Πολεις

Πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό, Ή: Εσύ τι θυμάσαι σήμερα;

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό, Ή: Εσύ τι θυμάσαι σήμερα;
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

ΜΟΡΙΣ ΚΑΙ ΜΑΓΙΑ

Ένα από τα «πράγματα που συνέβησαν παλιά». Ή: Μια συλλογή από τα πράγματα που δεν ξεχνώ.

Είδαμε λοιπόν μια μέρα πριν δέκα χρόνια ένα καινούργιο σκυλί στη γειτονιά, μαύρο, με μεγάλα μάτια, ένα από αυτά τα κοντοστούπικα με τα πολλά μαλλιά — δεν ξέρω τις ράτσες. Πολύ χαριτωμένο. Το έβγαζε βόλτα μία γυναίκα γύρω στα εξήντα πέντε με εβδομήντα, ωραία πολύ και χαμογελαστή, καλοκαμωμένη και με όρεξη. Το μαλλιαρό σκυλί αποδείχτηκε φοβητσιάρικο, οπότε ταίριαξαν τα χνότα του με του Αρσέν. Με ρώτησε πώς τον λένε, και είχε ξενική προφορά, βαριά κάπως και περίεργη. Μόνο τότε πρόσεξα και τα χαρακτηριστικά της, που έδειχναν Ανατολή — δεν ξέρω ποια Ανατολή βέβαια, αλλά μέσα μου σχηματίστηκε η (παλιά, δυστυχώς) λέξη Περσία.

«Αρσέν», της είπα.
«Α!» έκανε. «Αρσέν Λουπέν;»
«Ε ναι», είπα, «ναι, επιτέλους! Οι περισσότεροι νομίζουν πως τον λένε “Αρσένη”, και δεν καταλαβαίνουν τι τους λέω ακόμη και όταν τούς διορθώνω. Συνεχίζουν να τον φωνάζουν “Αρσένη”. Για όνομα του Θεού».
Η Περσίδα γέλασε. Δεν φορούσε ωραία ρούχα, πρόσεξα τότε, αλλά τα φορούσε πολύ ωραία.
«Κι όμως ήταν πολύ καλός λαϊκός συγγραφέας ο Leblanc», μου είπε, διαλέγοντας αργά-αργά και προσεκτικά τις λέξεις, και με παριζιάνικη προφορά στο όνομα του Λεμπλάν, και καταχάρηκα.
«Ναι», της είπα, «ωραίες εποχές. Το δικό σας; Πώς το λένε;»
Εκείνη τη στιγμή τα δυο δειλά σκυλάκια ξεκολλούσαν τις μύτες τους και οπισθοχωρούσαν το καθένα στα πόδια μας.
«Maya», μου είπε η ωραία κυρία.
«Μάγια!» έκανα εγώ. «Ωραίο! Από τη Μάγια τη Μέλισσα;»
«Από τη Maya Angelou».
Χθες είδα το κηδειόχαρτο.

Η Περσίδα γέλασε. Δεν φορούσε ωραία ρούχα, πρόσεξα τότε, αλλά τα φορούσε πολύ ωραία.

* * *

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ

Ακόμα ένα από τα «πράγματα που συνέβησαν παλιά». Γράφαμε λοιπόν το 2015:

Όραμα των Ευρωπαίων πολιτών είναι η ομοσπονδοποίηση της ηπείρου, η δημιουργία μιας μεγάλης, πανίσχυρης, ακμαίας και νεαρής Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας που θα περιλαμβάνει όλα τα σημερινά κυρίαρχα κράτη, και όσα επιθυμούν σήμερα την ένταξή τους στην ΕΕ: ενός κράτους ογκώδους μεν αλλά ταυτόχρονα μικρού: «απόντος».

Τα εθνικά κράτη στην ήπειρό μας έχουν επιτελέσει τον σκοπό τους: τελείωσαν.

Μπροστά στις τρομερές, στις αδυσώπητες προκλήσεις που γεννά ο 21ος αιώνας, τέτοιες που οι αντίστοιχες του προηγούμενου ίσως αποδειχτούν δευτερεύουσες, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία θα μπορέσει να επιβιώσει, να αναπτυχθεί, να ισχυροποιηθεί και να αποτελεί για εκατομμύρια ανθρώπους, και κυρίως: για το μέλλον, ένα μόνιμο και διαρκές παράδειγμα φιλελεύθερης δημοκρατίας, άνθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής σταθερότητας.

