Πολεις

Μικρός οδηγός συγγραφής

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μικρός οδηγός συγγραφής

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Αν τυχόν σού αρέσει να γράφεις, και εννοούμε να γράφεις συστηματικά και κανονικά, όχι στη χάση και στη φέξη· δηλαδή αν τυχόν σού αρέσει να κάνεις μια από τις πιο δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες (η συγγραφή είναι χειρωναξία) που σχεδόν αποκλείεται να σου αποφέρει κέρδη (οι πιθανότητες είναι απειροελάχιστες), φρόντισε τουλάχιστον τα παρακάτω:

  1. Να είσαι ξεκούραστος, να έχεις φάει (αλλά όχι πολύ — εντέλει: να μην πεινάς), να ’χεις πιει (νερό και τα συναφή, ποτέ αλκοόλ), να μην έχεις έγνοιες και προβλήματα, οικονομικά, επαγγελματικά, συναισθηματικά. Η συγγραφή σε θέλει απερίσπαστο, σε θέλει ΕΚΕΙ, και «εκεί» σημαίνει απάνω της, σαν φαντάρος που ορμά σε όρυγμα, σε εχθρική φωλεά πολυβόλου, όχι με σπουδαιοφανές ύφος εντομολόγου που παρουσιάζει άλλη μια πεταλουδίτσα. Θυμήσου ότι δεν είσαι καταραμένος συγγραφέας, δεν ζεις στο Παρίσι και δεν είναι Μεσοπόλεμος.
  2. Να γράφεις με ωράριο, και να το τηρείς απαρεγκλίτως. Χωρίς Σάββατο και Κυριακή. Αλλά όχι μισή και μία ώρα μόνο: τρεις μίνιμουμ, έξι μάξιμουμ. Ακόμη καλύτερα, γράφε με όριο λέξεων κάθε μέρα: αλλά όχι μοναχά 100 και 200, εκτός αν έχεις θέσει ταβάνι τις σελίδες τού «Μικρού Καουμπόη». Φρόντισε να έχεις στο τσεπάκι τις 2.000. Για αρχή, όμως, οι 1.000 είναι καλές: οι λιγότερες δεν είναι καλές. Και είναι ένα νούμερο που μπορείς εύκολα, όχι μόνο να το θυμάσαι, αλλά κυρίως να το τσεκάρεις στο έγγραφό σου, εκεί στη γωνία κάτω αριστερά.
  3. Να ξέρεις από πριν τι θέλεις να γράψεις και whodunit, μην αυτοσχεδιάζεις: οι ήρωες και οι καταστάσεις που βιώνουν είναι πράγματα δικά σου, δεν είναι του γείτονα. Αυτό το «Αφήνω τους χαρακτήρες του βιβλίου μου να αυτενεργούν» σ’ το ψιθυρίζουν οι εχθροί σου, άνθρωποι που δεν σε συμπάθησαν ποτέ. Δεν παίρνεις μεσκάλ, δεν ακούς Φωνές, δεν σε έχουν απαγάγει εξωγήινοι. Ξέρε τι θα γίνει, και πες το μας.
  4. Να γράφεις με πυκνότητα και χωρίς επιρρήματα και επιθετικούς προσδιορισμούς, εκτός και αν απειλούν τη ζωή σου. Μην πλατειάζεις, να θεωρείς την κάθε λέξη στο βιβλίο σου κεντρική, μείζονος σημασίας, εκ Θεού. Οπότε: το ’χουν όλες αυτό το χαρακτηριστικό; Όχι; Όχι. Ωραία, σβήσ’ τες στην επιμέλεια — και, κυρίως, μην τις γράφεις από μιας αρχής, έχε τον νου σου.
  5. Να γράφεις «είπε», και μόνον «είπε». Άντε και κανένα «απάντησε». Εκτός και αν απειλούν τη ζωή σου. Γενικά μάθε να αποφεύγεις τις όχι απλές, όχι προφανείς λέξεις. Αντιστάσου, δεν είναι δύσκολο.
  6. Να γράφεις γραμμικά: απόφευγε τα χρονικά πίσω-μπρος. Αυτό είναι για πιο μετά, ας πούμε για μετά τα 75 σου, ή τέλος πάντων για όταν θα έχεις μάθει καλά τη δουλειά, όταν θα έχεις εκπαιδευτεί επαρκώς. Όμως όχι από τώρα.
  7. Να διαβάζεις «λογοτεχνία είδους», στρωτά, απλά, νορμάλ βιβλιαράκια: είναι μεγάλο σχολείο, και το μόνο σχολείο. Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν είναι δάσκαλοι. Αν διάβασες κάπου ότι ο τάδε επηρεάστηκε από τον Μούζιλ, φέρ’ ειπείν, δύο τινά υπάρχουν: ή ο τάδε είναι μεγάλος συγγραφέας και του πήρανε συνέντευξη και μπορεί να λέει ό,τι τού κατέβει, ή είναι ψώνιο και μας δουλεύει όλους ψιλό γαζί. Φαντάσου το αλλιώς: πιστεύεις ότι μπορεί κανείς ζωγράφος να διδαχτεί από τον Πικάσο; (Η σωστή απάντηση είναι «όχι»).
  8. Να μη λες τις πολιτικές σου απόψεις στο βιβλίο που γράφεις. Δεν αφορούν κανέναν, και κατά πάσα πιθανότητα είναι του συρμού, λαϊκές, αλλιώς δεν θα είχες καμιά πρεμούρα να μας τις πεις. Και να μην περιγράφεις όνειρα. Εκτός και αν απειλούν τη ζωή των παιδιών σου. Γενικά ας αποφεύγεις πράγματα που δικαίως θεωρούνται ντροπιαστικά.
  9. Να είσαι ειλικρινής. Αυτός είναι ο κανόνας που μπορεί να σταθεί από μόνος του. Βασικά, αν είσαι πράγματι ειλικρινής, αληθινός και τίμιος απέναντι στον εαυτό σου, στο κείμενό σου και στο κοινό, δεν χρειάζεσαι κανέναν άλλον κανόνα.
  10. Να διαβάζεις, να διαβάζεις, και κατά βάσιν να διαβάζεις: η συγγραφή είναι ο πασατέμπος για τον ελεύθερο χρόνο του βιβλιόφιλου.

