Πολεις

2025: Μια χαρά τα πάει ώς εδώ, λήχ’ το

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
2025: Μια χαρά τα πάει ώς εδώ, λήχ’ το
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

ΤΕΛΟΣ ΣΤΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ

Το καλό με το τέλος της εορταστικής περιόδου είναι ότι μαζί της απομακρύνεται και η εορταστική μελαγχολία, που τόσο μάς ταλαιπώρησε όλους, και επιστρέφει η εργοστασιακή, η μόνιμη, η επίσημη, η μελαγχολία που ξέρουμε και αγαπάμε.

2025: Μια χαρά τα πάει ώς εδώ, λήχ’ το

* * *

CRINGE

Έφταιγε ίσως η δεύτερη βασιλόπιτα, δεν ξέρω, κάτι τέτοιο τέλος πάντων —ήταν και του ενάμισι κιλού, το οικογενειακό μέγεθος, και άλλωστε την έφαγα με ζεστό γάλα και κασέρι—, αλλά έπεσα μεσημέρι για ύπνο σκασμένος, με όλη την προπόνηση του τελευταίου διμήνου να έχει πάει χαράμι, και είδα πως ήμουν, λέει, σε μια εκπομπή σε ένα περιφερειακό κανάλι και μιλάγαμε (μάλλον, τι άλλο) για βιβλία (όχι ότι ξέρω τίποτε για τα βιβλία, αλλά σίγουρα δεν ξέρω το παραμικρό για οτιδήποτε άλλο), όταν ξαφνικά ήρθε ένας Χαρούμενος Άνθρωπος και είπε, «Μπουζουκάκι!» και άρχισε να παίζει όρθιος σαν τον Νικολόπουλο, και εγώ σαν αυτόματο σηκώθηκα και χόρεψα ζεϊμπέκικο, ενώ οι άλλοι στο πάνελ μού χτυπάγαν παλαμάκια και βαράγαν πού και πού την παλάμη τους στο πάτωμα του στούντιο.

Ξύπνησα κάθιδρος, παπί. Δεν έχω ντραπεί τόσο στη ζωή μου — και έχω στείλει ενθουσιώδες μήνυμα σε άνθρωπο για το τρομερά γενναιόδωρο σχόλιό του σε μια δημόσια συζήτηση στο Facebook, και μου είπε ότι εννοούσε τον Τάσο Αθανασιάδη. Είμαι δε από αυτούς που πιστεύουν ότι πιάνεται και η ντροπή στον ύπνο μας. Όλα μετράνε, μονά αποδεκτά.

* * *

Ο ΣΟΦΟΣ ΛΑΟΣ

Δεν είμαι ο πιο κοινωνικός άνθρωπος, ούτε εμπιστεύομαι την κρίση των πολλών. Αναφορικά, μάλιστα, με την τελευταία, παλεύω πάντα με την τάση που όλο φουσκώνει και αναδεύεται μέσα μου να μην την απορρίπτω εξαρχής σαν λανθασμένη και γελοία. Αν και τελικά σπανίως τα καταφέρνω. Ταυτόχρονα, απεχθάνομαι το γούστο της πλειοψηφίας. Είναι ασφαλώς κάτι γενετικό, μολονότι υπήρξαν και λόγοι που, μεγαλώνοντας, με έκαναν να ισχυροποιήσω αυτό το κάτι που προϋπήρχε μέσα μου — αυτό το κουσούρι.

Ένα από αυτά συνέβη όταν ήμουν κάπου δέκα με έντεκα χρονών. Το θυμήθηκα ξανά πρόσφατα στην επάνω με έναν φίλο για τα πεντάρια και τα δεκάρια που τρέχουμε το πρωί.

Κάναμε λοιπόν κάτι αγώνες δρόμου στο σχολείο, που εκ των προτέρων ήξερα ότι θα τους κερδίσω. Ήμουν πολύ γρήγορος και δεν πίστευα ότι γινόταν να χάσω. Δεν είχα τέτοια δεδομένα παρατηρώντας τις επιδόσεις των συμμαθητών μου. Ως εκ τούτου, ήμουν ήσυχος.

