Ταξιδια

Λονδίνο

...καθώς το ρεύμα του χρόνου μεταμορφώνει το τριήμερο ταξίδι σε μικρή περίκλειστη ανάμνηση

Κωνσταντίνος Ματσούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ξαναπήγα προχτές στη γηραιά Αλβιόνα, μετά από 35 χρόνια. (Έχει ξανανιώσει απίστευτα!). Μεγάλες βόλτες μέσα σ’ εκείνο το άγνωστο σ’ εμάς, δόλιο κρύο που είναι σαν υπόγειο θαλάσσιο ρεύμα. Σε τυλίγει και σε κατακτά αδιόρατα, έτσι που βρίσκεσαι ξαφνικά παγωμένος χωρίς να καταλάβεις πώς έγινε. Σε τηλεόραση σε πρόσοψη μαγαζιού κι αυτή η διαφήμιση: Παραταγμένα κατά μήκος ενός κρεβατιού, από πάνω μέχρι κάτω, βρίσκονται έξι γυάλινα κολονάτα ποτήρια. Στην άλλη πλευρά, ένα νέο κορίτσι χοροπηδάει στους ήχους ροκ μουσικής. Είναι χαριτωμένη αλλά και συνηθισμένη – δεν είναι αυτή το θέμα μας. Η κάμερα ζουμάρει στα ποτήρια. Ακίνητα αυτά, αμίλητα κι αγέλαστα. Δι-ό-τι το στρώμα είναι από λάστιχο, κάτι σαν μαλακό καουτσούκ που απορροφάει πλή-ρως κάθε κίνηση. Ό,τι και αν κάνει ο συμπαρακείμενός σου, τίποτα δε φτάνει σε σένα για να σε ταράξει ή ενοχλήσει. Κατά μυστήριο τρόπο, αυτή ήταν η αίσθηση του χρόνου σε αυτό το ταξίδι. Απομονωμένη από παρελθόν και μέλλον. Αδόνητη από γεγονότα, βαλσαμωμένη.

Πρώτα-πρώτα είχαμε δυσκολία να αφιχθούμε. «Μα για πότε τέλειωσε η πτήση;», εγώ. «Νιώθω λες και το σώμα μου με ακολουθεί απλά και μόνο από υποχρέωση», εκείνη. (Για άλλη μια φορά, ο τρόπος που μεταφράζαμε τον κόσμο ήταν ο ίδιος.) Το λεωφορείο του αεροδρομίου είχε αφήσει πίσω τη γεωμετρική κατασκευή του Στάνστεντ και διέσχιζε τη σκοτεινή ύπαιθρο σαν βέλος, κατευθυνόμενο προς την καρδιά του μυθικού Λονδίνου. «Κοίτα, προσπερνάμε τα άλλα αυτοκίνητα από τα δεξιά! Όντως οδηγούμε στη λάθος μεριά του δρόμου». Χαμογελάμε ο ένας στον άλλο ανόρεχτα. Όχι. Όλα σ' αυτό το ταξίδι δείχνουν σκηνοθετημένα. Ξέρουμε ήδη πολύ καλά τι θα χυθεί από την καρδιά της πόλης όταν το βέλος την σκίσει στη μέση: φώτα και μνημεία. Τάμεσης, Ουεστμίνστερ, Μπιγκ Μπεν, πλατεία Βικτωρίας. Κι εντωμεταξύ συνεχίζουμε να μη συμπίπτουμε με το σώμα μας, θυμίζοντας κουτάβια που τα σέρνεις με το ζόρι μακριά από κάποια εκθαμβωτική μυρωδιά... Η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που γνωρίζεις και αυτό που βιώνεις, αυτή η ατέλειωτη τραμπάλα, η μόνιμη αμφισημία του παρόντος: είναι τα μπαγκάζια που φέρνουμε όπου κι αν πάμε, που δεν μπορείς πλέον να τ’ ακουμπήσεις κάτω. (Τι ωραία που ήταν όλα πριν αρχίσουν!)

Αποβιβαζόμαστε μέσα στη ζάλη και τη φωτοχυσία της πλατείας Βικτωρίας (έξι βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα) και κατευθυνόμαστε προς το πλησιέστερο Wassabi bar. Περιμένοντας να διασχίσουμε το δρόμο, γραμμένο κάτω, στα πόδια μας, με άσπρα κεφαλαία γράμματα: LOOK TO THE LEFT. Αντ' αυτού εμείς κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Είναι, λες, πολιτικό σύνθημα; Χα, χα. Λεφτά για ψώνια μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά ένα καλό sushi είναι αποδεκτή αποζημίωση για πολλά. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται, οι λεπτεπίλεπτες λουλούδινες γεύσεις, κατακεραυνωμένες από το καυτό wassabi, καταφέρνουν να επανεκκινήσουν το παρόν του σώματος. Είμαστε επιτέλους εδώ, σε live σύνδεση με τις αισθήσεις μας.

