- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πλατεία Ναβαρίνου: Αυτή είναι η γειτονιά μου, γάτε!
«Συναρπαστική ποιητικότητα και υπαρξιακός ίλιγγος! Αυτό νιώθω στο Ναβαρίνο κάθε φορά που περιπλανιέμαι στα στενά του»
Δρόμοι, άνθρωποι, στιλ, ιδέες, τάσεις, γεύσεις, ήχοι, τέχνη και urban μητροπολιτικό πρόσημο. Μια καθημερινή ανταπόκριση με όλα τα νέα και σφραγίδα 100% Θεσσαλονίκη.
Το σινέ Ναβαρίνο έγινε κινεζάδικο και το Cassius, από όπου την δεκετία του ’80 οι modάδες και τα πανκιά ψώνιζαν ρούχα με στιλάκι Κάρναμπι Λοντίνιουμ ή Βίβιεν Γουέστγουντ, πάει καιρός που αποχαιρέτησε. Στη θέση του δουλεύει ένα φρεσκοχυμάδικο- κοκτεϊλάδικο, όμως κατά τα άλλα η γειτονιά, μέσες άκρες, παραμένει ίδια και απαράλλαχτη: Πλατεία Ναβαρίνου, χαλαρός και αραχτός στο καφέ Αστόρια. Μέσα θέα ο Ίγκι και ο Μπάουι, έξω τα αιώνια κόζια, οι φρουροί, ήτοι το Γαλεριανό Ανάκτορο και το αγαλματάκι του Θεσσαλονικιού κατουρλή αλά Μάνεκεν Πις της Βρυξέλλας. Το καφέ Αστόρια, ο Γαλέριος και ο Κατουρλής είναι τα σήματα κατεθέντα ενός Ναβαρίνου που, οπότε το επισκέπτομαι, νιώθω ότι κάνω τουρισμό στα νιάτα μου. Γαλέριο έλεγαν και το παραδιπλανό από το Αστόρια καφενείο και έτσι συνεχίζουν να το λένε, αλλά καιρό τώρα ο κατάλογος από τα τίλια το γύρισε σε μεσογειακό μεζεδοτσιπουράδικο και, αντί για τους συνταξιούχους που έπαιζαν μπουρλότο, τώρα το προτιμούν για σοσιαλάιζινγκ άλλες ηλικίες.
Δέκα λεπτά πριν έρθω στο Αστόρια, ανεβαίνοντας τη Δημητρίου Γούναρη, αγόρασα από το Κεντρί το «Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε», την πρώτη του ποιητική συλλογή, υπογραφή Παύλος Παυλίδης. Σάμπλερ: «Στα δένδρα που είχαν λέξεις έβαλα πουλιά/ Λες και θα σιωπούσαν κάποτε/ Στα ποτάμια που κυλούσαν νοήματα έβαλα νερά/ Λες και θα στερεύαν κάποτε/ Τα κατέστρεψα και ησύχασα/ Από τότε η ζωή είναι τόσο καλή και δίκαιη μαζί μου/ Βλέπω ένα κορίτσι ν’ ακουμπάει ένα ποδήλατο/ Σ’ ένα δένδρο στην όχθη ενός ποταμού/ Ακούω τα πουλιά και δεν καταλαβαίνω λέξη». Και το βιβλιοπωλείο Κεντρί από όπου τσίμπησα τα ποιήματα του Παύλου είναι σύμβολο για τα πέριξ της ναβαρινικής επικράτειας. Στα ένδοξα χρόνια της γειτονιάς, τότε που σύχναζαν εδώ μοϊκανοί, φρικιά και άλλες εκλεκτές φυλές της θεσσαλονικιώτικης αλτερνατίβας («είναι τα Εξάρχεια της Θεσσαλονίκης έγραφαν τα λαϊφστάιλ αθηναϊκά περιοδικά, που αμέτι μουχαμπέτι όλα εδώ επάνω έπρεπε να θυμίζουν κάτι από τα από κάτω»), στο Κεντρί έβρισκες εκτός από βιβλία και κάθε είδους ασπρόμαυρο φανζίν και αριστερού οίστρου έντυπο κυκλοφορούσε.
