Ταξιδια

Ονειρεύτηκα τις Βρυξέλλες

Ήταν κάποτε μια πόλη όπου εκεί ανταμώναμε όλοι

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο ουρανός φτύνει συνέχεια ένα παλιοκαιρίσιο γκρι σαν φθαρμένο κοστούμι. Η άνοιξη αργεί να ανθίσει στις Βρυξέλλες, πολύχρωμα είναι μόνο τα στριπ στα κομιξάδικα της Άνσπραχ. Σε κάθε γωνιά νιώθεις να σε κατασκοπεύουν ο Τεν Τεν κι ο Κόρτο Μαλτέζε. Καιρό είχα να δω μια πόλη και να την ερμηνεύσω με τέτοιους κωδικούς: γέρικα ανάκτορα και περίτεχνες εκκλησίες σε χρώματα νουάρ αστικού τοπίου, όπως οι εικόνες του Ταρντί. Κι ανάμεσά τους σφηνωμένα σαν πολύχρωμα σπιρτόκουτα, μπαράκια σαν το «Zebra» ή το «DNA». Στην πόρτα του η αφίσα γράφει για πάρτι με τους Kills, έξω από το «Ancienne Belgique», το κατάμαυρο σαν διαστημόπλοιο λεωφορείο των Mars Volta, κάτω από τις ράγες του ηλεκτρικού το κλαμπ «Recycled». Οι Pravda κάνουν ασκήσεις μίμησης των Stereo Total, μπίρες με ένα ευρώ, ξαναμμένες φάτσες, οι Βρυξέλλες είναι ροκ.

image

Οι κοινοτικοί υπάλληλοι ξεμυτίζουν μόνο σε συγκεκριμένες συντεταγμένες. Δεν το κουνάνε από τα γυάλινα κτίρια της Κομισιόν, παρεκτός για να ξαναεπιστρέψουν στα προάστια, να ονειρευτούν αυξήσεις, συντάξιμα, παχυλά δάνεια, στην καλύτερη περίπτωση ένα σπίτι στην Άνω Πόλη. Δεν ενοχλούν αλλά και δεν ενοχλούνται, αφοί και οι ντόπιοι μάλλον τους σνομπάρουν το ίδιο. Μένουμε λίγο παραδίπλα από τη Σαν Κατρίν, άλλος πλανήτης. Ξυπνάω νωρίς, απέναντι τα μαυράκια, κουκουλωμένα με τζάκετ και σκουφιά, κόβουν κίνηση. Η γειτονιά είναι αυτό που λέμε πολυεθνική. Άραβες, Αφρικανοί, μαγαζιά που πουλούν ελιές Καλαμών και φέτα Μυτιλήνης, φρουτάδικα, ψιλικατζίδικα, όπου ξεψαχνίζοντάς τα βρίσκεις θησαυρούς! Κινητό πλαστικό τηλέφωνο με βαποριζατέρ που ψεκάζει βέρο ανατολίτικο άρωμα λεβάντας. Βόλτες στο παζάρι του Μιντί, μαροκάνικες κρέπες με ελιά, μέλι, λιαστή ντομάτα, λιωμένο τυρί, στο ποτήρι τσάι μέντα. Χασομέρια στη Ματόνζ, την αφρικάνικη συνοικία της πόλης, σενεγαλέζικα ρεστοράν με μάγειρες πρώην ποδοσφαιριστές, φασαριόζικα μπαρμπέρικα, όπου τα κορίτσια φτιάχνουν ράστα κοτσιδάκια και τα αγόρια κοζάρουν τις τραγιάσκες ή τα καρό φαντεζί σακάκια τους.

