- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Νά γιατί και πώς μπορούν όλα να καταρρεύσουν
Οι άνθρωποι του Μεσοπολέμου πίστευαν πως ήσαν μεταπολεμικοί, γιατί αρνούνταν να δούνε πως σύντομα θα γίνονταν προπολεμικοί


Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας: Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
ΚΟΥΝΕΛΙ ΦΡΙΚΑΣΕ
Η παράδοση θέλει τον Πύρρο, μια μέρα μετά από μία νικηφόρα μάχη, να κάθεται σε ένα βράχο δίπλα στη θάλασσα, ήρεμος και ευχαριστημένος, και να πίνει κρασί με έναν από τους στρατηγούς του, μια καλοκαιρινή βραδιά, τσιμπολογώντας ένα κουνέλι μαγειρεμένο με χόρτα μέσα από μια ξύλινη γαβάθα και λέγοντάς του τα σχέδιά του — θα κατακτούσε κι αυτή τη γη, και μετά την άλλη, κι έπειτα την παραπέρα, θα νικούσε εκείνον και τον άλλο εχθρό, κι έπειτα και τον τελευταίο, και…
«Και μετά τι;» τον ρωτάει ο στρατηγός. «Ε, μετά», του λέει ο Πύρρος πίνοντας από το ποτήρι του, «μετά θα ξαπλώνουμε εδώ στον βράχο, φίλε μου, ήρεμοι και ευχαριστημένοι, θα τρώμε το ωραίο μας φαΐ και θα πίνουμε το κρασάκι μας». «Μα και τώρα αυτό δεν κάνουμε;» ήταν η εύλογη απορία του άλλου.
Ο Πύρρος θύμωσε, αλλά δεν το ’δειξε.
* * *
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΙΟΝΙ
Σαν τους ομόκεντρους κύκλους στον κομμένο κορμό, που φανερώνουν την ηλικία του δέντρου, η ζωή μας δεν παρουσιάζει μεγάλες ή έντονες αλλαγές — δεν έχει να επιδείξει πολλά καινούργια θεάματα — προτιμά, σαν τη γάτα, να βαδίζει πάνω στα ίδια χνάρια, φορώντας απλώς μεγαλύτερο νούμερο παπούτσι. Τρόμοι, μικροί και μεγάλοι, αγάπες, έρωτες, συνήθειες που εξακολουθούν να σε τραβούν σαν μαγνήτης, αποτυχίες, περισσότερες αποτυχίες, λάθη, τα ίδια πάντα, όλα τους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των παλιών, των πρώτων, μα λάθη που πάντα απλώς απαιτούν μεγαλύτερα πρόστιμα κάθε φορά, και τα εισπράττουν.
Γυρνάμε και γυρνάμε γύρω από τον ίδιο αρχέγονο κεντρικό άξονα, αλωνίζοντας και όλο αλωνίζοντας τον παλιό εαυτό μας, εκείνον που μας έτυχε όταν συλληφθήκαμε, πριν κλάψουμε για πρώτη φορά, και πολύ πριν καταλάβουμε πως αυτό το κλάμα θα συνεχίζεται για πάντα, για μια ζωή — με πιο ώριμα απλώς δάκρυα όσο περνάει ο καιρός και όσο πληθαίνουν οι λόγοι να κλαις, με πιο ώριμα δάκρυα όσο αραιώνουν οι άνθρωποι που σε κάνουν, με την απουσία τους, να κλαις.
Γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, κύκλοι που μοιάζουν μεταξύ τους και που ελάχιστα απέχει ο ένας από τον άλλο, τόσο ελάχιστα που εντέλει και η ίδια η απόσταση του πρώτου από τον τελευταίο εκμηδενίζεται, γίνεται ένα βήμα, ένα ακόμη ξύπνημα, ένα ακόμη λάθος, μία ακόμη αποτυχία, μία (η ίδια πάντα) συνήθεια, ένας ακόμη έρωτας, μία ακόμη αγάπη, ένας ακόμη τρόμος, μία διαρκής ανάπτυξις βαθείας ρυτίδος. Απλώς, για να το καταλάβεις, πρέπει να κοπεί ο κορμός με εκείνο το μεγάλο πριόνι, που τη μια του λαβή κρατάει ο ακίνητος χρόνος και την άλλη κουνάς, μέσα-έξω, μέσα-έξω στον κορμό, έξαλλα, εσύ.
* * *
ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΗ
Η μεταφράστρια και επιμελήτρια κειμένων Χρύσα Φραγκιαδάκη προτείνει στους αναγνώστες του Ημερολογίου πράγματα που της τράβηξαν την προσοχή. Την ευχαριστούμε!
FOOD FOR SOULS ALONE TOGETHER
Ανακάλυψα μια σειρά στο Netflix, δεν ξέρω από πότε την έχει, έχουν γραφτεί πράγματα γι’ αυτήν αλλά εγώ τώρα τη βρήκα. Είναι γιαπωνέζικη, λέγεται Το εστιατόριο του μεσονυχτίου: Ιστορίες από το Τόκιο (Midnight Diner: Tokyo Stories, 2009-19) και, τυπικά, κατατάσσεται στις feelgood σειρές φαγητού· αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω.