Πάνκηδες στο Ναβαρίνο δεν έχει πια, ούτε χασισοπότες και πρεζόνια, αλλά από αριστερού οίστρου έντυπα στο Κεντρί όρεξη να έχεις να τα μετράς και να τα ενισχύεις. Ξεφυλλίζω τα ποιήματα του Παυλίδη και σκέφτομαι πως ο τίτλος τους ταιριάζει γάντι με αυτό που νιώθω κάθε φορά που έρχομαι στο Αστόρια ή διαλέγω να δειπνήσω στο Βαρύ Πεπόνι (μακράν το πιο γκουρμέ εστιατόριο των πέριξ), ή να πιω ένα ποτό στις Ενοχές (μπαρόκ, γκροτέσκ και πολυαγαπημένο μπαρ με πομπώδη θεατρική διακόσμηση που λατρεύω). Κι επειδή σαν τα ταρτάκια και την τούρτα με τέσσερις σοκολάτες της Ζάχαρης στη Βύρωνος δεν βρίσκω πουθενά αλλού, έτσι αναπόφευκτα ο δρόμος πάντα θα με βγάζει στην πλατεία. «Αυτή είναι η γειτονιά μου, γάτα», παραφράζω τον Παύλο λίγο μετά, όταν βγαίνω από το καφέ Αστόρια και πέφτω πάνω στον ασπρόμαυρο ζουμπουρλή γάτο του μπαρ Ενοχές, γάτος θρυλική μορφή και σήμα κατατεθέν της πλατείας επίσης.
Συναρπαστική ποιητικότητα και υπαρξιακός ίλιγγος! Αυτό νιώθω στο Ναβαρίνο κάθε φορά που περιπλανιέμαι στα στενά του τα τίγκα στα σουβενιράδικα. Όσα χρόνια και να περάσουν, όσο και να αλλάξει η Θεσσαλονίκη, εδώ θα με τυλίγει πάντα μια θαλπωρική και νοσταλγική αχλύ, μια αίσθηση πως ο χρόνος και τρέχει αλλά και μένει ακίνητος ταυτόχρονα. Μια παλίρροια από αναμνήσεις με πηγαινοφέρνει χρονικά πίσω και μπροστά, σε πρότερες αλλά και παρούσες στιγμές ζωής. Δεν είσαι βέρος Θεσσαλονικιός αν δεν έχεις ξοδέψει κι εσύ κομμάτια των πιο εκλεκτών σου χρόνων τρώγοντας τοστ ή τσαλακώνοντας αλμυρογλυκές κρέπες στο Βαλεντίνο ή την Ευρώπη, ή ρουφώντας χυμούς και τρώγοντας «κρέμες ομορφιάς» στη Φρουτοποία.
Γκοθάκια χαλβαδιάζουν πέτσινα με καρφιά και μπλουζάκια Cure στο Naya and Piu, γκραφιτάδες ψωνίζουν σπρέι από τη The Box gallery, στη βιτρίνα του Επίκεντρου του Παπασαραντόπουλου δεσπόζει η ανατυπωμένη Χάνα Άρεντ, στο Μπακάλικο του Νίκου τσιπουροκαταστάσεις, στο παραδιπλανό στενό της Ισαύρων βλέπω τη λαοθάλασσα που πίνει ρούμια στο Έλξατε και τα παιδιά που χτυπούν τατουάζ στο Lazy Bones. Σβώλου, Ιπποδρομίου, Γρηγορίου Παλαμά, από Καμάρα ως και Τσιμισκή που αρχίζει και τελιώνει η Δημητρίου Γούναρη. Γνώριμοι δρόμοι. Σκωροφαγωμένες από τον χρόνο πολυκατοικίες, όλα τριγύρω μοιάζουν με χθες φυτεμένο στο τώρα. Όλα δείχνουν αληθινά και όλα είναι ένα ψέμα ή μια ανάμνηση που τη σάπισε η υγρασία του χειμώνα.
Στη βιτρίνα του Ζαχαρία - δίσκοι μεταχειρισμένοι και παλιά βινύλια, ψάχνω μπας και παίζει η Ξεσσαλονίκη των Σπαθιών και οι παλιές ποιητικές του Παυλίδη: «Όλα γυρίζουν σαν τρελά ρόδες που παν στο πουθενά…».