image

Οι Βρυξέλλες είναι πολυεθνικές. Αν τις σκάψεις, βγαίνεις κατευθείαν στα διαμάντια και τα ορυχεία του Κονγκό, αν πάρεις τον αυτοκινητόδρομο, φτάνεις στην Αμβέρσα σε 45 λεπτά. Το Saint Nikolas είναι τεράστιο. Ένα πλοίο-κουφάρι, φαγωμένο από τη σκουριά, με μούρη όμως ετοιμοπόλεμη, με ρύγχος που καρφώνει σαν βλέμμα προς τη Βόρεια Θάλασσα. Ο αέρας μαστιγώνει, το ψιλόβροχο αβαντάρει, πιτσιλάει τις γυάλινες βιτρίνες, τις μπουτίκ του Μαρτζιελά. Αγγίζω τα ρούχα του και με πιάνει δέος. Δεν είναι ένας σκέτος σικ μόδιστρος, είναι πάντα ο άγνωστος Χ, ο απρόβλεπτος φαρσέρ-προβοκατέρ, ο άνθρωπος που προσέδωσε στη μόδα φιλοσοφικό στίγμα, που την ανήγαγε σε τέχνη.

image

Επιστρέφοντας, τα φώτα είναι αναμμένα, Σάββατο βράδυ, νιώθω ανάλαφρος και ανέμελος σαν σκύλος. Σε ένα ψαράδικο, που τις Κυριακές εκτός από το να τα πουλά, τα μαγειρεύει κιόλας, ανοίγουμε άσπρα κρασιά και καταπίνουμε αχνιστές ψαρόσουπες, με την κυρία που μας σερβίρει να μεταλλάσσεται από μαγείρισσα σε dj. Ψαράδικο-τζαζάδικο! Λίγο πιο δίπλα, στο «Λαχανάκι Βρυξελλών», ένα ρέστο, που ο ιδιοκτήτης του μοιάζει με εκείνους τους Βέλγους αντιστασιακούς που κάναν σήματα με το φακό στον ουρανό για να τους δουν τα αεροπλάνα, συνειδητοποιώ πως κινδυνεύω να χτυπηθώ από το «σύνδρομο Νενέλα Γεωργελέ»! Κρασιά Αλσατίας κι ένας κουβάς με μύδια, στις Βρυξέλλες κινδυνεύεις να λιώσεις από τη γαστριμαργική ευδαιμονία, να βουτήξεις σε πισίνες από σοκολάτα, όπου οι βάφλες επιπλέουν σαν σωσίβια, σε χτυπούν απανωτές φλασιές παιδικής ηλικίας και πατάτας τηγανιτής. Η σπεσιαλιτέ τους.

image

Απόγευμα στη Φοντενά, ηχεία σαν εικονοστάσια της Φρανσουάζ Αρντί, αγόρια φλερτάρουν διακριτικά με άλλα αγόρια, οι Βρυξέλλες είναι πανσεξουαλικές, φιλώ τη Β. διακριτικά, είμαστε οι μόνοι στρέιτ στο πιο χαρούμενο γκέι πάρτι που έχω βρεθεί στη ζωή μου. Οι Βρυξέλλες είναι αγαπησιάρες αλλά και παρεξηγημένες. Πριν έρθω εδώ και τις ξεψαχνίσω, έβλεπα μόνο ανταποκριτές της ΝΕΤ να συνομιλούν με κομισάριους ή να αναλύουν ντιρεκτίβες, οι πόλεις εξαρτώνται και φανερώνονται ανάλογα με τη γωνία λήψης. «No God, simply mathematics», έγραφε το ταγκ από ένα καδράκι που τσίμπησα σε μια κάθετο της Γκραν Πλας.

image

Εννοείται πως στην επιστροφή, πάνω από τις Άλπεις, με ξαναχτυπά το σύνδρομο «τώρα θα πέσουμε, τώρα θα συντριβούμε, εγώ θα σωθώ, αλλά θα γίνω κανίβαλος, όπως ο Ίθαν Χοκ σε εκείνη την ταινία, που βαλτό θαρρείς και είναι το Star και την παίζει μία φορά το τρίμηνο». Εννοείται πως δε συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά, ξαναπροσγειώνομαι στον πλανήτη Θεσσαλονικιώτικη Άνοιξη, αλλά κατά βάθος δεν είμαι εδώ. Είμαι στο Ατόμιουμ, λίγο παραδίπλα από το Χέιζελ, φουτουριστικό σαν ταινία, αληθινό σαν τη βροχή, σαν προσομοίωση της πορείας των ηλεκτρονίων, όπως θα εικονογραφούσαν τα παλιά βιβλία της Φυσικής. Τι ωραία ήταν!

image