Όταν οι άνθρωποι τελειώνουν τη μέρα τους και βιάζονται να πάνε σπίτι, αρχίζει η δική μου μέρα
Πρόκειται για ιστορίες μυθοπλασίας (μία ανά επεισόδιο) που εκτυλίσσονται σε ένα μικροσκοπικό εστιατόριο σε έναν εξίσου μικροσκοπικό παράδρομο του κεντρικού Τόκιο (κάτι σαν τα δρομάκια του Ψυρρή). Σύμφωνα με τα λόγια του ιδιοκτήτη του, που οι πελάτες του τον αποκαλούν Μaster («Αφεντικό» μεταφράζεται στη σειρά), με τα οποία ξεκινά κάθε επεισόδιο: «Όταν οι άνθρωποι τελειώνουν τη μέρα τους και βιάζονται να πάνε σπίτι, αρχίζει η δική μου μέρα. Το εστιατόριό μου είναι ανοιχτό από τα μεσάνυχτα μέχρι τις επτά το πρωί. Το αποκαλούν “το εστιατόριο του μεσονυχτίου” και σερβίρει μόνο αυτά που έχω στο μενού. Αλλά φτιάχνω και ό,τι μου ζητήσουν οι πελάτες μου, εφόσον έχω τα υλικά. Αυτή είναι η τακτική μου. Αν έχω πελάτες; Περισσότερους απ’ όσους φαντάζεστε».

Γύρω από τον πάγκο του φαγητού, που δεν χωρά πάνω από δέκα στριμωγμένα άτομα, περιστασιακοί αλλά και τακτικοί πελάτες τρώνε το δείπνο τους και, αναπόφευκτα, μοιράζονται ασήμαντα ή μεγάλα προσωπικά τους θέματα, ή φιλοσοφούν για τη ζωή, ενώ ο ευγενικός, λιγομίλητος και κάπως μυστηριώδης Master (ο μόνος που δεν μαθαίνουμε τίποτε γι’ αυτόν) έχει τον ρόλο του ενορχηστρωτή και ενίοτε εξομολογητή και διακριτικού μέντορα.
Ο χώρος παραπέμπει συνειρμικά (εμένα τουλάχιστον) στον εμβληματικό πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ Τα νυχτοπούλια (The Nighthawks), αλλά από την εντελώς αντίθετη άποψη: από μέσα προς τα έξω, και απεικονίζοντας την επικοινωνία και όχι την αποξένωση. Είναι ένα μικρό σύμπαν που επικοινωνεί με τον έξω κόσμο μέσω της χαρακτηριστικής συρτής πόρτας των γιαπωνέζικων κτισμάτων, όπου βρίσκουν σύντομη αλλά όχι εφήμερη καταφυγή και ζεστασιά καθημερινοί άνθρωποι που λόγω δουλειάς (κάθε δουλειάς και ιδιότητας, ισότιμα: από καθαρίστριες, αστυνομικούς, ηθοποιούς ερωτικών ταινιών, άνεργους, τρανς, έως επιχειρηματίες, καθηγητές, δημόσιους υπαλλήλους κλπ.) ή άλλων αναγκών τυχαίνει να κυκλοφορούν νύχτα. Η κεντρική ιστορία κάθε εικοσιπεντάλεπτου επεισοδίου πλέκεται γύρω από το ιδιαίτερο πιάτο που παραγγέλνει κάποιος από τους πελάτες. Ορισμένους τακτικούς θαμώνες τούς βλέπουμε σχεδόν σε κάθε επεισόδιο, να σχολιάζουν τις ιστορίες των άλλων, κάτι σαν χορός, ας πούμε.

Παρά την κάπως θεατράλε ερμηνεία μερικών θαμώνων, ενισχυμένη από την έτσι κι αλλιώς θεατράλε εκφορά της ιαπωνικής γλώσσας, και τη φαινομενική απλοϊκότητα, μπορεί κανείς να ταυτιστεί με πολλά από τα λεγόμενα ή διεκτραγωδούμενα. Μάλιστα, ύστερα από λίγα λεπτά παρακολούθηση, νιώθεις σαν να κάθεσαι κι εσύ σε μιαν ακρούλα του πάγκου, προφυλαγμένος από τη ζέστη ή το κρύο του δρόμου ανάλογα με την εποχή, κι από τα ζόρια του βίου που παραμονεύουν εκεί έξω — είτε ακούγοντας σιωπηλά είτε συμμετέχοντας νοερά στην αυτοσχέδια παρέα. Κάθε επεισόδιο ξεκινά με μια υπέροχη μπαλάντα, με φόντο έναν πολυσύχναστο, κατάφωτο δρόμο του Τόκιο, και τελειώνει με μια χαλαρή περιγραφή του πιάτου που έχει ζητηθεί και μια καληνύχτα από τον θαμώνα που το ζήτησε πρώτος.
«O κόσμος μετά τη δουλειά βιάζεται να γυρίσει σπίτι. Όμως μερικές φορές δεν πάει κατευθείαν σπίτι, αλλά κάνει πρώτα μια στάση αλλού», λέει επίσης ο Master στα μέσα κάθε επεισοδίου. Αυτό είναι η σειρά: μια νυχτερινή, ονειρική και όμως πολύ γήινη στάση «αλλού», πριν επιστρέψεις στις καθημερινές έγνοιες του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου που αποτελούν το «σπίτι» σου.
![Midnight Diner: Tokyo Stories - Opening [HD] Midnight Diner: Tokyo Stories - Opening [HD]](/images/1440x810/3/jpg/files/YouTube/OwjoT9YFDug.jpg)
* * *
ΣΥΜΒΟΛΗ ΙΑΤΡΟΥ
Ο Στέλιος Ιατρού, ιστορικός από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στο Ημερολόγιο για να βρίσκει αφορμές να χρονοτριβεί και ν’ αναβάλλει την παράδοση των εργασιών του. Σήμερα: Πόλη, πολίτευμα… και απραξία.
ΓΙΑΤΙ ΑΡΝΟΥΝΤΑΝ ΝΑ ΤΟ ΔΟΥΝΕ
Η «πόλις» στα έπη λέγεται και «πτόλις» και «πτολίεθρον», δηλαδή οχυρό κατάλληλο για τον «πτόλεμο», που ήταν ο πόλεμος — πβλ. Νεοπτόλεμος και Πτολεμαίος. Ο δε πόλεμος είναι κυριολεκτικά η περίσταση που «πελέει» ή «πάλλει» τις πόλεις, τις συνταράσσει με τα «όπλα», λέξη που σημαίνει γενικά το εργαλείο της δουλειάς μα και της σύγκρουσης.
