Πολεις

Στο σπίτι μας γίνονταν θαύματα

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στο σπίτι μας γίνονταν θαύματα
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

…OR IS IT JUST ME?

Στον μακρύ κατάλογο των πραγμάτων που απεχθάνομαι, η φράση: «Αυτοί που κάνουν σήμερα το Χ είναι αυτοί που τότε έκαναν το Ψ» (είναι πάντα λάθος, 100% λάθος, και κατά 99% ψέμα) είναι ένα κλικ μόνο πιο χαμηλά στον ηθικό μου κώδικα από τη φράση: «Μόνο εγώ βλέπω ότι…;» καθώς ο συντάκτης πάντα αναφέρεται σε έναν κοινό τόπο, σε κάτι που το ξέρουν, και το βλέπουν, άπαντες, που ο ίδιος θεωρεί μια στάλα ηλιθίους.

* * *

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Στην οικογένειά μας συνέβησαν πολλά θαύματα. Μια μέρα, στο σπίτι στα Κάστρα, ο άγιος Δημήτριος άρχισε να ταρακουνάει από μέσα το κρεμασμένο στον τοίχο εικονοστάσι, έκανε ακόμα και τους τοίχους να τρέμουν, άνοιξε τελικώς το πορτάκι σπάζοντας με βία και το τζαμλίκι, και πήδηξε στο τραπέζι με το μουσαμαδένιο πουά τραπεζομάντιλο. Κι εκεί έμεινε όρθιος και να τρέμει, αν και δεν ήταν παρά ένα κομμάτι τυπωμένο χαρτόνι 7 επί 10 εκατοστά, χωρίς να στηρίζεται κάπου, και το είδε η γιαγιά μου και ταράχτηκε πολύ. Έμαθα την ιστορία μία από τις επόμενες ημέρες, αλλά όχι και τον ακριβή λόγο που το έκανε αυτό ο άγιος, αν και οι μεγάλοι ήξεραν το γιατί και προσάρμοσαν αναλόγως τις πράξεις τους σχετικά με ένα ενδοοικογενειακό θέμα που τους απασχολούσε έντονα τότε.

Ιστορικά επίσης ήταν τα δάκρυα που έσταζαν πού και πού από τις εικονίτσες της Βρεφοκρατούσης που είχαμε φέρει από την Τήνο, πολύ μικρές εικονίτσες της Παναγίας και του Χριστού που κρεμούσαμε —ήταν δύο— από τα κάγκελα των κρεβατιών μας εγώ και η αδελφή μου. Ήταν δύο πολυθρόνες που άνοιγαν και γίνονταν κρεβάτια, μία σκούρα πράσινη και μία σάπιο μήλο. Δύο από αυτές τις σταγόνες θεράπευσαν την παρωτίτιδά μου (εμείς λέγαμε την αρρώστια «μαγουλάδες»), καθώς, όπως μού είπαν, ξύπνησα μέσα στη νύχτα, είδα το θαύμα —την Παναγία να δακρύζει— και έχρισα τους πρησμένους αδένες με τα δάκρυά της. Μετά από δυο-τρεις μέρες, ή άντε τέσσερις, ήμουν καλά.

Η άλλη γιαγιά μου, τέλος, μας έφτιαχνε και μας έδινε να έχουμε πάντα επάνω μας φυλαχτά με Τίμιο Ξύλο: ήταν σαν μικρά-μικρά τρίγωνα φουσκωτά μαξιλαράκια, όχι μεγαλύτερα από την άκρη του δαχτύλου σου, που τα συγκρατούσε μία παραμάνα στο κασκορσέ ή στο εσώρουχο, ή ακόμα και στα μαγιό μας, αν ήταν καλοκαίρι και παραθερίζαμε. Οι παραμάνες άνοιγαν καμιά φορά πάνω στο παιχνίδι ή όταν κολυμπούσαμε, και το φυλαχτό χανόταν, αλλά η γιαγιά μου είχε μεγάλες ποσότητες από τον Σταυρό και μας έφτιαχνε διαρκώς καινούργια. Ποτέ δεν μείναμε από τέτοια φυλαχτά, τόσο εμείς όσο και πολλοί φίλοι μας, αν και δεν τα δίναμε εύκολα σε συγγενείς που δεν πολυχωνεύαμε. Δεν έμαθα πώς ήρθε στα χέρια μας αυτό το κομμάτι του Σταυρού, αλλά αυτά τα πράγματα δεν είναι για να τα σκαλίζεις.

