- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
(Περίληψη προηγουμένου: Ο κουμπάρος φιλοξενεί μια κοπέλα από τη Ρωσία κι ελπίζει να κάνει κάτι γιατί του αρέσει)
Είχαμε να μιλήσουμε τρεις μέρες. Δεν τον πήρα κι εγώ γιατί σκεφτόμουν ότι αφού παίζει γυναίκα ας μην τον ενοχλήσω, θα πάρει εκείνος όταν είναι. Περπατούσα στο Κουκάκι στον πεζόδρομο και παρατηρούσα έναν άστεγο γέρο ξαπλωμένο σε ένα παγκάκι να τρώει μακαρόνια με τα χέρια και κόσμος να τριγυρνάει, Έλληνες και τουρίστες, και ο άστεγος λες και ήταν αόρατος για τους πάντες, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Κουμπάρος: «Έλα ρε, πού είσαι συ!»
Μπάμπης: «Έλα ρε, τι έγινε; Εδώ στο Κουκάκι είμαι»
Κουμπάρος: «Πάμε κάνα Μοναστηράκι το βράδυ;»
Μπάμπης: «Με την άλλη θα έρθεις; Πες της να φέρει και καμιά φίλη της μαζί»
Κουμπάρος: «Ποια άλλη ρε, την έκανε»
Μπάμπης: «Τι;»
Κουμπάρος: «Μουρλή τελείως»
Μπάμπης: «Τι έγινε; Παίχτηκε φάση;»
Κουμπάρος: «Όχι ρε, ούτε να τη φιλήσω δεν καθότανε. Μου ’πε ότι άμα θέλω τέτοια να την παντρευτώ πρώτα. Άκου ρε μαλάκα τι είπε. Τριάντα πέντε χρονών γυναίκα με τρία παιδιά»
Μπάμπης: «Και πώς την έκανε;»
Κουμπάρος: «Ε, αφού είδα κι απόειδα ότι δεν γίνεται τίποτα τι να κάνω ρε; Αυτή ήθελε καβάτζα κάπου να μένει. Άσε που δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη με τίποτα. Ακόμα και τα τσιγάρα της εγώ της τα έπαιρνα. Με τα πολλά της είπα ότι έτυχε κάτι επείγον και έπρεπε να φύγω για το χωριό»
Το βράδυ κάτσαμε στο Μοναστηράκι οι τρεις μας, εγώ, ο κουμπάρος και ο πιτσιρικάς, σε ένα στην Αδριανού, που μας ξέρουνε και μας κερνάνε. Τσουγκρίζαμε με τον κουμπάρο τα ουζάκια μας, τσούγκριζε κι ο μικρός με την πορτοκαλάδα κι όποτε βαριότανε έπιανε μια χούφτα φιστίκια και την πέταγε στους περαστικούς.
Ήταν από τις μέρες που είχε ζέστη, μια μέρα δηλαδή που όλες φορούσαν σορτσάκια. Ψηλές, χοντρές, κοντές, αδύνατες, Ελληνίδες, τουρίστριες, λες και ξέρανε όλες οι γυναίκες της Αθήνας ότι θα βγαίναμε και συνεννοηθήκανε να βάλουνε σορτσάκια. Και του κουμπάρου του αρέσανε όλες, αλλά κάθε φορά που πέρναγε εκείνη η γυναικάρα που ξεχώριζε, την κοίταγε με το βλέμμα που κοιτάει κανείς την ανοιχτή θάλασσα, ξεφύσαγε και αποφαινόταν: «Αυτή μάλιστα».
Μπάμπης: «Και τι θα γίνει τώρα με την άλλη;»
Κουμπάρος: «Τι να κάνω, να την ξαναπάρω; Αυτή θα πρέπει να την κυνηγάω κάνα μήνα για να της πιάσω το χέρι κι άμα το πιάσω κι αυτό. Κρίμα γιατί ήτανε κι ωραία. Μπορεί να κρατήσω μια επαφή έτσι για τα τυπικά, θα δω. Α, δεν σου είπα. Μίλαγα χθες με μια στο τσατ»
Μπάμπης: «Ξένη;»
Κουμπάρος: «Όχι ρε, Ελληνίδα»
Μπάμπης: «Πώς κι έτσι;»
Κουμπάρος: «Ξέρω ’γω, τουλάχιστον οι Ελληνίδες βάζουν και καμιά φορά το χέρι στην τσέπη»
Την κοπέλα αυτή τη λέγανε Μαρία, ζούσε στη Θήβα με τους δικούς της και ήταν χωρισμένη.
Μπάμπης: «Φωτογραφία σου έστειλε;»
Κουμπάρος: «Όχι, αλλά απ’ ό,τι λέει είναι εμφανίσιμη. 37 χρονών είναι, δεν πολυβγαίνει εκεί λέει, δεν έχει και πολλές παρέες, είναι και λίγο κλειστή η κοινωνία, ξέρεις τώρα, αλλά δυο Σαββατοκύριακα το μήνα έρχεται στην Αθήνα. Φαίνεται και ισορροπημένο άτομο. Μου έδωσε και το τηλέφωνό της και την πήρα και μιλήσαμε. Έχει και ωραία φωνή. Μόνο που ακούγεται κάπως»
Μπάμπης: «Πώς κάπως;»
Κουμπάρος: «Σα να την αλλάζει λίγο τη φωνή της, σα να την κάνει επίτηδες γλυκιά και απαλή. Λες να είναι χοντρή;»
Μπάμπης: «Τι να σου πω»
Κουμπάρος: «Αυτό το Σαββατοκύριακο θα έρθει στην Αθήνα και την ψήνω να βρεθούμε. Κι εκείνη ψημένη μου φαίνεται»
Μπάμπης: «Καλά ρε, θα βγεις χωρίς να δεις φωτογραφία; Δε θυμάσαι τι έχεις τραβήξει;»
Κουμπάρος: «Βλακεία που δεν της ζήτησα από την αρχή, αλλά ήτανε και η φάση που τα είχα πάρει με την άλλη και ήθελα λίγη κουβεντούλα και αφού ψιλοπροχώρησε η φάση και μιλήσαμε και στο τηλέφωνο, τι να της έλεγα μετά, στείλε φωτογραφία να δω πώς είσαι; Αλλά μιλούσε με αυτοπεποίθηση και κάτι μου λέει ότι θα είναι ωραία»
Συνεχίζεται