Ο «πολίτης» είναι εκείνος που έρχεται από την πόλη, όπως Ελλαδίτης είναι αυτός που έρχεται απ’ την Ελλλάδα, Ανατολίτης απ’ την Ανατολή, και μετεωρίτης από τα ουράνια σώματα που αιωρούνται στο στερέωμα, ψηλά πάνω από το έδαφος.
Ο πολίτης συγκροτούσε με άλλους την πόλη, γιατί πόλη δεν ήταν απλά το «άστυ», παναπεί ο τόπος των συγκεντρωμένων κτισμάτων, μα το σύνολο των λειτουργιών του «πολιτεύματος»
Όταν ο πολίτης έπαιρνε τα όπλα του πολέμου στα χέρια του, τότε γινόταν «οπλίτης», ενώ η ρίζα «πελ» ή «παλ» των ρημάτων «πελέω» και «πάλjω > πάλλω» που ανέφερα νωρίτερα συνδεόταν με το «πλήττω», το «πλήγμα», την «πληγή», και το «όπλο» — πβλ. και ότι ως «παλθέα» κατέγραφε μια μυκηναϊκή πινακίδα σε Γραμμική Β΄ τα εκηβόλα όπλα, και «Παλλάς» λεγόταν η πάνοπλη Αθηνά, ενώ Εκηβόλος ο αλάνθαστος τοξότης Απόλλων.
Ο πολίτης προσερχόταν στην «κάλπη» —νά τα πάλι τα γράμματα λ και π που με μαγικό τρόπο η ελληνική φωνή τα συνδυάζει σε τόσο θεμελιακές έννοιες όπως η πόλη, ο πόλεμος, και οι λειτουργίες τους—, και στο αγγείο αυτό που έμοιαζε με υδρία έριχνε την ψήφο του, αλλ’ εκείνος που αδιαφορούσε για τα κοινά δεν «πολιτευόταν», ρήμα που σημαίνει να συμπεριφέρεται κανείς όπως ταιριάζει σε πολίτη, μα καταπιανόταν με τα ίδια, τα δικά του μονάχα, κι έτσι «ιδιώτευε», και ο «ιδιώτης» μάς έδωσε τον «idiot».
Ο πολίτης συγκροτούσε με άλλους την πόλη, γιατί πόλη δεν ήταν απλά το «άστυ», παναπεί ο τόπος των συγκεντρωμένων κτισμάτων, μα το σύνολο των λειτουργιών του «πολιτεύματος» που οι πολίτες νομιμοποιούσαν με τη συμμετοχή τους. Και πολίτευμα ήταν το σύνολο των δημόσιων θεσμικών συμπεριφορών και δράσεων που ταιριάζουν στις δημόσιες συμπεριφορές και δράσεις των πολιτών, είναι το αποτέλεσμα του ρήματος «πολιτεύομαι».
Απ’ την άλλη, ο οπλίτης συγκροτούσε με άλλους την «φάλαγγα», όπου το γράμμα φ είναι το δασύ αδελφάκι του χειλικού π, κι έτσι π και λ πάλι συναντώνται στις λέξεις που σχετίζονται με τα πεδία της πόλεως και του πολέμου.
Στις πόλεις λειτουργεί η «πολιτεία», δηλαδή το πολίτευμα, κι εκεί δρουν τα «κόμματα», που λέγονται έτσι γιατί «κόπτουν» τον δήμο σε μερίδες, και «δήμος» είναι ο «λαός» που γεννήθηκε απ’ τη γη την ίδια, αφού τη «γη» την ελεγαν και «δη», κι οι Δωριείς την έλεγαν «δα», πβλ. Δήμητρα, η μητρική γη που γεννά τα πάντα.
Η ίδια η λέξη «λαός» ή «λεώς» (πβλ. λεωφορείο) προέρχεται από τα αρχαιότερα ακόμα «λαFός» και «λαγός» (πβλ. Πτολεμαίος του Λάγου, και Δυναστεία των Λαγιδών στην ελληνιστική Αίγυπτο), που σήμαιναν το πλήθος των ανθρώπων που κατέρχονται σε μάχη —πβλ. «Πρωτεσίλαος», ο πρώτος ήρωας του στρατού των Αχαιών που πάτησε το πόδι του στην ακτή της Τρωάδος κι έπεσε αμέσως νεκρός, καθώς είχε προφητευτεί—, η δε ρίζα του λαού είναι η λέξη «ο λᾶας», γεν. «λᾶος» που είναι ο βράχος, η πέτρα ενός τόπου, εξ ου και «λατομείο» ο τόπος όπου τέμνεται η πέτρα.
Ο Αριστόδημος που είχε επιστρέψει ζωντανός στη Σπάρτη μετά τις Θερμοπύλες αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση από τους συντρόφους του
Τα κόμματα των πολιτών συγκροτούν πολιτικές «παρατάξεις», όπως και στη μάχη «παρατάσσονται» οι οπλίτες σε οπλιτικές παρατάξεις. Λέγονται παρατάξεις γιατί τα μέλη τους «τάσσονται» το ένα πλάι στο άλλο, το δε «τάσσω» μάς έδωσε την «τάξη» και το «τάγμα», που κάποτε ήσαν και συνώνυμα, και το «σύνταγμα», αλλά και τον «τακτικό» και την «τακτική», που είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη στρατηγική, γιατί η στρατηγική συλλαμβάνει στόχους και σχέδια μακράς πνοής, ενώ η τακτική εφαρμόζει σε έναν τόπο και μια στιγμή ένα μικρό βήμα που μαζί με άλλα σε φέρνει πλησιέστερα στις στρατηγικές σου προτεραιότητες, αλλ’ έξω από το πλαίσιο μιας στρατηγικής στοχοθεσίας η τακτική δεν εξυπηρετεί τίποτα ωφέλιμο, μάλλον βλάπτει κιόλας, όσο νομίζεις πως κάτι κάνεις ενώ δεν κάνεις τίποτα, κι έτσι εξαντλείς άσκοπα πόρους, κόπο, και χρόνο.