Διηγούμαστε, ακόμη, και κάμποσες άλλες ιστορίες όταν έχουμε όρεξη, για παράξενους ανθρώπους που μας επισκέπτονταν, ή για μισοανθρώπινες φιγούρες στον απέναντι τοίχο της πρασιάς, τη νύχτα, που μας έκαναν παράξενα νοήματα, ή για ζώα, σκύλους και γάτες, που επίσης έσωσαν πολλούς από εμάς από σίγουρο χαμό επειδή γάβγισαν την κατάλληλη ώρα ή κόμισαν με τον δυσεξιχνίαστο τρόπο τους κάποιο νέο.

Για να μην αναφέρω τον άγγελο, ή ίσως τον ίδιο τον Ιησού, που με τη μορφή ενός άγνωστου νέου, φορώντας μόνο ένα παντελόνι και με μια ουλή στα πλευρά σαν από μαχαίρι —αλλά προφανώς από τη Λόγχη του Πεπρωμένου, το τρομερό όπλο του εκατόνταρχου Λογγίνου—, βρέθηκε στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας μας στις 20 Ιουνίου 1978, το βράδυ που χτύπησε ο σεισμός, και κατέβηκε μαζί μας τις σκάλες τρέχοντας σαν τρελός και φωνάζοντάς μας να μην τυχόν πάρουμε το ασανσέρ γιατί ήταν επικίνδυνο — ώρες μετά, όταν συζητούσαμε γι’ αυτόν και τον ψάχναμε από πηγαδάκι σε πηγαδάκι, συνειδητοποιήσαμε πως είχε εξαφανιστεί, και πως δεν τον ήξερε κανείς, ούτε είχε συγκρατήσει κανείς τα χαρακτηριστικά του.

Αν και η γειτόνισσα, η κυρία Σ., σύζυγος σιδηροδρομικού υπαλλήλου, ακούγοντάς μας να μιλάμε γι’ αυτόν, κι ενώ έδειχνε να μη θέλει να δώσει πολλή βάση, ταραγμένη καθώς ήταν ακόμη από τον σεισμό όπως και όλοι μας, και με μια κομπινεζόν φορεμένη ανάποδα, είχε ένα ανεξιχνίαστο χαμογελάκι στα χείλια, που όλο τα δάγκωνε από μέσα, κι όλο τ’ άφηνε μόνο και μόνο για να τα ξαναδαγκώσει αμέσως μετά, στενεύοντας τα μάτια και σφίγγοντας το δροσερό ύφασμα στο στήθος της.

* * *

ΤΑ ΦΙΓΚΙΡΑΝ, Ή: Ο ΡΕΝΦΙΛΝΤ

Όταν σάς λένε (ακόμη και όταν τάχα μονολογούν στα Facebook, πάντα σε σένα μιλάνε) για τούτη ή για κείνη την ακτιβιστική δράση, για τούτη ή για κείνη την παράτολμη απόφαση, για τούτη ή για κείνη τη συμμετοχή σε διαδήλωση, εξέγερση, ανυπακοή, στάση, ανταρσία, αποστασία, ξεσηκωμό, επανάσταση κ.τ.σ., πριν καν ακούσετε τους πρώτους φθόγγους της φράσης τους, πριν καν φτιάξουν μικρά-μικρά κυματάκια στον αέρα του διαδικτύου, αναρωτηθείτε πόσα χρήματα (στο περίπου) έχουν στην τράπεζα. Αν έχουν πολύ περισσότερα από εσάς —πράγμα που ισχύει στο σύνολο των περιπτώσεων—, μη δίνετε σημασία σε ό,τι κι αν ακολουθήσει, σε ό,τι κι αν έχουν να σας πουν.

