Πολεις

Κάτι απίστευτο που μου συνέβη χτες, Παραμονή Χριστουγέννων

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ: ΜΙΑ ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Χθες παραμονή Χριστουγέννων, ήταν ένα παλικάρι έξω από το σούπερ-μάρκετ της γειτονιάς. Γύρω στα είκοσι πέντε, με ένα αραιό ξανθό γενάκι, επίσης ξανθωπά μαλλιά που έβγαιναν σε μικρές χαριτωμένες τούφες από τον σκούφο που φορούσε. Ήταν σχετικά ψηλός αλλά πολύ αδύνατος. Τα μάγουλά του ήταν ρουφηγμένα, και η μύτη του κατακόκκινη. Είχε 3 με 4 βαθμούς Κελσίου όλο κι όλο —η θερμοκρασία δεν ανέβηκε όλη τη μέρα πάνω από τους 5°C—, και εκείνο το ψιλό, φθαρμένο μπουφάν που φορούσε δεν μπορούσε να αντιτάξει καμία σοβαρή αντίσταση απέναντι στο κρύο. Την αμφίεσή του συμπλήρωναν ένα παλιό και τριμμένο τζιν, με δυο-τρεις «καταστροφές» που όμως δεν ήταν στιλιστική επιλογή αλλά αποτέλεσμα πραγματικής φθοράς, και ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που είχαν δει και καλύτερες μέρες. Για την ακρίβεια, ήταν στην κατάσταση που πολλοί επιλέγουν να τα πετάξουν για να μην πιάνουν τόπο στο σπίτι τους, ή στην παπουτσοθήκη. Απλώς δεν φοριούνται πια.

Στα πόδια του, κολλημένο επάνω του —γι’ αυτό και δεν το παρατηρούσες αμέσως—, λούφαζε ένα σκυλάκι. Αν και δύσκολα θα προσδιόριζα την ηλικία του, σίγουρα δεν ήταν πια κουτάβι. Ήταν μεσαίου μεγέθους, και μέσα του έστηναν χορό τα γονίδια από τέσσερις ή πέντε γνωστές φυλές — μπορεί και περισσότερες. Είχε το ύψος και τα κοντά ποδαράκια ενός κόργκι, το τρίχωμα ενός κόλεϊ, την ουρά ενός λαμπραντόρ, και τη μουσουδίτσα και τα αυτιά ενός «λουκάνικου». Ένας Θεός ξέρει πώς συνυπήρχαν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά σε ένα και μόνο πλασματάκι. Ήταν όμως ένα αξιαγάπητο σκυλί, απ’ αυτά που το βλέμμα σου σκαλώνει θέλοντας και μη επάνω τους, ενώ το στόμα σου γεννά αμέσως ένα πλατύ, ζεστό χαμόγελο μόλις βλέπει το εκφραστικό τους πρόσωπο και τα μεγάλα, όλο προσμονή, υγρά τους μάτια.

Κι αν ο σκυλάκος εκείνος δεν έτρεμε από την παγωνιά, το έκανε πιστεύω για δύο λόγους: από ένα είδος υπερηφάνειας που κυλούσε ακόμα με ψηλά το κεφάλι μέσα στις φλέβες του, αλλά και γιατί στους ώμους και τη ράχη του ήταν προσαρμοσμένο με αξιοθαύμαστο τρόπο ένα πουκάμισο, αν κατάλαβα καλά, τυλιγμένο στο κορμάκι του με τέτοια δεξιότητα, που συγκρατούσε αρκετό από το τρομερό κρύο της πόλης.

Και οι δύο, άνθρωπος και σκύλος, στέκονταν απόμερα, μέσα στις σκιές, όχι ακριβώς έξω από την αυτόματη πόρτα του καταστήματος αλλά λίγο δεξιότερα και πιο πίσω — σαν να το έκαναν από συστολή, σκέφτηκα. Ή μάλλον, ακριβώς από συστολή: ντρέπονταν.