Οι πολεμιστές δεν κατέρχονταν ανέκαθεν στη μάχη σε τάξεις, γιατί κάποτε οι ένοπλοι κατέβαιναν χύμα για να «χυμήξουν» στον εχθρό σαν ρευστό, σαν ποτάμι — διττόγραφο ρήμα, γράφεται και «χιμάω», που όμως δεν είναι χυμώδες. Τόσο η πολιτεία όσο και η φάλαγγα αναπτύχθηκαν μονάχα όταν μπήκε συλλογική τάξη στο μέχρι τότε ατομικό χάος της αυτενέργειας. Στη μάχη, δεν εγκατέλειπες μήτε καν από ηρωισμό την τάξη της οπλιτικής φάλαγγας, γιατί με τη μισή ασπίδα σου κάλυπτες τη μισή πλευρά του οπλίτη στο πλάι σου, και έτσι δεν ήσουν υπεύθυνος για τον εαυτό σου μα για όλη την κοινότητα των συντρόφων σου στα όπλα. Ο Αριστόδημος που είχε επιστρέψει ζωντανός στη Σπάρτη μετά τις Θερμοπύλες αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση από τους συντρόφους του. Όταν παρατάχθηκε στις Πλαταιές, ξεχύθηκε σαν τρελαμένος αφήνοντας πίσω του την τάξη της φάλαγγας, και πράγματι ξέπλυνε από πάνω του το στίγμα του επιζήσαντα των Θερμοπυλών, σαν εξόντωσε σε μονομαχία πολλούς Μηδοπέρσες με μεγάλο ηρωισμό, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μα και πάλι δεν τιμήθηκε από τους Σπαρτιάτες, γιατί έκριναν πως είχε ριφθεί στη μάχη με αυτοκτονική αμέλεια για τον ίδιο και για τους συμπολεμιστές του στη φάλαγγα. Η Σπάρτη διέθετε πάντοτε ολιγάριθμο στρατό, και έτσι τιμούσε τον ηρωισμό του οπλίτη της όταν συνοδευόταν από επιθυμία να ζήσει για να πολεμήσει για χάρη της και σ’ άλλες μάχες, διότι, όπως χιλιετίες αργότερα ακούστηκε στην Εθνοσυνέλευση της Επαναστατικής Γαλλίας, «η πατρίδα δεν ζητά από σας, μεσιέ, να πεθάνετε απ’ τους εχθρούς της για κείνην, μα να σκοτώσετε τους εχθρούς της για κείνην».
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, κατά τον Ηράκλειτο, και τους ορίζει όλους ως βασιλιάς του πεπρωμένου τους
Πίσω στον δήμο, αυτόν τον συνέχει σε συλλογικό σώμα ένα κοινό πνεύμα, η αίσθηση μιας κοινοτικής ταυτότητας, που πραγματώνεται ως αυτοσκοπός της συμμετοχής του πολίτη στον δήμο, βιώνεται δε συλλογικά ως «ευδαιμονία», ίσως γιατί «δαίμων» είναι το χθόνιο πνεύμα που κατοικεί μέσα στη γη, τη «δη» ή «δα», είναι η θεότητα της ίδιας της χθονός, που απ’ την πέτρα της ξεπήδησε ο λαός, και όταν ο λαός της γης αναμετράται με τους εισβολείς και τους κατακτητές, εξέρχεται στο πλευρό του κι ο δαίμων για ν’ αναμετρηθεί κι ο ίδιος με τους θεούς των επιδρομέων, ή ανεβαίνοντας ο ίδιος πάνω στα κάστρα της πόλεως για ν’ απωθήσει τους πολιορκητές της, όπως ο Μέγας Θεός Κάβειρος που περιέτρεχε τα τείχη με το πολεμικό σφυρί του, προτού παραδώσει τη θεοφρούρητη Θεσσαλονίκη του στον νέο πολιούχο της, τον Δημήτριο, τον καταγόμενο από τη μάνα γη, καθώς δηλώνει το θεοφορικό του όνομα, σαν υπόσχεση πως δεν θα την εγκαταλείψει στην ώρα της ανάγκης της.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, κατά τον Ηράκλειτο, και τους ορίζει όλους ως βασιλιάς του πεπρωμένου τους, άλλους αναδεικνύοντας ως δούλους και άλλους ως λεύτερους, άλλους ως θεούς και άλλους ως ανθρώπους [«πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους». Περί φύσεως, απόσπασμα 53 Diels-Kranz]. Λατρεύοντας το δικό τους πεπρωμένο πάνω από το συλλογικό του δήμου, οι ιδιώτες καταλήγουν να τον παραδώσουν στα χέρια εκείνων που θα κατέβουν στις μάχες στη δική τους θέση τον καιρό του πολέμου, και στις κάλπες στον καιρό της ειρήνης.
Κάποτε μας επιστρέφει στο πεπρωμένο μας ένα μεγάλο όχι, που πρέπει να βγεις να το πεις, όχι να καθίσεις σπίτι σου ιδιωτεύοντας
Ο πόλεμος είναι μια διαλεκτική διαδικασία θέσης, άρσης, και σύνθεσης, γιατί συγκροτεί κοινότητα και ταυτόχρονα την περιχαρακώνει συγκρουσιακά από μιαν άλλη επιτιθέμενη, κι έτσι οργανώνει δήμους, τελικά δε πόλεις, ενώ ισοπεδώνει άλλες.