Ο αγώνας συνίστατο στο να τρέξουμε από τον ένα τοίχο του προαυλίου μέχρι τον άλλο, να τον ακουμπήσουμε, να κάνουμε γρήγορη μεταβολή και να επιστρέψουμε στην αφετηρία. Όπως υπολογίζω τώρα, πρέπει να ήταν μία συνολική απόσταση εκατόν πενήντα μέτρων, ή κάτι τέτοιο. Δεν κάναμε ακριβώς προκριματικούς, γιατί όποτε επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο το αποτέλεσμα ήταν χαοτικό: όλοι ήθελαν να τρέξουν με όλους, και καταλήγαμε με ένα τσούρμο αγόρια που σκόνταφταν το ένα πάνω στο άλλο και κατέστρεφαν το άθλημα ποδοπατώντας κάθε λογική. Αντίθετα, μία επιτροπή που συστάθηκε χωρίς να λογοδοτήσει κάπου επέλεξε είκοσι παιδιά που ήταν περισσότερο ή λιγότερο προφανές πως μπορούσαν να διεκδικήσουν κάποια από τις πρώτες θέσεις, ή έστω να τερματίσουν τη διαδρομή. Θα γίνονταν δύο ημιτελικές κούρσες, και αμέσως μετά —σε ένα επόμενο διάλειμμα— ο τελικός, όπου θα συμμετείχαν οι πέντε πρώτοι από κάθε σειρά.

Έτρεξα χωρίς να βάλω τα δυνατά μου στον δικό μου ημιτελικό και πλασαρίστηκα εύκολα στην πεντάδα, παρακολουθώντας απλώς τους προπορευόμενους. Περισσότερα προχώρησα, εδώ που τα λέμε, παρά έτρεξα. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία στη δεύτερη σειρά, και απλώς περίμενα την ώρα του μεγάλου τελικού. Εκεί έτρεξα πράγματι γρήγορα, και τερμάτισα με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, πάνω από δέκα μέτρα, μπορεί και περισσότερα. Ήταν κάτι που μπορούσα να το κάνω. Ακόμη είμαι γρήγορος στα πόδια.

Συνέβη όμως και κάτι που με τάραξε: ξαφνικά, καμιά δεκαριά παιδιά με άρπαξαν, με σήκωσαν στα χέρια και με περιέφεραν στην αυλή υπό τις πανηγυρικές επευφημίες σχεδόν όλου του σχολείου. Ήταν πολύ άβολο και δεν το χάρηκα ούτε στα κρυφά.

Όμως τότε ήρθαν από κάποια απόμακρη γωνία κάποια άλλα παιδιά, της έκτης —εγώ ήμουν μια χρονιά μικρότερος—, που διαμαρτυρήθηκαν στους ελλανοδίκες για μονομέρεια και δήθεν παράνομους αποκλεισμούς. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε ασφαλώς καθόλου, καθώς οι αγώνες ήταν ανοικτοί και γνωστοί από καιρό στους πάντες. Ωστόσο, η επιτροπή υπαναχώρησε και αποφασίστηκε να διεξαχθεί ακόμη ένας τελικός, μεταξύ των πέντε πρώτων του προηγουμένου και άλλων πέντε αγοριών από τα τμήματα της έκτης, που θα μας τους υποδείκνυαν οι ίδιοι, χωρίς βέβαια προκριματικούς. Έτσι και έγινε. Ανάμεσα στους πέντε καινούργιους, ήταν και ένα ψηλό αγόρι που όλο χαμογελούσε.

Δεν τα ήξερα αυτά τα παιδιά, που γενικώς απέφευγαν εμάς τους μικρότερους. Βέβαια, τους αποφεύγαμε και εμείς, όχι από απέχθεια όπως εκείνοι, αλλά μάλλον από φόβο. Ήταν ένα βήμα πριν το γυμνάσιο και το μάτι τους γυάλιζε από προσμονή.

Εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να τρέξω ξανά για να διασφαλίσω τα πρωτεία μου, οπότε στήθηκα στην αρχή αρκετά σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα. Και δόθηκε το σήμα του αφέτη. Και έφυγα πρώτος, με το κεφάλι κάτω και σφιγμένες γροθιές.