Ο καιρός είναι ο πιο κατάλληλος: η ένωση θα επιτευχθεί μόνο μέσω της κρίσης, των πολλών και διακριτών κρίσεων, και όχι μετά από ένα «συνέδριο». Επίσης: δεν χωρά εναλλακτική λύση εδώ. Καμία. Ούτε θα υπάρξει άλλη. Τα εθνικά κράτη στην ήπειρό μας έχουν επιτελέσει τον σκοπό τους: τελείωσαν.

Πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό, Ή: Εσύ τι θυμάσαι σήμερα;

Στόχος και μέριμνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας θα είναι η εξασφάλιση αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για όλους και βασικής ασφάλισης για κάθε άνθρωπο εντός της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, ένα ισχυρό προνοιακό κράτος, πλήρης εκπαίδευση για όποιον δεν θέλει ή δεν μπορεί να παρακολουθήσει το σχολείο ή τη σχολή της αρεσκείας του, η πλήρης απελευθέρωση της Αγοράς, η μοντέρνα και αυστηρή εξασφάλιση των συνόρων, η διαρκής δημιουργία θέσεων εργασίας, η επιβράβευση της καινοτομίας, η προστασία και η πράσινη εκμετάλλευση του περιβάλλοντος, η διά παντός απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα, η καλλιέργεια των Ανθρωπιστικών και Θετικών Επιστημών σε υψηλότατο επίπεδο, ο πλουραλισμός και ο σεβασμός τού καθενός Ευρωπαίου πολίτη — για να αναφέρουμε πέντε πράγματα στην τύχη, και πρόχειρα.

Ένας τέτοιος κολοσσός θα μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε συγκυρία εύκολα και αποτελεσματικά. Χωρίς καν να ανοιγοκλείνει τα μάτια.

* * *

ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ

Μιας και πιάσαμε τα παλιά…

Η μια γιαγιά μου, η Μαρία, έμεινε σαράντα χρόνια στη Γερμανία, δούλευε εκεί και ζύμωνε και έψηνε τυρόπιτες κουρού, άνοιγε φύλλο κάθε μέρα, πολλά φύλλα δηλαδή, όλη μέρα ήταν μες στο αλεύρι, και προσπαθούσε να κλέψει και λίγο στη φέτα για να φτουρήσει, καναδυό τυρόπιτες δεν είχαν τη σωστή γέμιση μέσα, έμεινε πολύ μικρή χήρα και δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, η μαμά της ήταν Βουλγάρα και είχε πολύ λευκό δέρμα, σλάβικο, το πρόσωπό της ήταν άσπρο κάτασπρο σαν το πανί και φορούσε πάντα μαύρες ρόμπες και μαύρα φουστάνια και τσεμπέρι, και τα καλοκαίρια γκρίζα ρούχα, δροσερά, για τη ζέστη. Τη βλέπαμε όταν έρχονταν από το Λούντενσαϊντ με τους θείους μου, δύο χιλιάδες χιλιόμετρα με το Φορντ, για τα μπάνια, και όλη μέρα μάς μαγείρευε, πατάτες τηγανητές και καλαμαράκια τηγανητά και ρυζόπιτες. Η ρυζόπιτα είναι στριφογυριστή πίτα, σαν σαλιγκάρι, και στο τέλος την περιχύνεις με σιρόπι.

Πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό, Ή: Εσύ τι θυμάσαι σήμερα;

Μου άρεσε να πηγαίνω στο σπίτι της, είχε και μια αυλή, και καπνίζαμε μαζί χωρίς να μιλάμε

Η άλλη γιαγιά μου, η Βέτα, είχε έρθει επίσης από τη Θράκη, μελαχρινή όμως αυτή, νοίκιαζε στις Συκιές, στο Τσινάρι, και ο ένας τοίχος του σπιτιού, στην κουζίνα, ήτανε Κάστρο, και η γιαγιά έκρυβε την υγρασία και τα νερά που τρέχανε εκεί, αρχαία νερά, με μια μπάντα, και είχε και μια παγωνιέρα, και ένα φανάρι, και ένα μεγάλο ράδιο Telefunken που έγραφε τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου στην μπάρα με τις συχνότητες: Istanbul, London, Paris, Berlin, Athens, New York, Cairo. Ήταν της εκκλησίας, θυμόταν καλά τα τουρκικά και τα γαλλικά της, είχε διδάξει μικρή στο σχολαρχείο αλλά ήταν καπνεργάτρια κυρίως, και μου ’μαθε να λέω το φλιτζάνι. Μου άρεσε να πηγαίνω στο σπίτι της, είχε και μια αυλή, και καπνίζαμε μαζί χωρίς να μιλάμε, και μόλο που δεν έπινα τον καφέ μου με ζάχαρη, μου τον έκανε πάντα σιρόπι τον τούρκικο και μου άρεζε.