Η πόλις παρομοιάζεται ακόμα με «πλοίο», ενώ ο κυβερνήτης που δεν έχει εμπειρία να το «πλοηγήσει» χαρακτηρίζεται ως «απόλεμος» κι ας μη μιλάμε πια για πόλεμο αλλά για πόλη.
Το πλοίο της πόλης πλέει «πλανώμενο» μέσα στον ωκεανό της ιστορίας, και από ένα ρήμα «πλάζομαι» βγαίνει το «περιπλανώμαι» και το «πλαγκτόν», δηλαδή αυτό που περιπλανιέται, μα και η «πλάνη», που βγάζει το πλοίο απ’ την πορεία του, όσο ο κυβερνήτης και το «πλήρωμα», το προσωπικό δηλαδή που γεμίζει, «πληροί», το πλοίο, νομίζουν πως «πλησιάζουν» στον προορισμό τους μολονότι απομακρύνονται όλο και περισσότερο απ’ αυτόν.
Κάποτε μας επιστρέφει στο πεπρωμένο μας ένα μεγάλο όχι, που πρέπει να βγεις να το πεις, όχι να καθίσεις σπίτι σου ιδιωτεύοντας, γιατί ιδιωτεύοντας δεν εγκαταλείπεις μονάχα το δικό σου πεπρωμένο στα χέρια άλλων, αλλά καμιά φορά κι ενός ολόκληρου πλανήτη.
Πρέπει να το ρίξεις το όχι σου την κάλπη, γιατί οι εισβολείς και κατακτητές δεν έρχονται πάντοτε απέξω να κυριέψουν [κυριεύω = συμπεριφέρομαι ως κύριος] τον χώρο της πόλης σου, μηδέ ο χώρος του καιρού μας είναι μόνον η γη, όπως πόλις δεν είναι μοναχά το άστυ: είναι το πολίτευμα, το εύτακτο αποτέλεσμα των θεσμικών λειτουργιών και των δημόσιων συμπεριφορών και πράξεων των πολιτών, είναι ο άυλος χώρος των ελευθεριών, των δικαιωμάτων, και των θεσμών τους. Υπάρχουν και πράξεις που κόβουν το πολίτευμα στη μέση.
Ο Timothy Snyder έγραψε στο «Thinking about…» substack του την 5η Φεβρουαρίου πως ασφαλώς και γινόμαστε μάρτυρες ενός πραξικοπήματος εν εξελίξει, προειδοποιώντας πως εάν δεν καταστεί γρήγορα αντιληπτό ως τέτοιο, μπορεί και να επιτύχει.
Αλήθεια, Τίμοθι; Δεν το βλέπουν, όμως, έτσι όλοι οι Αμερικανοί, κι ας είναι έτσι. Την ίδια στιγμή που πέφτεις μέσα στην προσέγγισή σου, πέφτεις και έξω, διότι τους αναγνωρίζεις ως πολίτες, ενώ συμπεριφέρονται ως ιδιώτες
Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, συνέχισε ο καθηγητής από το Yale, η δύναμη της εξουσίας είναι περισσότερο ψηφιακή παρά μια δύναμη φυσικής επιβολής. Αναφερόμενος στις αιφνιδιαστικές εισβολές των ανθρώπων του Ίλον Μασκ στις εγκαταστάσεις των ομοσπονδιακών υπηρεσιών του κράτους, οπλισμένων τότε ακόμη όχι με όπλα αλλά με σκληρούς δίσκους για την αρπαγή δεδομένων από τους υπολογιστές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης —αυτή τη βδομάδα, όμως, εισέβαλαν και με συνοδεία ενόπλων ομοσπονδιακών πρακτόρων στο κτήριο του U.S. Institute of Peace—, ο Σνάιντερ εξήγησε πως τα κτήρια και οι εργαζόμενοι σ’ αυτά υπάρχουν για να προστατεύουν τις διεργασίες των υπολογιστών, και επομένως τις διεργασίες της κυβέρνησης συνολικά· πρόκειται για πραξικόπημα, διότι μήτε ο Μασκ, που διαθέτει μεγαλύτερη εξουσία από τον 47ο πρόεδρο, μήτε όσοι εργάζονται γι’ αυτόν επικαλούμενοι αόριστα κάποιες «άνωθεν διαταγές» διαθέτουν τη νομιμοποίηση για κάτι τέτοιο, δεν ασκούν έγκυρη εξουσία [authority, πβλ. προηγούμενη Συμβολή μου για την αυθεντία, λατ. auctoritas], και γιατί, επιπλέον, πρόθεση της παράνομης δράσης τους είναι να ξηλώσουν τις δημοκρατικές λειτουργίες και να παραβιάσουν δικαιώματα.
Γράφει ο Σνάιντερ: «Ένα πραξικόπημα τελεί εν εξελίξει, σε βάρος των Αμερικανών ως κατόχων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αξιοπρέπειας, και εναντίον των Αμερικανών ως πολιτών ενός δημοκρατικού πολιτεύματος». [«A coup is underway, against Americans as possessors of human rights and dignities, and against Americans as citizens of a democratic republic»].
Αλήθεια, Τίμοθι; Δεν το βλέπουν, όμως, έτσι όλοι οι Αμερικανοί, κι ας είναι έτσι. Την ίδια στιγμή που πέφτεις μέσα στην προσέγγισή σου, πέφτεις και έξω, διότι τους αναγνωρίζεις ως πολίτες, ενώ συμπεριφέρονται ως ιδιώτες. Το να είσαι πολίτης σε οδηγεί μπροστά στο χρέος να κληθείς να γίνεις και οπλίτης, με τα όπλα της στιγμής, που όπως είπα στην αρχή όπλα λέγονταν και τα εργαλεία, προκειμένου να υπερασπιστείς την ταυτότητά σου ως πολίτη που μοιράζεσαι συνολικά μαζί με άλλους, όπως μαζί τους μοιράζεσαι τον ερχομό σας από κάποιο κοινό παρελθόν και τις προσδοκίες σας για ένα κοινό μέλλον.