Κάπου στα εξήντα μέτρα όμως, κι ενώ ώς τότε άκουγα πίσω μου την ανάσα του ψηλού παιδιού από την έκτη τάξη που με κυνηγούσε, κατάλαβα πως κάτι συνέβαινε. Κάτι είχε αλλάξει. Έστρεψα το κεφάλι μου και είδα πως το αγόρι που όλο χαμογελούσε είχε ήδη κάνει μεταβολή και έτρεχε προς τα πίσω.

Δεν ήταν δυνατόν! Δεν ήταν δυνατόν! Δεν μπορούσε να συμβαίνει. Μα… αφού δεν είχε φτάσει στον τοίχο και δεν τον είχε ακουμπήσει. Δεν ήταν δυνατόν!

Και όμως νά που ήταν δυνατόν. Νά που συνέβαινε. Μπροστά στα μάτια μου. Μπροστά στα μάτια όλου του σχολείου.

2025: Μια χαρά τα πάει ώς εδώ, λήχ’ το

Δεν άλλαξα τακτική. Δεν γινόταν να το κάνω, προτιμούσα να πεθάνω ή να χάσω. Έτσι, συνέχισα να τρέχω, έφτασα στον τοίχο της άλλης πλευράς, τον ακούμπησα με τα δάχτυλα και έκανα απότομη στροφή. Τώρα πια έβλεπα την πλάτη του βέβαια, αλλά και πάλι θα έκανα ό,τι μπορούσα. Εκείνη τη στιγμή, υπήρχε μόνο αυτός, και το τέρμα. Οι υπόλοιποι οχτώ, καθώς και όλοι οι θεατές, ήταν κομπάρσοι, σχεδόν δεν τους έβλεπα και δεν τους αισθανόμουν, σαν να χάθηκαν κάπου ανάμεσα στον αέρα. Κατέβασα κι άλλο το κεφάλι, έσφιξα πιο δυνατά τις γροθιές μου και έτρεξα πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά. Ποτέ πριν στη ζωή μου δεν είχε χρειαστεί να τρέξω τόσο γρήγορα. Ήταν σοβαρό ζήτημα αυτό. Και πράγματι, κάλυψα την απόσταση που μας χώριζε. Σχεδόν τον έφτασα.

Αλλά σχεδόν.

Το ψηλό παιδί τερμάτισε ένα βήμα πριν από μένα, έχοντας σηκωμένα τα δυο μακριά του χέρια στον αέρα, και σίγουρα χαμογελώντας. Κι εγώ τον ακολούθησα δεύτερος, παρά το σάλτο που έκανα στο τέλος μπας και τον προλάβω. Ήταν αδύνατον. Με άφησε πίσω για κάπου μισό μέτρο.

Βέβαια όλο αυτό είχε γίνει για την τιμή των όπλων, σωστά; Ήταν ένας άκυρος αγώνας, και αυτός —ο χαμογελαστός— ένας νόθος νικητής. Ήταν καταγέλαστος, και η υπεροχή μου, χάρη ακριβώς στην κλεψιά του, είχε φανεί ακόμη πιο καθαρά. Όχι;

Όχι. Δεν έγινε καθόλου έτσι. Την επόμενη στιγμή, κι ενώ εγώ έτρεχα ακόμη μέσα μου από κεκτημένη ταχύτητα, οι δικοί του, οι συμμαθητές του της έκτης, τον είχαν σηκώσει στους ώμους. Και, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ΟΛΟ το σχολείο ήταν γύρω του, επευφημώντας τον και ζητωκραυγάζοντας για τη νίκη του. Ακόμη και εκείνοι που πριν από λίγο είχαν σηκώσει ΕΜΕΝΑ στους ώμους. Τα ίδια παιδιά. Οι ίδιοι άνθρωποι. Το θυμάμαι ακόμη. Με εκείνον σηκωμένο στα χέρια, τα παιδιά όλων των τάξεων, μαζί και η ελλανόδικος επιτροπή, έκαναν χαμογελαστοί και ευτυχισμένοι τον γύρο του θριάμβου. Όλοι, εκτός από εμένα, που είχα μείνει να τους κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια και με την καρδιά μου να χτυπάει.