* * *

ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ, ΜΠΟΤΣΑΡΗ ΚΑΙ ΣΟΛΩΝΟΣ

Το 1983 πουλούσαμε γλυκά στη Λέσχη τού ΑΠΘ, δύο ταψιά την ημέρα: ένα ρεβανί, και ένα ροξ. Τα φτιάχναμε στο σπίτι το πρωί, τα μεταφέραμε με το βεσπάκι στη Λέσχη, και καθόμασταν εκεί, σε κάτι καρέκλες από το εστιατόριο παραμέσα (Πέμπτες: κοτόπουλο με πουρέ — μαγεία), με τα δύο ταψιά επάνω σε μια μεγάλη χαρτόκουτα σκεπασμένη με κεντητό τραπεζομάντιλο, μέχρι να πουληθούν. Αν πέρναγε η ώρα και περίσσευαν κομμάτια, τα μοιράζαμε στους άλλους μικροπωλητές, που είχαν γίνει φίλοι με τον καιρό. Είχε καμιά εικοσαριά συναδέλφους: άλλος πουλούσε κοσμηματάκια, άλλος τισέρτ με περίεργες στάμπες, άλλος μαντίλια και φουλάρια, άλλος εφημερίδες (ναι, υπήρχαν εφημερίδες τότε, και ο κόσμος τις διάβαζε — ακόμα και οι φοιτητές, go figure), και άλλος κασέτες.

Αυτές τις μέρες λοιπόν —θυμίζω ότι μιλάμε για 42 χρόνια πίσω, ήτοι δυο γενιές, οι περισσότεροι που το διαβάζετε αυτό δεν ζούσατε τότε: ούτε καν— όλοι κολυμπούσαμε στον μακρινό, οικείο, αλλόκοτο και απαστράπτοντα αστερισμό του Σαββόπουλου. Αλλά ένα παραπάνω εμείς: το πόστο μας με το ρεβανί και τα ροξ ήταν δίπλα σ’ αυτουνού που πούλαγε τις κασέτες.

Λίγες μέρες πριν, την πρώτη του μηνός, ημέρα Παρασκευή, είχαμε όλοι εκστασιαστεί όταν πήγαμε στο Παλέ και είδαμε και ακούσαμε τον Σαββόπουλο και την μπάντα του, σε εκείνη τη συναυλία-όνειρο που γέμισε ασφυκτικά το Αλεξάνδρειο λες και έπαιζε ευρωπαϊκό ματς ο Αυτοκράτορας. Και ήταν εκεί, βέβαια, που ανάμεσα σε όλα τα άλλα (όλα τα άλλα που γίνανε: το βαλς κλπ.), ακούσαμε για πρώτη φορά τα Τραπεζάκια Έξω, όλο τον δίσκο, χωρίς να πιστεύουμε στ’ αυτιά μας, και χωρίς να έχουμε καταλάβει, χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε, με τι υλικό είχαμε να κάνουμε. Με το πρώτο ενθουσιώδες άκουσμα, απλώς είχαμε μαγευτεί, είχαμε ερωτευτεί.