* * *

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΚΑΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΥ

Τις προάλλες ζήτησαν από εμένα και από αρκετούς άλλους ανθρώπους να πούμε τι άλλαξε στη ζωή μας η πανδημία, τόσα χρόνια μετά. Το κείμενο θα έμπαινε στην κυριακάτικη έκδοση μιας μεγάλης εφημερίδας, αλλά τελικά δεν χώρεσαν όλες οι απαντήσεις — αυτές που δημοσιεύτηκαν όμως ήταν πραγματικά έξοχες, οι καλύτερες. Ανάμεσα σε αυτές που έμειναν απέξω ήταν και η δικιά μου. Τη βάζω εδώ, να υπάρχει:

Ειλικρινά, δεν έχει αλλάξει τίποτε. Μπορεί μεν να μου αναποδογύρισε από πολλές απόψεις τη ζωή όταν ξέσπασε και όσο εξελισσόταν, αλλά, αφ’ ης στιγμής μπήκαμε σε μια κάποια κανονικότητα και μετά, δεν μπορώ να δω καμία αλλαγή στην καθημερινότητά μου ή στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, κάτι σαν το ΠΡΙΝ και το ΜΕΤΑ των παλιών διαφημίσεων: δουλεύω ούτως ή άλλως από το σπίτι πολλά χρόνια τώρα, δεν χρησιμοποιώ ποτέ μου μετρητά, είχα και έχω τυφλή εμπιστοσύνη στην επιστήμη —το αντίθετο είναι αλάνθαστη ένδειξη αθεράπευτης ένδειας—, ποτέ μου δεν υπήρξα φίλος της χειραψίας, ποτέ μου δεν συζητούσα κοιτάζοντας κατά πρόσωπο τον άλλον από τα τριάντα εκατοστά.

Πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό, Ή: Εσύ τι θυμάσαι σήμερα;

Είμαι μάλιστα της γνώμης πως δεν άφησε σε κανέναν, τίποτε. Το μόνο που διδαχτήκαμε από την πανδημία είναι ότι μπορείς να κάνεις κρυφά πάρτι σε κλειστούς χώρους, ή να σκαρφίζεσαι γελοιότητες, ή να πιστεύεις σε γελοιότητες που άλλοι σκέφτηκαν για σένα. Γενικά οι άνθρωποι (εννοώ, οι επιζώντες) τείνουν να ξεχνούν συνολικά τις μεγάλου μεγέθους συμφορές: πανδημίες, φυσικές καταστροφές, πολέμους. Ακόμη και αν περάσει ο λοιμός από πάνω τους, δεν μαθαίνουν καν να πλένουν τα χέρια τους πριν βγουν από το μπάνιο· και δεν εννοώ σχολαστικά, αλλά έστω και στα πεταχτά, κοροϊδεύοντας. Έτσι κι αλλιώς, οι 8 στους 10 δεν κατάλαβαν ποτέ —και ακόμα δεν έχουν ακόμη καταλάβει, τόσα χρόνια μετά— πώς λειτουργεί πάνω-κάτω το εμβόλιο, γιατί το κάνουμε, γιατί υπάρχουν επαναληπτικές δόσεις, τι σημαίνει «ανοσία αγέλης», πώς προφυλασσόμαστε για να μη μας κολλήσει κάποιος και για να μην κολλήσουμε εμείς κάποιον κ.τ.π. Κακά τα ψέματα βέβαια, δεν μπορείς να έχεις μεγάλες απαιτήσεις από τον κόσμο, από αυτό που λέμε «κοινωνία». Αλίμονο.

Το μόνο που διδαχτήκαμε από την πανδημία είναι ότι μπορείς να κάνεις κρυφά πάρτι σε κλειστούς χώρους, ή να σκαρφίζεσαι γελοιότητες, ή να πιστεύεις σε γελοιότητες που άλλοι σκέφτηκαν για σένα

Δεν άλλαξε τίποτε στην καθημερινότητά μου, αλλά κάποια πράγματα μου λείπουν ακόμα, και τα νοσταλγώ. Γιατί ήταν βέβαια και κάπως ευχάριστα να βγάζεις βόλτα τον σκύλο σου σε μιαν άδεια πόλη, όπως στη νουβέλα του Χάρλαν Έλισον. Ώς την επόμενη φορά, λοιπόν.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Μάργκαρετ Άτγουντ, «Γηραιές μωρές παρθένες» (μετάφραση Αύγουστος Κορτώ, Εκδόσεις Ψυχογιός)