Είχα χάσει. Άδικα μεν, αλλά είχα καταποντιστεί. Και οι άλλοι θριαμβολογούσαν με τον νικητή, που είχε τρέξει κάπου είκοσι με τριάντα μέτρα λιγότερα από όσο έπρεπε. Μπροστά στα μάτια όλων. Πώς ήταν δυνατόν;

Δεν το συζήτησα με κανέναν, και δεν ξαναέτρεξα ποτέ για τα επόμενα πολλά χρόνια. Από την άλλη, η απέχθειά μου στους πολλούς εδράζεται κάπου στη μέρα που εκείνα τα αγόρια σήκωσαν τον κλέφτη νικητή στους ώμους, χωρίς να τους νοιάζει η αλήθεια, χωρίς να δίνουν δεκάρα τσακιστή για το δίκιο, και μάλιστα —κυρίως αυτό— υπό το φως του ηλίου. Χίλιες φορές καλύτερα να το είχαν κάνει στα σκοτεινά.

* * *

WALKIES

«Α, πού είναι το τρίτο σκυλάκι σας;»

«Μεγάλωσε λιγάκι και δεν μπορεί να τις ακολουθήσει πια αυτές, βγαίνει μόνος του».

«Μόνος του;! Δεν είναι επικίνδυνο;»

Οχ Θε μου.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Μίρτσεα Καρταρέσκου, «Τραβεστί» (μετάφραση Άντζελα Μπράτσου, Εκδόσεις Καστανιώτη)

Αν αυτή πρόκειται να είναι η πρώτη σας γνωριμία με τον Καρταρέσκου, προετοιμαστείτε για μία λογοτεχνική εμπειρία που θα σας συναρπάσει με τα αινίγματά της. Πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας, όχι «εύκολος» πλην απολαυστικός, έξοχα λαβυρινθώδης και πρωτότυπος. Ειδικά όσοι ασχολούνται, ή θέλουν να ασχοληθούν, με την τέχνη, ιδίως δε με το γράψιμο, θα εκτιμήσουν διπλά αυτό το μικρό αλλά πολύ πυκνό μυθιστόρημα. Να σημειωθεί η έξοχη, αληθινά έξοχη μετάφραση, που έγινε και απευθείας από το πρωτότυπο (πράγμα που ΔΕΝ έχει πάντα κάποια ιδιαίτερη αξία· στον Καρταρέσκου έχει).

