- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Υπάρχει ο Jojo των Beatles, ήρωας του άσματος «Get back», υπάρχει και ο Τζότζος της Θεσσαλονίκης, μυθικός ταβερνιάρης στην Άνω Πόλη. Οι άνω των πενήντα πέντε χρονών ταξιτζήδες, κάθε φορά που τους λέω τον προορισμό μου, «στου Τζότζου, λίγο μετά τη Μονή Βλατάδων», πάντα χαμογελούν συνωμοτικά και με βγάζουν καρφί, οι νεότεροι, αν τυχόν ξεχαστώ και δεν μαντέψω την ηλικία τους, με κοιτούν παράξενα. Σαν να τους λέω πως πάω κάπου στο Λίβερπουλ!
Στον ελληνικό βορρά, ο ταβερνιάρης Τζότζος είναι πιο διάσημος από τον μπιτλικό λιβερπουλιανό χαρακτήρα, ενώ τα έργα, οι ημέρες του και όλα όσα για δεκαετίες συνέβησαν στο τσαλιμτζίδικο μαγαζί του εξιστορούνται από τους γηραιούς Ανωπολίτες, όπως ακριβώς ενθυμούνται τις ένδοξες μέρες του CBGB οι σιτεμένοι πλέον πάνκηδες της Νέας Υόρκης. Ήταν ρεμπετοπάνκ και λαϊκοdada η κατάσταση σε αυτό το ταβερνείο, όπου δέσποζε φυσικά η sui generis φιγούρα του ιδιοκτήτη, του Τζότζου, ο οποίος λόγω αριστερών και αντι-ιμπεριαλιστικών φρονημάτων θεωρούσε αμαρτία να βάζεις κόκα-κόλα στη ρετσίνα σου, αποκαλούσε το εκχύλισμα «η αμερικάνικη πουστιά». Στα 70s υπήρξε αντιδικτατορικό στέκι, εδώ γλεντούσε τρωγοπίνοντας ο «χώρος», αλλά όταν παράγγελνε κάποιος στους λαϊκούς οργανοπαίκτες –τελευταία φουρνιά κουτσαβάκηδων– κάτι άλλο από Μάρκο, Τσιτσάνη, Μητσάκη και Χρηστάκη, δυσφορούσε και το ξέκοβε, «εδώ ακούμε σωστή μουσική, και κομμένες οι μαλακίες».
Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στην ταβέρνα του, μέσα ’80, τότε που στα φοιτητικά αμφιθέατρα αλλά και στην κουλτούρα δέσποζε το σύνθημα «είμαστε παιδιά του Καζαντζίδη και του Τζο Στράμερ», με αποτέλεσμα να γίνει πολύ της μόδας το γλέντι αλλά και το δείπνο εκεί. Μπαγλαμάδες και μετά τις 3 τα χαράματα για μπίρες στο «Berlin», πρόσταζε η τάση. Η κουζίνα ήταν μέτρια και μετρημένη, παράγγειλα καλαμαράκια, αλλά ο μέγας Τζότζος απάντησε: «Έμεινε μόνο ένα, όρφανο ρε είναι το καημένο, λυπήσου το, άσ’ το να ζήσει». Και μας συνέστησε φάβα φτιαγμένη από το φίλο του, τον «Φάβα». Μας τον έδειξε κιόλας! Καθόταν σε μια γωνιά δίπλα στα μπαγλαμαδάκια ο Φάβας, ο δε Τζότζος προσπαθούσε να μας ψήσει πως ήταν ιππότης από τη Σαντορίνη και πως στα κτήματα των προγόνων του ανακαλύφθηκε το ομώνυμο φυτό που από την επεξεργασία του προέκυψε αυτή η γεύση. Ό,τι να ’ναι! Αλλά η ατμόσφαιρα ήταν ιδανική! Λίγα τετραγωνικά, ντουμάνι από τον καπνό, βρομερά και ακαθάριστα παράθυρα που με βία λόγω μπίχλας άφηναν να περάσει από το τζάμι που μας χώριζε η υπέρτατη θέα της Θεσσαλονίκης από ψηλά.