Ο δίσκος θα κυκλοφορούσε επισήμως κάποια στιγμή μέσα στον μήνα, όμως κάτι τσακάλια είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν μια κόπια από την Αθήνα, και μέσα σε μερικές ημέρες από τη συναυλία ήδη κυκλοφορούσε παράνομα σε κασέτες. Την πρώτη κασέτα με τα Τραπεζάκια Έξω την έγραψε (και την πούλησε) τη Δευτέρα 11 Απριλίου 1983 ο τύπος που είχε τον πάγκο του δίπλα μας, στη Λέσχη. Και δεν σταμάτησε να γράφει και να πουλάει έκτοτε, και για όλη τη χρονιά — μιλάμε για χιλιάδες κασέτες, όχι αστεία. Και δεν σταμάτησε εκεί: έπαιζε την κασέτα όλη μέρα, non-stop, όσο ήταν στο πόστο του — και όσο ήμασταν κι εμείς στο δικό μας πόστο, έξι-εφτά ώρες. Και όχι μόνο για τον Απρίλιο: ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ.

Όλοι ξέρουμε καλά τα τραγούδια αυτού του δίσκου, και όλοι τα αγαπάμε. Λογικό. Αλλά εγώ τον άκουσα τόσο πολλές φορές, τόσες χιλιάδες φορές, που ήταν σαν να γράφτηκε μέσα μου: σαν να ήμουν κι εγώ TDK κασέτα.

Κι αυτό είναι το ένα περίεργο. Το άλλο είναι πως, ακόμη και μήνες μετά, δεν με είχε κουράσει καθόλου. Κάθε φορά ήταν το ίδιο υπέροχη και καινούργια.

* * *

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

Σήμερα η μέρα είναι αφιερωμένη στο βιβλίο: για την ακρίβεια, στο βιβλίο στην πόλη. Η Ένωση Ελληνικού Βιβλίου διοργανώνει και φέτος, στο πλαίσιο της Ημέρας Βιβλίου, τον καθιερωμένο εδώ και μερικά χρόνια Περίπατο Βιβλίου. Επισκεφθείτε ένα βιβλιοπωλείο, ή περισσότερα, συναντήστε συγγραφείς, πιείτε καφέ, χαλαρώστε, μυρίστε τη σκόνη των βιβλίων (είναι διαφορετική, και μοσχοβολάει), ξεφυλλίστε τις (πολλές) νέες εκδόσεις, πάρτε ίσως και κάτι που θα σας κάνει κλικ: ένα ρομάντζο, ένα αστυνομικό, ένα non fiction, ένα μυθιστόρημα λογοτεχνικής πεζογραφίας, ένα παιδικό βιβλιαράκι — αρκεί να σας κάνει αυτό το κλικ.

Στο κέντρο της Αθήνας, στην περιφέρεια, σε βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους και βιβλιοθήκες, σήμερα πρόκειται να γίνουν κάμποσες δεκάδες όμορφες εκδηλώσεις.

Αντισταθείτε στην εντροπία.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Jason Rekulak, «Κρυμμένες ζωγραφιές» (μετάφραση Γιώργος Μαραγκός, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Επιτέλους ένα θρίλερ, για εμάς που τα αγαπάμε ιδιαιτέρως και τα ξεχωρίζουμε. Ένα καλό, δυνατό, αγωνιώδες, τρομακτικό θρίλερ. Και μάλιστα ένα θρίλερ για το οποίο γράφτηκε το εξής: «Το λάτρεψα. Η γλώσσα είναι απλή, οι εκπλήξεις πραγματικά εκπλήσσουν και έχει αυτή τη γοητεία που δεν σε αφήνει να το αφήσεις κάτω. Και οι ζωγραφιές είναι τρομερές!» Δεν το λέμε εμείς, το λέει ο Στίβεν Κινγκ. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό (μολονότι αυτό θα έφτανε — ο Κινγκ είναι μεν τρομερά γενναιόδωρος, αλλά δεν χαρίζει και εύκολα τους επαίνους του): το βιβλίο έχει ένα 4,16 στο Goodreads, από 456.000 βαθμολογήσεις (πελώριο νούμερο), ενώ οι κριτικές στην πλατφόρμα αγγίζουν τις 50.000! Μάλιστα, κέρδισε και το Readers’ Favorite Horror του Goodreads για το 2022, μια χρονιά με πολύ έντονο συναγωνισμό. Με δυο λόγια: το κοινό το λάτρεψε. Και, ναι, οι ζωγραφιές είναι απίθανες. Ποιες ζωγραφιές; Θα καταλάβετε λίγο παρακάτω, διαβάζοντας την περίληψη του οπισθοφύλλου. Αλλά νά και μία από τις συνολικά 54, για να πάρετε μια ιδέα (είναι η λιγότερο ανατριχιαστική):

 

