Πολεις

Όταν η Θεσσαλονίκη είναι βαμμένη με το γκρι του Τάκη Κανελλόπουλου

Ο χειμώνας, η θάλασσα και η ομίχλη της ταινίας Παρένθεση

Στέφανος Τσιτσόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Όταν η Θεσσαλονίκη είναι βαμμένη με το γκρι του Τάκη Κανελλόπουλου

Όταν ο καιρός και η μουντάδα στη Θεσσαλονίκη θυμίζει το γκρι στην ταινία Παρένθεση του Τάκη Κανελλόπουλου.

Είναι ένα γκρι συννεφί με ροπή προς το καρβουνί, ένα δραματικά εκλεπτυσμένο γκρι ομιχλί, αυτό το γκρι που μέρες τώρα κάθεται πάνω από τη Θεσσαλονίκη ιονίζοντας την ατμόσφαιρα και ξεφορτώνοντας βροχές οπότε του καπνίσει. Η γκριζότητά του είναι πολύ δύσκολο να απεικονιστεί ή να μεταγραφεί σε ζωγραφική ή ταινία. Ακόμα και η δεινή παλέτα του Μπομπ Ρος ή η κάμερα του Θόδωρου Αγγελόπουλου δεν θα μπορούσαν να το συλλάβουν, αφού το τόσο ανυπότακτο αυτό γκρι Θεσσαλονικί έχει κοπιράιτ. Από τη στιγμή που υπάκουσε και αφέθηκε να παγιδευθεί από τον Τάκη Κανελλόπουλο, το αποκαλώ το «γκρι της Παρένθεσης», το «γκρι του Τάκη Κανελλόπουλου». Γκρι που εντός του η Αλεξάνδρα Λαδικού, ο Άγγελος Αντωνόπουλος και ο Θερμαϊκός συνθέτουν τη μυθική φωτογραφία-καρέ-σεκάνς, όπου εκείνος κοιτά το πλοίο στη θάλασσα, τη στιγμή που το βλέμμα εκείνης νετάρει σε κάτι αδιευκρίνιστο, αόριστο, φευγαλέο που κείται στο κράσπεδο του δρόμου. 

Όλη η Θεσσαλονίκη της λυπημένης Παρένθεσης, της νοσταλγίας και του χαμένου έρωτα κολυμπά στο γκρι. Στη διάρκεια της υποτιθέμενης εξάωρης βόλτας των Λαδικού - Αντωνόπουλου στην πόλη, ώσπου το τρένο στην Ξηροκρήνη να ξαναπάρει μπρος και οι ζωές να συνεχιστούν τραβώντας η καθεμιά τη δική της ρότα (ποτέ ξανά μαζί), ο Κανελλόπουλος το φιλμάρει να καταπίνει τα πάντα. Από το ρουφ γκάρντεν της Λέσχης των Αξιωματικών στο Ντορέ, την Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών και τον πλανόδιο φωτογράφο στον Λευκό Πύργο, ως τον παλιό δρόμο που ένωνε το παλιό αεροδρόμιο ΣΕΔΕΣ με τη Θέρμη και την προκυμαία της Περαίας, το γκρι της Παρένθεσης τυλίγει την πόλη με μια αχλή ευθέως συνδεδεμένη με το έργο και τη μελαγχολική περσόνα του δημιουργού της. 

Μέρες τώρα που αυτό το γκρι Κανελλοπουλί δεν ξεκουμπίζεται και είναι στιγμές που θεωρώ ότι μπορεί και να φύτεψε στα μάτια μου μια τελεσίδικη αχρωματοψία, κάνω τη σκέψη ότι ο Τάκης Κανελλόπουλος πιθανόν να μην έφυγε από τη Θεσσαλονίκη από φόβο μην τυχόν και χάσει το γκρι ή το νοσταλγήσει. Σκέφτομαι όταν περνώ από το Ντορέ, που ήταν στέκι του, ή από τη γωνία Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας, όπου βρισκόταν ο Φλόκας και τον γοήτευε επίσης, εκεί να πίνει τον καφέ ή τα μαρτίνι του, ότι τα παρελκόμενα του γκρι Κανελλοπουλί, η ονειροπόληση, δηλαδή, ο λυρισμός και μια μελαγχολία στα όρια του ποιητικού, παραμένουν ένα ψυχικό τοπόσημο για πολύ κόσμο, εκτός από ένα σκέτο μετεωρολογικό φαινόμενο. 

Κατοπτεύω τον Θερμαϊκό από τον όροφο της μπρασερί Γκαρσόν στη γωνία Αγίας Σοφίας με τη Λεωφόρο Νίκης, το σημείο που παλιότερα φιλοξενούνταν ο Τόττης, πολυαγαπημένο του σποτ, ανακαλώντας (προς δόξα του γκρι που πάντα θα του ανήκει), το βόις όβερ της Αλεξάνδρας Λαδικού: «Η ώρα περνούσε, το φως γινόταν όλο και πιο αδύνατο, κατάλαβα πόσο αγαπούσες αυτή την πόλη. Τόσο πολύ μίλησες γι’ αυτή. Δεν σε ρώτησα γιατί. Το παρελθόν κάθε ανθρώπου είναι δικό του». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