Σαββατόβραδο, σ' έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς του Λονδίνου, στο ραντεβού με τους φίλους που θα μας φιλοξενήσουν. Πολυφυλετική, πολυπολιτισμική μεγαλούπολη όπου οι ρυθμοί της καθημερινότητας δεν είναι παίξε γέλασε, μας διαβεβαιώνουν οι φίλοι. «Ξέρεις» αστειεύονται, «έχοντας γνωρίσει τον πόλεμο οι γονείς μας, το Μπλιτζ, τις σειρήνες, τα καταφύγια, δεν μας άφησαν ποτέ να ξεχάσουμε πόσο τυχεροί είμαστε που δεν είχαμε ν’ ασχοληθούμε παρά με ρούχα και μουσική. Ε, κι εμείς τους το ανταποδώσαμε πέφτοντας με τα μούτρα στις καριέρες μας και στην κατανάλωση».

Και οι Έλληνες γονείς μας, τα ίδια, σκέφτομαι. Πάντα μ’ εκείνη τους την άδηλη αγωνία για επιβίωση. Να όμως που τώρα η δική μας γενιά κοιτάει καταπρόσωπο την άβυσσο σε άλλη της εκδοχή. Ζούμε ξανά μια πρωτοφανή διασάλευση της βασικής ασφάλειας. Το τραύμα σαν γενικευμένη κοινωνική συνθήκη, το ξήλωμα της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Ακούγοντάς μας οι Άγγλοι φίλοι, κάτοικοι μιας πόλης που οργιάζει, τους οποίους ο πρωθυπουργός τους ρωτά αν θέλουν να παραμείνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σιωπούν. Κανείς δεν θέλει άλλη μια συζήτηση για τη φονική μηχανή που λέγεται παγκόσμιο κεφάλαιο.

Υπάρχουν πάντως καλά νέα απ’ αυτό το ταξίδι. Για άλλη μια φορά η τέχνη ήταν η απόδειξη πως η ζωή δεν είναι αρκετή. Στους τοίχους του μετρό, δίπλα στις άλλες διαφημίσεις, βλέπουμε αναρτημένα κείμενα λογοτεχνίας που δεν συνδέονται με κάποιο προϊόν. Σε πακέτο με μπισκότα βουτύρου, τυπωμένο ποίημα του Αλεξάντερ Πόουπ: «για να μη σας λέμε πάλι για τα αγνά υλικά μας!». Το πολιτιστικό επίπεδο της μαζικής κουλτούρας στην πόλη του Λονδίνου αναπτερώνει την ελπίδα μας στον άνθρωπο. Και μια βόλτα από την Modern Tate Gallery δίπλα στο ποτάμι επίσης ενισχύει την αίσθηση πως υπάρχουν και άλλοι φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά. Υπάρχουν και άλλοι που μοιράζονται έναν άνευ όρων έρωτα για τη μνημειακή αισθαντικότητα και για σκάλες που οδηγούν στο πουθενά. Για την οικουμενικότητα των αισθήσεων και για καμβάδες με σατέν μπαλώματα κεντημένα με πορφυρή κλωστή. Έξω από την Τέιτ καθόμαστε κάτω από τη Millenium Bridge και χαζεύουμε τους σκύλους που πηγαινοέρχονται ενωμένοι με τους ιδιοκτήτες τους με αόρατες κλωστές. (Δεν υπάρχουν αδέσποτα σκυλιά στο Λονδίνο. Μόνο αλεπούδες). Οι τζαμαρίες στην απέναντι όχθη του Τάμεση αντανακλούν τον ήλιο που στραφταλίζει επάνω στο νερό. Tο εσωτερικό των κτιρίων δείχνει σα να είναι πλημμυρισμένο από λιωμένο μέταλλο. Για δύο ολόκληρα λεπτά καταφέρνουμε να θυμηθούμε πως αυτό είμαστε, όλοι ανεξαιρέτως: θάλασσες από λιωμένο χρυσάφι.

Ήδη βρίσκομαι μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, καθώς το ρεύμα του χρόνου μεταμορφώνει το τριήμερο ταξίδι σε μικρή περίκλειστη ανάμνηση. Αλλά κι εδώ, πάλι η τέχνη ενισχύει τη ζωή. Η καταγραφή (και η πρόθεση της καταγραφής) εντείνει τον τρόπο που δίνουμε την προσοχή μας στα πράγματα. Θυμήσου και θυμήσου και θυμήσου. Κι μπορεί αυτό, ο τρόπος που δίνουμε την προσοχή μας στον κόσμο, να μην είναι άλλο από την αγάπη.