Εάν μέσα στο μυαλό ή μέσα στη ζωή σου αποφύγεις να συμπεριφέρεσαι και ως ετοιμοπόλεμος οπλίτης, ίσως ποτέ να μην ήσουν μήτε πολίτης, αλλά να νόμιζες πως από κάποιο αυτόματο δικαίωμα σου ’χε παραχωρηθεί το προνόμιο, όλα αυτά δηλαδή που σου απονέμει ο νόμος, απλώς γιατί περπάτησες πάνω σε μια συγκεκριμένη γη μαζί με άλλους, μα ζώντας για τον εαυτό σου.
Αλήθεια, Μπομπ; Ποια τεκμήρια εισφέρεις για όσα λες, πέραν του ευσεβοποθισμού σου και της εμπιστοσύνης σου στην κατά βάθος αγαθή πρόθεση των ανθρώπων;
Προχθές, ο τέως υφυπουργός Εργασίας του Μπιλ Κλίντον και ακτιβιστής της προοδευτικής αριστεράς του Δημοκρατικού Κόμματος, Robert Reich, ανήρτησε μια ακόμα απελπισμένη έκκλησή του προς τους διεθνείς φίλους των Ηνωμένων Πολιτειών. Μας ζήτησε να μην παρεξηγήσουμε πως οι πράξεις της συμπροεδρίας Μασκ-Τραμπ εκφράζουν όλους τους Αμερικανούς, κάτι που επιχείρησε να τεκμηριώσει με τον ακόλουθο αδύναμο και ευάλωτο συλλογισμό:
«Σας παρακαλώ, ας έχετε υπόψη σας πως το καθεστώς Τραμπ δεν εκπροσωπεί την πλειοψηφία των Αμερικανών. Ο Τραμπ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2024 με βραχεία κεφαλή (1,5 τοις εκατό), αλλά οι μισοί Αμερικανοί δεν ψήφισαν, συμπεριλαμβανομένων πολλών που είχαν ψηφίσει υπέρ του Μπάιντεν το 2020. Δημοσκοπήσεις δείχνουν συστηματικά πως οι Αμερικανοί δεν στηρίζουν αυτά που κάνει ο Τραμπ». [«Please know that the Trump regime doesn’t represent the majority of Americans. Trump won the 2024 presidential election by a razor-thin (1.5 percent) margin, but half of all Americans didn’t vote, including many who voted for Biden in 2020. Polls consistently show most Americans do not support what Trump is doing»].
Αλήθεια, Μπομπ; Ποια τεκμήρια εισφέρεις για όσα λες, πέραν του ευσεβοποθισμού σου και της εμπιστοσύνης σου στην κατά βάθος αγαθή πρόθεση των ανθρώπων; Μονάχα το ποσοτικό δεδομένο πως δεν προσήλθαν άπαντες στις κάλπες, όταν έπρεπε, δεν σου επιτρέπει να ισχυριστείς πως γνωρίζεις τί πιστεύουν μηδέ τι τους εκφράζει στ’ αλήθεια. Αυτό το εκχώρησαν στους άλλους που προσήλθαν, και είναι υπεύθυνοι για την απραξία τους, που είναι κι αυτή μια πράξη, ίσως η βαρύτερη.
O John Stuart Mill είχε πει: «Κάποιος μπορεί να βλάψει άλλους όχι μονάχα με τις πράξεις του αλλά και με την απραξία του, και σε κάθε περίπτωση δικαίως καθίσταται υπόλογος σε κείνους για τη βλάβη». [«A person may cause evil to others not only by his actions but by his inaction, and in either case he is justly accountable to them for the injury»].
Ο Edmund Burke είχε πει: «Το μόνο που αρκεί για τον θρίαμβο του κακού είναι να μην κάνουν τίποτα οι καλοί άνθρωποι». [«The only thing necessary for the triumph of evil is for good men to do nothing»].
O Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε πει: «Ποτέ δεν ανησυχώ για τις πράξεις, παρά μονάχα για την απραξία».
Ο 26ος Αμερικανός πρόεδρος, Theodore Roosevelt, είχε πει: «Οποτεδήποτε απαιτείται μια απόφαση, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να κάνεις το σωστό, το επόμενο καλύτερο είναι να κάνεις το λάθος, και το χειρότερο απ’ όλα είναι να μην κάνεις τίποτα». [«In any moment of decision, the best thing you can do is the right thing, the next best thing is the wrong thing, and the worst thing you can do is nothing»].
O 35ος Αμερικανός πρόεδρος, John F. Kennedy, είχε πει: «Η πράξη έρχεται με ρίσκο και κόστος. Αλλά είναι πολύ μικρότερα από τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο της βολεμένης απραξίας». [«There are risks and costs to action. But they are far less than the long range risks of comfortable inaction»].
Ο Χαϊλέ Σελασιέ της Αιθιοπίας είχε πει: «Σε όλη την ιστορία, η απραξία εκείνων που μπορούσαν να είχαν δράσει, η αδιαφορία εκείνων που έπρεπε να είναι συνετοί, η σιωπή της φωνής της δικαιοσύνης τη στιγμή που ήταν απολύτως απαραίτητη, αυτές ήσαν που κατέστησαν δυνατό τον θρίαμβο του κακού». [«Throughout history, it has been the inaction of those who could have acted; the indifference of those who should have known better; the silence of the voice of justice when it mattered most; that has made it possible for evil to triumph»].
O Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε πει: «Ποτέ δεν ανησυχώ για τις πράξεις, παρά μονάχα για την απραξία». [«I never worry about action, but only inaction»].