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Η κοπέλα σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει για τα ρούχα της. Άναψε το φως και στο δωμάτιο απλώθηκε ασχήμια. Την παρακολουθούσα με μίσος καθώς ντυνόταν σιωπηλή: μια αρρενωπή χωριάτισσα, μια υπηρέτρια. Ήμουν άδειος, στραγγισμένος. Διάολε, το σπέρμα είναι εγκέφαλος, είναι μνήμη: ένα σωληνάκι που συνδέει το μυαλό με τον γκροτέσκο μηχανισμό ανάμεσα στους μηρούς. Στη δίνη του οργασμού αισθάνεσαι ότι η εγκεφαλική ουσία διοχετεύεται στο κάτω μέρος του σώματος και συμπιέζεται. Κάτω από το κρανίο μειώνεται το επίπεδό της και τα μαργαριταρένια νερά αρχίζουν και περιστρέφονται σαν σε πισίνα ή μπανιέρα χωρίς τάπα. Ίσως είχα δίκιο στις ονειροπολήσεις μου: οι άντρες δεν μπορούν να γίνουν υπεράνθρωποι ή θεοί γιατί είναι αποστραγγισμένοι, τους αδειάζουν από ό,τι αρχίζει να ενσαρκώνεται μέσα τους τα αδηφάγα θηλυκά, με τέλεια προσαρμοσμένα στοματικά εργαλεία, με καμάκια, γάντζους, άγκιστρα και βεντούζες που στερεώνονται στο τριχωτό στήθος τους. Αφεντικά και παράσιτα· το διακύβευμα δεν είναι το αίμα αλλά ο εγκέφαλος. Κι εγώ έτσι άδειος πρέπει να συνεχίσω, να ακολουθήσω σε όλες τις στροφές του τον διάδρομο, ακόμα κι αν στο τέλος αντί για το μυστικό δωμάτιο βρω ένα μπουντρούμι, έναν θάλαμο βασανιστηρίων, μια τρύπα, μια κόλαση.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Ο Βίκτωρας έχει γίνει ένας άνθρωπος αντικοινωνικός, ένας συγγραφέας βασανισμένος από το τρικυμιώδες μυαλό του και τον πληθωρικό εσωτερικό του κόσμο. Και τι κάνει σε μια κρίσιμη για τον ίδιο στιγμή; Απομονώνεται ακόμα περισσότερο, καταφεύγει σε μια εξοχική κατοικία στα Καρπάθια Όρη. Λογαριάζει ότι έτσι θα καταφέρει να ξορκίσει την εμμονή που τον καταδυναστεύει. Η συγκεκριμένη εμμονή είναι ο Λούλου, ένας διαφορετικός συμμαθητής του από το λύκειο. Στη Ρουμανία, κατά την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος, όταν ο Βίκτωρας ήταν δεκαεφτά χρονών, το 1973 δηλαδή, συνέβη κάτι που τον σημάδεψε. Στο πάρτι μιας καλοκαιρινής κατασκήνωσης, ο Λούλου, ο οποίος είχε στο μεταξύ μεταμφιεστεί σε γυναίκα, αιφνιδίασε τον Βίκτωρα και τον εξανάγκασε σε μια πράξη που ο τελευταίος αδυνατεί να λησμονήσει. Πλην όμως, γιατί καραδοκεί σε τούτη την ιστορία μια πελώρια φριχτή αράχνη; Και ποιον αναπάντεχο ρόλο διαδραματίζει εδώ μια δίδυμη αδερφή; Στο «Τραβεστί» ο Μίρτσεα Καρταρέσκου παρουσιάζει τη δική του εκδοχή, ιλιγγιώδη και φαντασμαγορική, για την καλλιτεχνική εφηβεία. Εφιαλτικός και ονειρικός συνάμα, αυτός ο κορυφαίος αφηγητής του καιρού μας υφαίνει ένα βιβλίο μεθυστικό, ρευστό, ανεξίτηλο.

2025: Μια χαρά τα πάει ώς εδώ, λήχ’ το
  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα: 

Ο Μίρτσεα Καρταρέσκου είναι η εξέχουσα λογοτεχνική φωνή των σύγχρονων ρουμανικών γραμμάτων και ανήκει στους πλέον ρηξικέλευθους δημιουργούς της Ευρώπης. Πολυβραβευμένος και διεθνώς καταξιωμένος ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός, γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1956. Στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης σπούδασε Φιλολογία και διδάσκει εκεί ως καθηγητής. Θεωρείται ηγετική φυσιογνωμία της «Ομάδας του ’80» (ή της «γενιάς με τα τζιν»), η οποία εισήγαγε τον μεταμοντερνισμό στη ρουμανική λογοτεχνία. Από τα ποιητικά του έργα ξεχωρίζουν τα εξής: «Φανάρια, βιτρίνες, φωτογραφίες» («Faruri, vitrine, fotografii, 1980) και το «Λεβάντε («Levantul», 1989). Στα σημαντικότερα αφηγηματικά εγχειρήματα της εντυπωσιακής του πορείας συγκαταλέγεται η μυθιστορηματική τριλογία «Orbitor» («Θάμβος», 1996-2007), μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες. Με τη σπονδυλωτή «Νοσταλγία» (1993), ένα βιβλίο που σήμερα χαρακτηρίζεται ως «καλτ αριστούργημα», είχε αναγνωριστεί εγκαίρως η αξία του σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Tο σύντομο μυθιστόρημα «Τραβεστί» κυκλοφόρησε το 1994.

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.