Κάθε βιβλίο της Άτγουντ είναι ένα λογοτεχνικό ορόσημο — την αγαπάμε πολύ, και με πάθος, και δεν το κρύβουμε. Συγγραφέας, ακτιβίστρια, μία πολυσχιδής προσωπικότητα που προφήτεψε before it was cool πράγματα που ελάχιστοι, τότε, τολμούσαν να φανταστούν. Και νά ένα βιβλίο που περιμέναμε πώς και πώς. H Άτγουντ, έχοντας χάσει τον επί δεκαετίες πολυαγαπημένο σύντροφό της, θρηνεί. Αλλά θρηνεί με έναν λυτρωτικό τρόπο, με μια μεγάλη ανάσα: και βέβαια θρηνεί δημιουργικά, με τον τρόπο που ξέρει τόσο καλά. Εδώ θα βρούμε διηγήματα για την ίδια και τον σύντροφό της σε διάφορα στάδια της ζωής τους (και του θανάτου τους), θα βρούμε τις «αγαπημένες» της δυστοπίες, την άγρια, μαγική, ιστορική φαντασία της. Κι αν υπάρχει θλίψη εδώ, και πένθος, υπάρχει και γενναιότητα, και χιούμορ, και κατανόηση, και αγάπη. Να είναι πάντα καλά.

Νά όμως τι μας εμπιστεύτηκε ο μεταφραστής της στα ελληνικά, ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ — τον ευχαριστούμε πολύ:

«Η Μάργκαρετ Άτγουντ, εξίσου συγκλονιστική στα διηγήματα όσο και στα μυθιστορήματά της, στην τελευταία της συλλογή καταγίνεται, με τον γνωστό της τρόπο —γεμάτο τρυφερότητα και χιούμορ—, με τον θάνατο, τη διαχείριση της απώλειας, και τη νοσταλγία. Κι είναι μοιραίο, καθώς η συλλογή είναι το πρώτο έργο μυθοπλασίας που εκδίδει μετά τον θάνατο του επί σχεδόν πενήντα χρόνια συντρόφου της, Γκρέιμι Γκίμπσον. Ωστόσο, ακόμα και στις στιγμές του σπαραγμού, η Άτγουντ κατορθώνει να βρίσκει κάτι το φωτεινό, το ανάλαφρο, στη ζωή».

Πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό, Ή: Εσύ τι θυμάσαι σήμερα;
  • Διαβάστε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το διήγημα με τίτλο «Κομφούζιο» — το πρώτο, με τα πλάγια γράμματα, είναι η εισαγωγική του σημείωση:

Κάποια στιγμή στο μέλλον. Ή σε ένα μέλλον. Για καλή τύχη των συγγραφέων, υπάρχουν πολλά μέλλοντα, κι ορισμένα μπορούν να διαψευστούν κατηγορηματικά. Ας είμαστε ασαφείς ως προς το πότε ακριβώς. Στο μέλλον αυτό, ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα —ή, ας πούμε, ένα νόσημα που μεταδίδεται με κάθε είδους υγρή επαφή, συμπεριλαμβανομένου του φιλιού— έχει σαρώσει την ανθρωπότητα, η οποία έχει αναγκαστεί να προσαρμοστεί προκειμένου να επιβιώσει. Την ιστορία την αφηγείται απ’ την οπτική της γωνία μία απ’ τις μητριάρχισσες που είναι υπεύθυνες για τα προξενιά μεταξύ αμόλυντων νέων — κάτι το αναγκαίο για την πρόληψη της ασθένειας, και για την εξασφάλιση της δημιουργίας μικροβιακώς ελεύθερων μωρών.