Στον Τσώρτσιλ επίσης αποδίδεται εσφαλμένα ένα ειδάλλως ben trovato ρητό, ότι «μπορείς να εμπιστευθείς τους Αμερικανούς πως στο τέλος θα κάνουν το σωστό, αφού πρώτα δοκιμάσουν όλα τ’ άλλα». Όμως, τέτοια αισιοδοξία οφείλει κάπου να πατάει για να δικαιολογεί την ελπίδα. Σε ποια δεδομένα της πραγματικότητας;
Η απώλεια της ελπίδας σε μεγάλα τμήματα του λαού είναι το καύσιμο της δημαγωγίας του μεσσιανικού αυτοκρατορισμού
Δεν περιορίζεται μονάχα στις Ηνωμένες Πολιτείες το κρίσιμο παράδειγμα των ημερών μας, που για τη ζώσα μνήμη και τη ζώσα μορφή του πηγαίνει πίσω τρεις δεκαετίες, αφότου η συνετή διακομματική συνεργασία για το δημόσιο καλό, για το συμφέρον του λαού και του τόπου, έσβησε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την ακραία έριδα των ανερχόμενων δημαγωγών του Ρεπουμπλικάνου προέδρου της Βουλής Νιουτ Γκίνγκριτς κόντρα στον Μπιλ Κλίντον.
Ο διαμορφωτικός μετασχηματισμός εκείνης της εποχής εξελίχθηκε σε μια ολοένα ενισχυόμενη περιδίνηση μέσα στην αμφιπαραταξιακή πλέον δημαγωγία από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κι έπειτα, η οποία συνέθλιψε τη μεσαία τάξη και χρεοκόπησε ολόκληρες πόλεις, καθιστώντας το Αμερικάνικο Όνειρο κενό γράμμα που για να εξακολουθείς να το πιστεύεις θα έπρεπε πράγματι να κοιμάσαι.
Η απώλεια της ελπίδας σε μεγάλα τμήματα του λαού είναι το καύσιμο της δημαγωγίας του μεσσιανικού αυτοκρατορισμού, της ανάδυσης, δηλαδή, ηγετών που κατακτούν τη στήριξη του δήμου αυτοπροβαλλόμενοι ως μεσσιανικές φιγούρες, ως μοναδικά ικανοί να λυτρώσουν αυτοί και κανείς άλλος τη χώρα από κάθε κακό, κι ας πλατσουρίζουν φανερά μέσα στη φαυλότητα, και τάχα για τον σκοπό αυτό της λύτρωσης αξιώνουν να τους αναγνωριστεί πως κάθε εξουσία οφείλει στο εξής να πηγάζει αυτοκρατορικά από τους ίδιους, με την υποταγή των έως τότε απρόσωπων θεσμών του πολιτεύματος στην προσωπική τους αυθεντία, και με την επιβολή μιας ανερυθρίαστης «electoral monarchy», μιας μοναρχίας που τυπικώς (ακόμα) εκλέγεται.
Δεν έχει διαλάθει στους στοχαστές του καιρού μας πως οι τάσεις που καθίστανται κρατούσες νόρμες στις ΗΠΑ υπερχειλίζουν και διαχέονται και στη δική μας γηραιά ήπειρο, της οποίας οι θεσμικές αντοχές και η ετοιμότητα ανταπόκρισης δοκιμάζεται ήδη απέναντι σε παρόμοια φαινόμενα. Όμως τι κάνουμε γι’ αυτό, κι ας βλέπουμε πως σκοτεινιάζει;
Οι άνθρωποι του Μεσοπολέμου πίστευαν πως ήσαν μεταπολεμικοί, γιατί αρνούνταν να δούνε πως σύντομα θα γίνονταν προπολεμικοί.
* * *
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Michael Frank, «Εκατό Σάββατα. Η Στέλλα Λεβή και η αναζήτηση ενός χαμένου κόσμου (μετάφραση Σπύρος Κουλούρης, Εκδόσεις Ίκαρος)
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις πέντε αράδες, πήγα στο Goodreads για να μου λυθεί μια απορία. Και πράγματι μου λύθηκε. Ανατρίχιασα, γιατί ήταν αυτό ακριβώς που ήθελα, και περίμενα, να δω: οι πεντάστερες βαθμολογήσεις είναι οι πιο πολλές από όλες τις άλλες (45%, έναντι 38% των τετράστερων!), κάτι που είναι πολύ, πολύ σπάνιο. Και βέβαια το περίμενα αυτό γιατί δεν μπορείς παρά να αγαπήσεις αυτό το βιβλίο. Είναι τόσο καλογραμμένο, τόσο ανθρώπινο, τόσο συγκινητικό και σπαρακτικό, τόσο αληθινό —σαν να ακούς τη Στέλλα όλα αυτά τα Σάββατα, σαν να την ακολουθείς σ’ όλες αυτές τις ζωές που έζησε— που σε κρατά μέσα του σαν σε μια ζεστή αγκαλιά. Μια, λες, τραγουδισμένη ιστορία ομορφιάς, θάρρους και επιβίωσης που δεν θα φύγει από μέσα σου. Το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να φύγει από μέσα μας, έτσι κι αλλιώς. Μα ούτε και πρέπει να φύγει ποτέ.

- Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
«Purim Purim lanu», έλεγε μια παλιά ρήση στην Τζουντερία, «Pesah en la mano» – Το Πουρίμ είναι εδώ, το Πάσχα είναι κοντά. Και Πάσχα σήμαινε καθαριότητα και πλύσιμο όλων αυτών που είναι σε κοινή θέα. Αλλά και όλων αυτών που δεν φαίνονται. Η Στέλλα μού λέει πως αμέσως μόλις τελείωναν οι μερικές φορές θορυβώδεις εορτασμοί του Πουρίμ, μπορούσες να αισθανθείς μία αλλαγή στην ενέργεια της γειτονιάς. Οι μανάδες, οι κόρες και οι Ελληνίδες ή κάποιες φορές Εβραίες υπηρέτριες που είχαν προσληφθεί μόνο για εκείνες τις εβδομάδες ξεκινούσαν τότε την πιο σχολαστική καθαριότητα του χρόνου. Άδειαζαν ντουλάπες, ντουλάπια και συρτάρια, μετακινούσαν όλα τα τραπέζια και τις καρέκλες, τύλιγαν περσικά και τουρκικά χαλιά, έτριβαν τα πάντα με ένα μείγμα από νερό και ξύδι και τα άφηναν έξω να στεγνώσουν στην ταράτσα. Έπλεναν τους πολυελαίους, γυάλιζαν τα ασημικά, έβγαζαν το καλό σερβίτσιο από πορσελάνη από την κρεντέντσα όπου παρέμενε όλο τον χρόνο αχρησιμοποίητο. Τα σπίτια πλένονταν και μέσα και έξω. Έπειτα γινόταν σε ολόκληρη την Τζουντερία μία τελική επίθεση ενάντια στη βρομιά και στη σκόνη και στη λίγδα, αφού πλενόταν ακόμα και το κομμάτι του δρόμου που υπήρχε μπροστά από το σπίτι. Για την ακρίβεια, οι γείτονες έκαναν λεπτομερείς συνεννοήσεις μεταξύ τους για να σιγουρευτούν πως τα βρομόνερα από το ένα σπίτι δεν θα πάνε στο άλλο. Η Ερμάνα Λεόν ξεκινούσε την Πέμπτη το πρωί, κι έτσι η Ερμάνα Λεβή προγραμμάτιζε να ξεκινήσει λίγες ώρες αργότερα. Η επόμενη γειτόνισσα άρχιζε μία ώρα μετά, και το ίδιο γινόταν σε όλο το οικοδομικό τετράγωνο μέχρι το τέλος του δρόμου, το τέλος της βρομιάς, το τέλος της ημέρας.
- Νά και το οπισθόφυλλο:
Ένα συγκινητικό ταξίδι ζωής μέσα από τις αναμνήσεις της εκατοντάχρονης σχεδόν Στέλλας Λεβή. Μιας σύγχρονης Σεχραζάτ του Greenwhich Village που επέζησε της μεγαλύτερης κτηνωδίας του εικοστού αιώνα. Αναμνήσεις που μας μεταφέρουν στη ροδίτικη Τζουντερία, ένα ηλιόλουστο κομμάτι του Αιγαίου όπου για μισή χιλιετία άκμασε η εβραϊκή κοινότητα, μέχρι που οι Ναζί κατακτητές έστειλαν τους 1.650 κατοίκους της στο Άουσβιτς — ένα θαλασσινό και σιδηροδρομικό ταξίδι θανάτου με ελάχιστους επιζώντες· ο μεγαλύτερος σε διάρκεια και απόσταση εκτοπισμός Εβραίων στην ιστορία του Ολοκαυτώματος. Τα «Εκατό Σάββατα» είναι μια συγκλονιστική ιστορία ανθρώπινης επιβίωσης που υμνεί τη ζωή και την ελπίδα. Μια μοναδική αφήγηση, λίγο πριν το τέλος, που παράλληλα καταγράφει τη δημιουργία μιας τρυφερής και μεταμορφωτικής φιλίας μεταξύ αφηγήτριας και ακροατή.
- Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Michael Frank (Mάικλ Φρανκ) είναι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «What is missing» και του αυτοβιογραφικού έργου «The Mighty Franks», το οποίο το 2018 τιμήθηκε με το βραβείο JQ-Wingate και αναδείχθηκε ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς από τις εφημερίδες The Telegraph και The New Statesman. Το 2020 κέρδισε υποτροφία Guggenheim. Ζει με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη και στο Καμόλι της Ιταλίας.
Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Πώς βίωσε η Θεσσαλονίκη τον αχό των εξελίξεων
Οι άνθρωποι του Μεσοπολέμου πίστευαν πως ήσαν μεταπολεμικοί, γιατί αρνούνταν να δούνε πως σύντομα θα γίνονταν προπολεμικοί
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Εκείνον τον χειμώνα (18 Νοεμβρίου - 5 Δεκεμβρίου του 1984), ο Ψυχρός Πόλεμος μαινόταν ακόμα, και οι Σοβιετικοί, ακάθεκτοι, χρησιμοποιούσαν την ισχύ και την υπεροπλία τους στο άθλημα
Σκάκι, μπουζούκια, έρωτας και κατασκοπεία στη Θεσσαλονίκη του 1988
Τι ιστορίες κρύβει το πλοίο που τακτικά αγκυροβολεί στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης;
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ένας ζωγράφος που συνέδεσε το έργο του με τη Θεσσαλονίκη
Αναμνήσεις από το μέλλον: Πλατεία Ελευθερίας - Περαία σε 30 λεπτά!
Δεν υπάρχει ωραιότερη Θεσσαλονίκη από αυτή του φεστιβάλ
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ιστορίες νερού και μνήμες με σαπούνι και φιλιά με φόντο την πλατεία Αριστοτέλους
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν είναι πια μόνος στην Αριστοτέλους
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Στολές για κάθε εποχή, αναμνήσεις από όλους τους χρόνους
Μια ιστορία - κατόρθωμα αγάπης, θάλασσας και θεσσαλονικιώτικης ναυτοσύνης
Καρεκλάδικα, ψαράδικα, μανάβικα, ξηροκαρπάδικα, εκεί στην Άθωνος, καθόλου άδικα
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Η ζωή ρέει σαν ποτάμι στον πιο σπαρταριστό δρόμο της πόλης
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.