυναίκα να περπατάει μονάχη στα μονοπάτια ή να στέκεται κάπου απόμερα και να κοιτάει τη θάλασσα. Μπορεί ν’ απορήσουν βλέποντας ότι φοράει μπότες μες στο λιοπύρι. Ρε την κακομοίρα, τρελή θα ’ναι, θα πουν. Εσείς, όμως, θα ξέρετε.

* Ο Χρήστος Οικονόμου έχει δημοσιεύσει τις συλλογές διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα»(Ελληνικά Γράμματ) και «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (Πόλις). Ασχολείται με τη δημοσιογραφία και τη μετάφραση.