Είναι πάντα ψέματα, πάντα σάς δουλεύουν ψιλό γαζί (όχι ότι δεν δώσατε δικαιώματα: δώσατε, δώσατε…) και θέλουν να σας πάρουν ακόμη κι αυτά τα φαιδρά ψίχουλα που σας κρατάνε όρθιο. Ή απλώς θέλουν να είστε εκεί, κοντά τους, δίπλα τους, στα πόδια τους: ένα ακόμη φιγκιράν της ζωής τους, ένας κακομοίρης Ρένφιλντ. Πράγμα χειρότερο κι από τα φαιδρά ψίχουλα, πράγμα χειρότερο κι από όποια φαιδρότητα.

Στο σπίτι μας γίνονταν θαύματα

* * *

ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΗ

Η μεταφράστρια και επιμελήτρια κειμένων Χρύσα Φραγκιαδάκη προτείνει στους αναγνώστες του Ημερολογίου πράγματα που της τράβηξαν την προσοχή. Την ευχαριστούμε! Μάλιστα, από σήμερα ξεκινά μια νέα… υποστήλη στη στήλη της: Cats and the cities. Επεισόδιο 1ο, λοιπόν:

Τόκιο: Η Γάτα που Γνέφει

Τις προάλλες έβλεπα ένα βιντεάκι για το Τόκιο, ένα από αυτά τα «walking in…», που ο δημιουργός τους κρατά την κάμερα του κινητού του στο ύψος των ματιών και περπατά στους δρόμους της πόλης του, σαν σύγχρονος flaneur. (Τα ανακάλυψα την περίοδο της πανδημίας, όταν, νομίζω, και άρχισαν να διαδίδονται, και έκτοτε μου έχουν σώσει τη ζωή αφού για χίλιους και έναν λόγους δεν ταξιδεύω πια). Κάποια στιγμή, ο περιπατητής έφτασε σε ένα καταπράσινο, γαλήνιο πάρκο, με διάσπαρτα κιόσκια και στη μέση έναν βουδιστικό ναό. Παντού γύρω υπήρχαν άπειρα αγαλματίδια μιας άσπρης γάτας με κόκκινο περιλαίμιο και κόκκινα αυτιά, μια φιγούρα που ίσως έχουμε δει σε φωτογραφίες από βιτρίνες και εσωτερικούς χώρους του Τόκιο. Το βίντεο δεν παρείχε άλλη πληροφορία (χωρίς λόγια και συχνά χωρίς καθόλου υπότιτλους είναι αυτά, συνήθως), αλλά αναζήτησα μέσω της φωτογραφίας και βρήκα ότι πρόκειται για τον βουδιστικό ναό Νταϊκετσάν Γκοτοκούτζι, στην ομώνυμη περιοχή της περιφέρειας Σεταγκάγια του Τόκιο. Και νά τι άλλα ωραία βρήκα:

Ο ναός, που σε πρώτη ματιά φαίνεται ένα απλό ζεν καταφύγιο, θεωρείται ως τόπος καταγωγής μιας γάτας, για την οποία υπάρχει ο εξής γοητευτικός θρύλος: Την πολυύμνητη Περίοδο Έντο (17ος αι.), ζούσε εκεί ένας φτωχός μοναχός, που μοιραζόταν τα ελάχιστα μέσα βιοπορισμού και αισθήματα αγάπης και αφοσίωσης με μια γάτα, την Τάμα. Μια μέρα, βρέθηκε κοντά στον ναό ένας πλούσιος σαμουράι, ο Ναοτάκα Λι, αναζητώντας καταφύγιο από την άγρια καταιγίδα που μαινόταν στην περιοχή. Κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, παρατήρησε την Τάμα, που στεκόταν μπροστά στην πύλη του ναού και του έγνεφε με τη μια πατούσα της σηκωμένη, σαν να τον καλούσε να πάει κοντά της. Λίγο από περιέργεια για την περίεργη συμπεριφορά της γάτας και περισσότερο από την ανάγκη να προφυλαχτεί, ο σαμουράι ακολούθησε την Τάμα μέσα στον ναό, για να δει έκπληκτος, ύστερα από λίγα λεπτά, έναν κεραυνό να πέφτει ακριβώς στο σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως. Ευγνώμων στη γάτα που του έσωσε τη ζωή, ο Ναοτάκα Λι έγινε προστάτης του ναού, χρηματοδότησε την αποκατάστασή του και εξασφάλισε τη διαρκή ευημερία του. Μετά τον θάνατο της Τάμα (που έζησε το υπόλοιπο της ζωής της χορτασμένη και λατρεμένη), δημιουργήθηκε προς τιμήν της το αγαλματάκι Maneki Neko (η γάτα που γνέφει), ως φυλακτό και σύμβολο καλής τύχης.

Στο σπίτι μας γίνονταν θαύματα

Σήμερα ο ναός Γκοτοκούτζι είναι τόπος έλξης για τους απανταχού γατόφιλους και για τους αναζητητές της τύχης. Οι χώροι του είναι γεμάτοι με ίσως και χιλιάδες αγάλματα Maneki Neko, από μικροσκοπικά ειδώλια μέχρι τεράστιες κεραμικές γάτες, όλες με το δεξί πόδι υψωμένο σαν να καλούν αυτόν που τις κοιτάζει. Υπάρχουν κάποιες παραλλαγές στη στάση: ενώ η υψωμένη δεξιά πατούσα σημαίνει καλή τύχη στο σπιτικό σου, η αριστερή σημαίνει καλή τύχη στα επαγγελματικά θέματα. Επίσης κάποιες γάτες μοιάζει να σου ζητούν να κάνεις «κόλλα το», ενώ άλλες κρατάνε ένα νόμισμα. Αυτές όμως είναι τοπικές προτιμήσεις: οι κλασικές γάτες Maneki Neko μένουν πιστές στο προσκλητήριο νεύμα όπως περιγράφεται από την παράδοση.

Οι επισκέπτες μπορούν να αγοράσουν ένα φυλακτό Maneki Neko για να το πάρουν μαζί τους, αλλά πιστεύεται ότι το «θαύμα» συμβαίνει όταν αφήνεις εσύ ένα αγαλματάκι ως προσφορά ή ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Έτσι τροφοδοτείς το απόθεμα φυλακτών του ναού και, σε αντάλλαγμα, παίρνεις καλή τύχη. Στις συναλλαγές με τις γάτες κερδίζουν, κλασικά, οι γάτες· με τη Maneki Neko, η συναλλαγή είναι win-win!

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Ben Wilson, «Αστική ζούγκλα» (μετάφραση Χριστόδουλος Λιθαρής, Εκδόσεις Διόπτρα)