Όλα ήταν ροκ εν ρολ, αλλά άντε να το πεις στον Τζότζο με τις ψυχώσεις περί αμερικανικών «πουστιών» με στόχο την κυριαρχία επί του σύμπαντος. Κι άντε εγώ, εκείνα τα χρόνια, να ψυχανεμιστώ πως δίπλα στο ταβερνείο του τον επόμενο αιώνα θα διάλεγα σπίτι για μόνιμη εγκατάσταση. Απέναντί μου κατοικεί σήμερα ο υπέργηρος, πλην κοτσονάτος και πλήρους μνήμης φίλος του Πρόδρομος. Τον θυμάται μέγα μάγκα, γλεντζέ και κορτάκια, ειδικά όταν στις παρέες του μαγαζιού εντόπιζε φοιτήτριες Ιατρικής. Τότε έκανε τρελό σκόντο στο λογαριασμό και κερνούσε κοκκινέλια, εν είδει μελλοντικού ξεπληρώματος, «θα μου μετράτε την πίεση, τα τριγλυκερίδια, την καρδιά και το συκώτι τζαμπαντάν, αφού πάρετε πτυχίο κι εγώ θα είμαι χούφταλο που θα θέλει βοήθεια»!
Βαρέλια, πριονίδια, τηγάνια, γλέντια τρικούβερτα και γιγάντιοι αρουραίοι να βολτάρουν από έξω, προκαλώντας πανικό σε ανύποπτες αστοεπαναστάτριες που, μαγεμένες από το θρύλο του μαγαζιού, τους θεωρούσαν γραφικούς γατούληδες.
Σήμερα το μέρος είναι γκρεμίδι, κάπου στα τέλη του ’90 η ταβέρνα έκλεισε, ο Τζότζος τα μάζεψε και πακέταρε για αλλού. Κανένας δεν ξέρει πού. Άλλος λέει πως ζει στη Μυτιλήνη, άλλος στη Λήμνο, άλλος στην Περαία, περνάω και κοιτώ την παλιακή πινακίδα με τον αρχοντορεμπέτη σήμα κατατεθέν καθώς μουλιάζει το χειμώνα από την υγρασία και ξεφλουδίζεται το καλοκαίρια από τις τόσες ζέστες. Παθαίνω συγκίνηση και νοσταλγία, σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις το μέρος θα ήταν μνημείο σηματοδοτημένο στους τουριστικούς οδηγούς στη λίστα με τα must see. Κι αναρωτιέμαι πώς και δεν χτίστηκε κάτι άλλο έως τώρα, εφόσον το οικόπεδο είναι προνομιακό, 180 μοίρες θέα έτσι όπως κοιτάς τον Θερμαϊκό, στο αριστερό σου χέρι η Άκρη της Περαίας, απέναντι κέντρο ο Ολύμπος και δεξιά τα πρώτα φώτα της Κατερίνης.
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα η «Δόμνα», το «Ίγκλις», το «Μακεδονικό» και το «Τσινάρι», η Άνω Πόλη βέβαια είναι ο παράδεισος των κουτουκιών και των ταβερνείων, εδώ μνημονεύω τις πιο παλιές και τις διάσημες. Κλείνω με μια ατάκα του συγγραφέα Τόμμυ Κοροβίνη, Θωμάς το κανονικό του, αλλά Τόμμυ για τους πολύ φίλους, όπως θωπευτικά και λατρευτικά τον αποκαλεί ο Σκαμπαρδώνης και μανούλα στη λαϊκή τοπιογραφία της Θεσσαλονίκης: «Θα χρειάζονταν χρόνια αυτοθυσίας και επίπονης τριβής κάποιων καμικάζι της μελέτης και της έρευνας με πρόσφορο μόνο ένα υλικό δυσεύρετο έως απολεσθέν με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία για να γραφτεί κάτι ολοκληρωμένο».
Καθώς ο Μανουσάκης κάνει ταινία το «Ουζερί Τσιτσάνης», αναρωτιέμαι πόσοι θυμούνται τον Τζότζο. Και ποιος γενναίος θα ψάξει και θα διηγηθεί την ιστορία αυτού του τύπου. Που για τη Θεσσαλονίκη είναι τόσο μυθικός όσο ο συνονόματός του μπιτλικός Jojo... «Was a man who thought he was a loner, but he knew it wouldn’t last».