Δαγκώθηκα. Ήταν φανερό πως ο γλυκός, όμορφος νεαρός —άραγε να ήταν ξένος;— ήταν άστεγος, και το σκυλί ο πιστός σύντροφός του. Και ήταν βέβαια εκεί, για τι άλλο, για να ζητιανέψουν μια μικρή βοήθεια. Κάνοντας αυτή τη σκέψη, και καθώς η πόρτα του σούπερ-μάρκετ άνοιγε, πήρα το βλέμμα μου από πάνω τους και κοίταξα αυτούς που έβγαιναν έξω. Ήταν μία γυναίκα με τον γιο της, έναν έφηβο. Κουβαλούσαν από εφτά με οχτώ βαρυφορτωμένες σακούλες ο καθένας τους, και είχαν ακριβώς το ίδιο βλέμμα: το βλέμμα του ανθρώπου που δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα· το βλέμμα εκείνου που έχει τα πάντα, αλλά θέλει και κάτι παραπάνω.

«Ω, αγαπητέ μου κύριε», είπε, «σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ θερμά». Η προφορά του ήταν πράγματι ξενική, ίσως σλάβικη, αλλά τα ελληνικά του στρωτά και τέλεια. «Μα δεν μπορώ να δεχτώ τα χρήματά σας…»

Έσκυψα το κεφάλι νιώθοντας ένα κύμα ντροπής να απλώνεται μέσα μου, καθώς μάνα και γιος, χωρίς καν να αντιληφθούν το δίδυμο των επαιτών, τον νεαρό και το σκυλάκι του, απομακρύνθηκαν μέσα στο σκοτάδι προς το παρακείμενο γκαράζ. Έπειτα σήκωσα πάλι το βλέμμα, και τον κοίταξα. Εκείνος είχε τα μάτια ριγμένα στο έδαφος, που γυάλιζε μέσα στο μισοσκόταδο από το παγωμένο νερό της βροχής που είχε προηγηθεί. Βάζοντας το χέρι στην τσέπη, προχώρησα προς το μέρος του.

«Αυτό είναι για σένα», του είπα, τείνοντάς του το μικρό χαρτονόμισμα που κρατούσα.

Ο νεαρός φάνηκε να ταράζεται και να κοκκινίζει.

«Ω, αγαπητέ μου κύριε», είπε, «σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ θερμά». Η προφορά του ήταν πράγματι ξενική, ίσως σλάβικη, αλλά τα ελληνικά του στρωτά και τέλεια. «Μα δεν μπορώ να δεχτώ τα χρήματά σας. Παρ’ όλα αυτά…» Κόμπιασε, και έσκυψε πάλι το βλέμμα.

«Τι;» του είπα, κοκκινίζοντας πια κι εγώ απέναντί του.

«Θα… θα δεχόμουν ευχαρίστως… εάν είχατε την ευγενή καλοσύνη… μία κονσέρβα φαγητό για τον φίλο μου. Τον Φιοντόρ». Τα μάτια του έλαμψαν τώρα καθώς πρόφερε το όνομα του σκύλου, που ακούγοντάς τον ανασήκωσε το κεφάλι ανταποδίδοντάς του ένα βλέμμα όλο λατρεία.

«Μα… ασφαλώς», του είπα ξαφνιασμένος, ενώ μια κοπέλα, που περνούσε από δίπλα μας, έριξε μια τρυφερή ματιά στον σκυλάκο. «Ασφαλώς, φυσικά, τι λέτε», επανέλαβα. Χωρίς να το σκεφτώ, είχα αρχίσει να του απευθύνομαι και εγώ στον πληθυντικό. «Περιμένετε εδώ, σας παρακαλώ, δεν θα κάνω πάνω από πέντε με δέκα λεπτά, αν και είναι πολύς ο κόσμος στο κατάστημα. Πείτε μου μόνο αν έχει κάποια ιδιαίτερη προτίμηση», συμπλήρωσα, χωρίς να το σκεφτώ. Σχεδόν αντανακλαστικά. Ίσως επειδή έχω κάποια τριβή με τα σκυλιά.

«Σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, κύριε, που με βγάζετε από τη δύσκολη θέση», είπε εκείνος. «Ναι, πράγματι, ο Φιοντόρ έχει μία σπάνια πάθηση που του επιτρέπει να τρώει μόνο μία πολύ συγκεκριμένη τροφή, μία κονσέρβα που… που…»

«Τι;» έκανα πάλι. «Μα, γιατί κομπιάζετε; Πείτε μου».

«Που είναι πολύ ακριβή, κύριε», κατέληξε ο νεαρός. «Γι’ αυτό με βλέπετε να δυσκολεύομαι. Και γι’ αυτό δεν επρόκειτο να δεχθώ τα χρήματά σας… Δεν ξέρω αν με εννοείτε».

«Όχι», είπα. «Δεν σας καταλαβαίνω, κύριε. Αλλά σάς θαυμάζω». Του έτεινα το χέρι και έσφιξα το δικό του σε μια γερή χειραψία. «Και τώρα πείτε μου τη μάρκα και τον συγκεκριμένο τύπο τροφής που σας ενδιαφέρει».

Καθώς απαντούσε, είδα με την άκρη του ματιού μου πως εκείνη η κοπέλα δεν είχε απομακρυνθεί από κοντά μας. Χωρίς να δώσω περισσότερη σημασία, έκανα μεταβολή, προχώρησα, μπήκα στο σούπερ-μάρκετ και, ελισσόμενος ανάμεσα από τους δεκάδες στριμωγμένους πελάτες της τελευταίας στιγμής, ανέβηκα με τα πολλά στον ημιώροφο, στο βάθος του οποίου ήξερα πως θα έβρισκα τις σκυλοτροφές.

Άρχισα να ψάχνω στα σχεδόν λεηλατημένα ράφια νιώθοντας ένα παράξενο συναίσθημα να παίρνει σχήμα και μορφή στην καρδιά μου. Παραμονή Χριστουγέννων με πολύ κρύο… Ένας νεαρός ξένος άντρας, με καλά ελληνικά και περίσσεια ευγένειας, που ζει άστεγος στην πόλη… Το άρρωστο σκυλάκι του, που το φροντίζει καλύτερα και από τον ίδιο, παρέχοντάς του ειδικά επεξεργασμένη τροφή, αλλά και ένα πουκαμισάκι —ίσως δικό του: το τελευταίο του πουκάμισο— για να μην κρυώνει… Θεέ μου…

Η όρασή μου θάμπωσε από δυο δάκρυα που έκαναν να κυλήσουν στα μάγουλά μου. Βιάστηκα να τα σκουπίσω με την ανάστροφη του χεριού πριν με δει κανένας. Ωστόσο δεν το έκανα όσο γρήγορα έπρεπε: ήταν εκείνη η κοπέλα εκεί, η κοπέλα που προηγουμένως είχε σταθεί για να ακούσει τι λέγαμε. Στεκόταν δίπλα στα ράφια με τις τροφές για κατοικίδια, και με κοιτούσε. Και τα δικά της μάτια ήταν δακρυσμένα.

«Άκουσα αυτά που είπατε», παραδέχτηκε. «Και εκτίμησα τρομερά το γεγονός ότι τρέξατε να αγοράσετε το φαγητό του σκυλάκου». Έσκυψε το βλέμμα, και είδα πως κρατούσε στον κόρφο της τρεις κονσέρβες. Ήταν αυτές που έψαχνα. «Είναι οι τελευταίες», συνέχισε. «Αν δεν έχετε αντίρρηση, ας τις πάρουμε μαζί. Με λένε Ράνια».

Πήγα να πω πως δεν ήταν απαραίτητο, αλλά η λάμψη από τα δάκρυα στα μάτια της δεν μου το επέτρεψε.