Διορατικό, γεμάτο πληροφορίες που δεν είχαμε ιδέα ότι θέλαμε να ξέρουμε, με πραγματική αγάπη για τη φύση αλλά και για την αστική ζωή (καθώς αγαπάμε τις πόλεις και δεν πρόκειται ποτέ να ζήσουμε στα βουνά), με ξεχωριστό στιλ και ήρεμη, καθησυχαστική και ταυτόχρονα συναρπαστική πρόζα ακόμη και όταν πρόκειται για καταστάσεις και γεγονότα όχι ακριβώς ευχάριστα: νά ένα αξιανάγνωστο non-fiction βιβλίο, πλημμυρισμένο με εντυπωσιακές λεπτομέρειες σχετικά με την ικανότητα της φύσης να επιβιώνει κάτω και από τις πιο αντίξοες, ακόμη, συνθήκες. Όποιος αγαπά τις πόλεις και τα οικοσυστήματά τους και θεωρεί τον εαυτό του ένα μικρό μεν ζωτικής σημασίας δε κομμάτι της ανθρώπινης αλυσίδας που (οφείλει να) μεριμνά για το περιβάλλον και την προστασία του, θα απολαύσει την ανάγνωση της «Αστικής ζούγκλας». Για να το πούμε κι αλλιώς: πρόκειται για ένα νηφάλιο και καλά τεκμηριωμένο βιβλίο, που θα σας κάνει να βλέπετε την πόλη σας με άλλο μάτι.

  • Νά όμως τι μας είπε ο Χριστόδουλος Λιθαρής, μεταφραστής του βιβλίου — τον ευχαριστούμε πολύ: 

Ο άνθρωπος από την αρχή είχε μια σχέση αγάπης και φόβου με τη φύση. Συχνά την απέκλειε από τις τεχνητές πόλεις του και επινοούσε εντός τους μια δαμασμένη, εξημερωμένη μορφή της — αποστράφηκε τις ζούγκλες και τα δάση, βάζοντας στη θέση τους παρτέρια, γκαζόν, περιποιημένους κήπους: φύση χωρίς την αταξία και το χάος της πραγματικής, σφριγηλής ζωής. Ο Μπεν Γουίλσον μάς παρουσιάζει την ιστορία της φύσης όπως έχει υφανθεί αλληλένδετα με τις πόλεις μας, όπου συνεχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία της και να ακμάζει. Μας πηγαίνει από την αισθητική τελειότητα των κήπων των αρχαίων περσικών πόλεων στα χορταριασμένα βομβαρδισμένα οικόπεδα του Λονδίνου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις χωματερές που γίνονται οικόπεδα στις ΗΠΑ, στις ανάμικτες με δάση πόλεις στην Ινδία. Μας μιλά για ρακούν στο Σικάγο, αστικά πρότζεκτ επαναγριοποίησης, παρκοτοπία, κατωφλικούς χώρους. Δείχνει τη δύναμη των οικοσυστημάτων και την πολύτιμη βοήθεια που θα προσφέρουν στις πόλεις μας ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Το βιβλίο είναι μια σύνοψη της πορείας του πολιτισμού μέσα από την αναπόφευκτη, ζωτική αλληλεπίδρασή του με τον ζωντανό κόσμο γύρω μας.

Στο σπίτι μας γίνονταν θαύματα
  • Διαβάστε και ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο: 