[…] Έλεγξε το είδωλό της απ’ την κορφή ως τα νύχια, ξεκινώντας με τις μπότες. Τα παπούτσια της Νύφης του Φρανκενστάιν, έτσι τα αποκαλούσε — ορθοπεδικά σε σημείο απελπισίας, αλλά είχε περάσει προ πολλού την ηλικία όπου πέφτεις και σκοτώνεσαι από ματαιοδοξία. Κανένα κορδόνι άδετο· κρίμα που οι αστράγαλοι ήταν πρησμένοι, αλλά και τι να περιμένεις στα ογδόντα; Σκούρα μπλε φούστα στο σωστό μήκος· μακριά μανίκια με βολάν στα μανικέτια, ένας μικρός φιόγκος στον λαιμό, να κρύβει όλο αυτό το δέρμα άψητης γαλοπούλας· η σφραγίδα του Οίκου σε ασήμι, κρεμασμένη σ’ ένα μονό μαργαριταρένιο κολιέ. Επιθεώρησε βιαστικά το πρόσωπό της —ήταν ωραίο, εξυπηρετικό πρόσωπο, αλλά φθαρμένο πλέον, φυσικά—, μάζεψε πίσω μερικές τούφες —ούτε κατά διάνοια δε θα τα έβαφε, σαν αυτή την κάργια την Πρώτη Μητέρα Μέιμπελ, που έβαζε χένα στα εβδομήντα εννιά— κι ίσιωσε το σώμα της όσο περισσότερο μπορούσε. Σήμερα ήταν έμβλημα, κι έπρεπε να μοιάζει με δαύτο, αλλά δεν την έβγαζαν απ’ τη ναφθαλίνη μόνο για ειδικές περιστάσεις: αυτή είχε πάρει τις σημαντικότερες αποφάσεις, εκείνες για τις οποίες ήταν απαραίτητη μια εμπειρία σαν τη δική της. Είχε επιλέξει τις νύφες, για παράδειγμα.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Μια εκθαμβωτική συλλογή διηγημάτων από τη διεθνούς φήμης βραβευμένη συγγραφέα των εμβληματικών έργων «Η ιστορία της θεραπαινίδας» και «Οι διαθήκες». Διηγήματα που διερευνούν τον πυρήνα της οικογένειας, των σχέσεων, του γάμου, της απώλειας και της μνήμης, αλλά και το τι σημαίνει να μοιράζεσαι ολόκληρη τη ζωή σου με κάποιον. Η Μάργκαρετ Άτγουντ σε αυτά τα δεκαπέντε εξαιρετικά διηγήματα ξετυλίγει το κουβάρι της ανθρώπινης εμπειρίας συνομιλώντας με την εποχή μας, με το χαρακτηριστικό διεισδυτικό της πνεύμα και το ανατρεπτικό της χιούμορ. Στο διήγημα που δίνει τον τίτλο του στη συλλογή, δύο αδερφές, δίδυμες, παλεύουν με την απώλεια και τη μνήμη μια τέλεια καλοκαιρινή βραδιά· στο «Η ανυπόμονη Γκριζέλντα», μια παραλλαγή σε έναν κλασικό μύθο, διερευνώνται η αποξένωση και η κακή επικοινωνία· στο επίκεντρο του διηγήματος «Η σατανική μητέρα μου» βρίσκεται η σχέση μητέρας-κόρης όταν η μητέρα ισχυρίζεται πως είναι μάγισσα. Η καρδιά της συλλογής, όμως, είναι τα επτά διηγήματα τα οποία ακολουθούν ένα παντρεμένο ζευγάρι στη διάρκεια πολλών δεκαετιών και αποτυπώνουν τις στιγμές τους, μεγάλες και μικρές, που συνιστούν μια ξεχωριστή ιστορία αγάπης — αλλά και τι συμβαίνει στη συνέχεια. Η συλλογή αυτή σηματοδοτεί την επιστροφή της Άτγουντ στη μικρή φόρμα μετά το 2014 και αποτελεί τρανή απόδειξη της δημιουργικότητας και της ανθρωπιάς της, καθώς μας προσφέρει ιστορίες που μας ευχαριστούν, μας διαφωτίζουν και, υπόγεια, μας συντρίβουν.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό της συγγραφέως:

Η Μάργκαρετ Άτγουντ γεννήθηκε στην Οτάβα του Καναδά το 1939 και μεγάλωσε στο βόρειο Οντάριο, το Κεμπέκ και το Τορόντο. Σπούδασε στο Κολέγιο Βικτόρια του Πανεπιστημίου του Τορόντο και πήρε μεταπτυχιακό από το Κολέγιο Ράντκλιφ. Έχει γράψει περισσότερα από 40 μυθιστορήματα, ποιήματα, παιδικά βιβλία και δοκίμια. Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής της καριέρας έχει βρεθεί υποψήφια ή έχει τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία στον Καναδά και σε άλλες χώρες, όπως το βραβείο Premio Mondello (1997), το Commonwealth (1987, 1994), το Orange (2001, 2004) και το Booker (1989, 1996, 2000, 2003, 2005, 2007), το οποίο απέσπασε και το 2019 για το βιβλίο «Οι Διαθήκες». Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες, και συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες πεζογράφους και κριτικούς του Καναδά. Σήμερα ζει στο Τορόντο. 

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.