«Ναι», είπα, «ευχαρίστως. Όμως πρέπει να κάνουμε κάτι και για τον ίδιο. Τι λέτε;»

Με ένα χαμόγελο όλο ελπίδα, η Ράνια κούνησε καταφατικά το κεφάλι…

Όταν βγήκαμε έξω, με τις κονσέρβες για τον σκυλάκο και μία βαριά τσάντα τρόφιμα για τον ίδιο, ο νεαρός άντρας δεν ήταν πια στη θέση του. Αντίθετα, στο σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως, καθισμένος πάνω σε ένα κομμάτι από χαρτόκουτο, ήταν εκείνος ο χαριτωμένος σκυλάκος. Και μας κοιτούσε, κουνώντας με μαγκωμένο ενθουσιασμό την ουρά του. Από το λουράκι του, ξεχώριζε ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί. Αναστέναξα και το τράβηξα έξω.

«Τι γράφει;» με ρώτησε η Ράνια. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά, και σκέπαζαν με αφέλειες το μέτωπό της.

«“Σας ευχαριστώ”», διάβασα. «Αυτό μόνο. Δυο λέξεις».

«Μάλιστα…» Αναστέναξε δυνατά κι εκείνη. «Έχετε σκύλο;» με ρώτησε στη συνέχεια.

«Ναι», απάντησα.

«Θα τον πάρω εγώ τότε», ψιθύρισε, και σήκωσε από κάτω τον Φιοντόρ, που έβγαλε ένα γαβγισματάκι χαράς, ικανοποίησης και αγάπης. «Δεν ρωτάω καν πώς ήξερε το πρόβλημα υγείας που έχει αυτό το πανέμορφο σκυλάκι», είπε, σχεδόν μονολογώντας.

Ναι, δεν χρειαζόταν να ρωτήσουμε. Μερικά πράγματα πρέπει να μένουν στο σκοτάδι.

Άπλωσα το χέρι μου να χαϊδέψω τη νωπή γούνα του Φιοντόρ, τη στιγμή που το βλέμμα μου στρεφόταν προς το σκοτάδι στην άκρη του δρόμου· εκεί όπου ίσως να διέκρινα μια ψηλόλιγνη φιγούρα να περπατά αγέρωχη και μοναχική ανάμεσα στους βιαστικούς ανθρώπους.

* * *

ΜΟΥΦΑ

Ναι, προφανώς και είναι μούφα η ανόητη αυτή ιστορία, μούφα από την αρχή ώς το τέλος, όπως μούφες είναι ΟΛΕΣ οι «βιωματικές ιστορίες» που διαβάζετε στα σόσιαλ από τους ημίτρελους που νομίζουν ότι κάτι καλό θα συμβεί στη ζωή τους έτσι και πουλήσουν παπά στους αφελείς που τους ακολουθούν. Όχι, αν εξαιρέσουμε έναν-δυο συγγραφείς που λένε κάτι τέτοια τρελά για να πουλήσουν εκατό-διακόσια βιβλία παραπάνω (σφόδρα προβληματικά άτομα, που τα φαντάζεται κανείς αλειμμένα με πραλίνα Oreo στους μηρούς τώρα τις γιορτές να βλέπουν βίντεο-κλιπ με τη Ραφαέλλα Καρά φωνάζοντας ακατάληπτα), κανείς δεν κερδίζει κάτι.

Από την άλλη, εντάξει, δε λέω, εμείς εδώ βάλαμε να παίζει και ο Χριστός, ξέρω γω, ενώ θα μπορούσαμε να το κάνουμε πιο προσγειωμένο, με τους πελάτες τού σούπερ, π.χ., να αγοράζουν πολλά τσουβάλια σκυλοτροφή για τον σκυλάκο, αλλά και κασέρια και σαλάμια για τον όμορφο κλοσάρ — αλλά οκέι: ήμασταν φαίνεται σε αποστολή από τον Θεό.