Τα δέντρα αποθηκεύουν και φιλτράρουν το νερό της βροχής· επίσης όμως εξασφαλίζουν ότι θα πέσει. Συνήθως νομίζουμε ότι η βροχή προέρχεται από το νερό που εξατμίζεται από τους ωκεανούς. Αυτό ισχύει για τις παράκτιες περιοχές. Όμως στην ηπειρωτική ενδοχώρα, ένα μεγάλο μέρος του υετού προέρχεται από τη διαπνοή των δασών: τα δέντρα απορροφούν υγρασία από το έδαφος και την απελευθερώνουν στον αέρα, όπου σχηματίζει «ένα ποτάμι στον ουρανό». Με αυτόν τον τρόπο η βροχή ανακυκλώνεται πολλές φορές. Μια μελέτη σε είκοσι εννέα μεγαπόλεις του κόσμου διαπίστωσε ότι η προμήθεια νερού σε δεκαεννέα από αυτές εξαρτάται από την εξάτμιση και τη διαπνοή της βλάστησης. Γιγαντιαίες πόλεις όπως το Καράτσι, η Σαγκάη, η Γουχάν, το Τσονγκτσίνγκ, η Κινσάσα, η Καλκούτα και το Δελχί είναι ευάλωτες στη διατάραξη του υδάτινου κύκλου τους, καθώς και των τοπικών κλιμάτων τους, εξαιτίας της αποδάσωσης. Το 2015 το Σάο Πάολο επλήγη από καύσωνες και μεγάλη λειψυδρία ως αποτέλεσμα της κοπής δέντρων. Όπως και στις γερμανικές πόλεις ή τη Νέα Υόρκη, οι πόλεις πρέπει όντως να «αγοράσουν» δάση για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Χωρίς δάσος, δεν υπάρχει πόλη: αυτό θα έπρεπε να είναι το σύνθημα κάθε σύγχρονης μητρόπολης. Όταν αντικαταστήσαμε το ξύλο με άνθρακα, φυσικό αέριο και ηλεκτρισμό και όταν αρχίσαμε να φέρνουμε νερό στο σπίτι μέσω αγωγών, χάσαμε μια στενή, απτή σχέση ανάμεσα στην πόλη και δάσος. Οι πόλεις δεν μπορούν να αποκοπούν από το φυσικό τους περιβάλλον.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Ξέρατε ότι η Νέα Υόρκη έχει περισσότερα είδη χλωρίδας από το Εθνικό Πάρκο Γιοσέμιτι; Ότι ένα εγκαταλελειμμένο διυλιστήριο πετρελαίου στο Έσεξ έχει το παρατσούκλι «το τροπικό δάσος της Αγγλίας», επειδή περιέχει άφθονα σπάνια φυτά και έντομα; Οι σκουπιδότοποι, οι εγκαταλελειμμένες τοποθεσίες, οι λωρίδες γης πίσω από φράχτες, τα έρημα τοπία δίπλα σε σιδηροδρομικές γραμμές πολλές φορές κρύβουν θησαυρούς της φυσικής ζωής. Αυτά τα σημεία των πόλεων συχνά μας παρέχουν καρπούς, καύσιμα, συστατικά για φάρμακα και χώρους για παιχνίδι και αναψυχή. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πόλης και εξοχής είναι αχνή. Η πόλη και η φύση ήταν ανέκαθεν στενά συνδεδεμένες και μόνο πρόσφατα, με την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, απομακρυνθήκαμε τόσο πολύ από αυτή την «παράδοση». Το βιβλίο είναι κυρίως η ιστορία της ανάγκης του ανθρώπου να διατηρήσει την επαφή του με τη φύση, να πολεμήσει ενάντια σε άπληστους επενδυτές και στενόμυαλη ανάπτυξη, μιας και το κόστος της εγκατάλειψης της φύσης είναι τεράστιο. Ο Ben Wilson –συγγραφέας του «METROPOLIS: Η ιστορία των πόλεων, της μεγαλύτερης ανακάλυψης του ανθρώπου»– εξετάζει πώς μπορεί να επιβιώσει ο πλανήτης σε μια εποχή κλιματικής κρίσης.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο Ben Wilson έχει πτυχίο και μεταπτυχιακό στην Ιστορία από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Είναι ο συγγραφέας έξι ακόμα βιβλίων, μεταξύ των οποίων το διεθνές best seller «METROPOLIS: Η ιστορία των πόλεων, της μεγαλύτερης ανακάλυψης του ανθρώπου», το «What Price Liberty?», για το οποίο έλαβε το βραβείο Somerset Maugham, και το «Empire of the Deep: The Rise and Fall of the British Navy», που μπήκε στη λίστα των best seller των Sunday Times. Είναι σύμβουλος σε διάφορα ιστορικά τηλεοπτικά προγράμματα και έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση και στο εθνικό ραδιόφωνο στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία. Έχει γράψει για τα έντυπα The Spectator, The Literary Review, The Independent On Sunday, The Scotsman, Men’s Health, The Guardian Online και GQ.

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

Στο σπίτι μας γίνονταν θαύματα
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.