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Τα παράσιτα γίνονται πιο δυνατά. Προσπαθώ να μειώσω την ένταση του ήχου, αλλά το κουμπί δεν κάνει τίποτα· ο ήχος γίνεται όλο και πιο δυνατός μέχρι που με περικλείει, σαν να έχει δραπετεύσει από το ηχείο και να έχει γεμίσει το δωμάτιο. Το βίντεο πηδάει μπροστά και να ο Τέντι να κείτεται πάνω στο στρώμα του, τα χέρια τεντωμένα, το σώμα του να συσπάται, και ακούω από το ταβάνι το κρεβάτι του να χτυπάει ρυθμικά. Φεύγω τρέχοντας από το καθιστικό, περνάω το χολάκι και ανεβαίνω τα σκαλιά για τον πάνω όροφο. Βάζω το χέρι στο χερούλι της πόρτας του Τέντι, αλλά δεν στρίβει, είναι κολλημένο, κλειδωμένο. Ή κάτι το κρατάει κλειστό. «Τέντι!» Χτυπάω με τις γροθιές μου την πόρτα. Μετά κάνω ένα βήμα πίσω και την κλοτσάω, όπως έχω δει να κάνουν στις ταινίες, αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να πονέσει το πόδι μου. Προσπαθώ να χτυπήσω την πόρτα με τον ώμο μου, αλλά πονάει τόσο πολύ, που πέφτω στο πάτωμα πιάνοντας το πλάι του σώματός μου. Και τότε συνειδητοποιώ ότι βλέπω τον Τέντι στο δωμάτιό του. Κάτω από την πόρτα υπάρχει ένα μικροσκοπικό κενό κάπου ένα με ενάμισι εκατοστό. Ξαπλώνω στο πλάι, ακουμπώ το κεφάλι μου στο πάτωμα, κλείνω το ένα μάτι και κοιτάζω στο κενό και τότε με χτυπάει δυνατά μια μυρωδιά — μια τοξική γροθιά συμπυκνωμένης αμμωνίας που βγαίνει από το δωμάτιο σαν ζεστά αέρια εξάτμισης. Γεμίζει το στόμα μου μ’ αυτήν και κυλάω μακριά, να βήχω, να νομίζω πως θα κάνω εμετό και να κρατάω τον λαιμό μου σαν να με έχουν ψεκάσει με σπρέι πιπεριού. Δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Και καθώς είμαι πεσμένη στο πάτωμα του διαδρόμου να σκουπίζω τις μύξες από τη μύτη μου και να προσπαθώ να συνέλθω, να προσπαθώ να βρω την ενέργεια απλώς να σηκωθώ, ακούω το κλικ της μικροσκοπικής κλειδαριάς της πόρτας.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Η Μάλορι Κουίν μόλις έχει βγει από την απεξάρτηση όταν πιάνει δουλειά ως μπέιμπι σίτερ του πεντάχρονου Τέντι. Ενθουσιάζεται με τη νέα της δουλειά. Έχει δικό της δωμάτιο, καθώς και τη σταθερότητα που τόσο λαχταρά. Δένεται γρήγορα με τον Tέντι, ένα γλυκό, ντροπαλό αγόρι που έχει μονίμως μαζί του το μπλοκ ζωγραφικής και το μολύβι του. Οι ζωγραφιές του είναι συνηθισμένες: δεντράκια, λαγουδάκια, λουλουδάκια. Μια μέρα όμως ζωγραφίζει κάτι διαφορετικό: έναν άντρα σ’ ένα δάσος να σέρνει το άψυχο σώμα μιας γυναίκας. Οι δημιουργίες του Τέντι γίνονται όλο και πιο σκοτεινές, και τα ανθρωπάκια του γρήγορα μετατρέπονται σε ρεαλιστικά σκίτσα που υπερβαίνουν κατά πολύ τις ικανότητες ενός πεντάχρονου. Η Μάλορι αρχίζει να αναρωτιέται μήπως πρόκειται για κλεφτές ματιές σε έναν ανεξιχνίαστο φόνο, που ίσως τις στέλνει μια υπερφυσική δύναμη. Παρότι καταλαβαίνει πόσο παράλογη μοιάζει αυτή η σκέψη, η Μάλορι προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τις ζωγραφιές και να σώσει τον Τέντι πριν να είναι πολύ αργά.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο Jason Rekulak (Τζέισον Ρέκουλακ) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσι. Εργαζόταν στον Quirk Books έως το 2018, οπότε και αποχώρησε για να εστιάσει σε δικά του πρότζεκτ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, το «The Impossible Fortress» (Simon & Schuster, 2017, ελληνική έκδοση «Το απίθανο φρούριο», Ωκεανός 2021) μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες και ήταν υποψήφιο για το βραβείο Edgar. Τον Οκτώβριο του 2024 κυκλοφόρησε το νέο του μυθιστόρημα, «The Last One at the Wedding», το οποίο επίσης θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Ζει στη Φιλαδέλφεια με τη γυναίκα του και τα παιδιά τους.

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.