Στο μεταξύ, είπα στη φίλη μου τη Σαπφώ ότι θέλω σαν τρελός να γράψω κι εγώ μια βιωματική ιστορία, που στο κάτω-κάτω εμένα είναι η δουλειά μου, αλλά δεν τα καταφέρνω, γαμώ τα ξύλα μου. (Απόδειξη η παραπάνω μούφα #diplis ιστορία). Δεν μου κόβει. Μέχρι και εξωγήινους βάζω μέσα πάνω στη χαρά μου, το ξεφτιλίζω. Δεν μπορώ να γράψω κάτι το ωραίον. Και μου έδωσε εκείνη μια ιδέα:

«Έλα, πες ότι είδες ένα ρακένδυτο παιδάκι να πλατσουρίζει στα βρομόνερα με ένα ψωραλέο κουτάβι. Και το ρώτησες: “Γιατί δεν φοράς παπούτσια, παιδάκι;” Και σού απάντησε: “Ούτε ο σκύλος μου φοράει, γιατί να φορέσω εγώ; Είμαστε φίλοι από μωρά και κάνουμε τα πάντα μαζί, δεν τον βλέπω σαν σκύλο μα σαν άνθρωπο”. Μετά τούς δίνεις ένα δεκάευρο, και σου λέει κάτι του στιλ, “Θα σου έκλεβα το κινητό, θείο, αλλά φαίνεσαι σπαθί τύπος, γι’ αυτό θα πω και στους άλλους κλοσάρ τής πλατείας ότι είσαι δικός μου και δεν θα σε πειράζει ποτέ κανένας”. Και από τότε, κάθε πρωί στις εξήμισι που περνάς κάνοντας τζόκινγκ από το ίδιο μέρος, σε περιμένει ολόκληρο το ξυπόλυτο τάγμα για να σου πει καλημέρα και να σαχλαμαρίσετε. Μετά σε σηκώνουν στα χέρια και σε περιφέρουν σαν την κάρα του Αγίου Νεκταρίου όλο τον γύρο του σιντριβανιού».

«Να το πω κι αυτό το τελευταίο;» τη ρώτησα. «Υπερβολικό, ρε συ σις…»

«Μωρέ και δεν το λες;» μου είπε η Σαπφώ.

* * *

Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου γράφει σήμερα για τις ευχές, την τύχη, την ευτυχία… και για δυο μπροστινά δόντια που λείπουν. Τι ατυχία… Την ευχαριστούμε πολύ! Ενώ έχει πλέον και τη δική της στήλη, κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.

Άγιε μου Βασίλη, το μόνο που θέλω είναι τα δυο μου μπροστινά δόντια / ή λίγη τύχη

«Good old Santa Claus and all his reindeer / Huh, they used to bring me lots of toys and candy / Gee, but, but now when I go out and call / Dancer, Prancer, Donder, and Blitzen / None of ’em can understand me / All I want for Christmas is my two front teeth / My two front teeth, see my two front teeth / All I want for Christmas is my two front teeth / So I can wish you Merry Christmas / Christmas, Christmas / Aww, for goodness sakes / Happy New Year».

Μεγάλο το ζόρι του μικρού: τι ατυχία να μην μπορείς να καλέσεις τους ταράνδους, και να μην αποκτήσεις όλα αυτά τα χριστουγεννιάτικα καλούδια!… Και να σκεφτείς πως τα παιδιά ζουν στο τώρα και είναι μεγάλη η ματαίωσή τους όταν τους λες πως πρέπει να περιμένουν για να έχουν κάτι, ή, ακόμα χειρότερα, πως δεν θα το έχουν. Όλα όσα έχουμε τα έχουμε στο τώρα, κι αν είμαστε τυχεροί θα τα έχουμε για κάμποσο.

Τι είναι όμως τελικά η τύχη; Μήπως τυχερός είναι εκείνος που προσαρμόζεται και αντέχει και κάνει υπομονή; Μήπως τυχερός είναι εκείνος που αποδέχεται πως κάποιες φορές τα πράγματα δεν θα πάνε όπως θα ήθελε, αν όμως καταφέρει να αλλάξει την οπτική του, θα μπορέσει να αισθανθεί καλύτερα;

Συνήθως υποθέτουμε ότι ο απώτερος στόχος όλων των προσπαθειών μας είναι να έχουμε μια ευτυχισμένη ζωή. Θα πρέπει να παραδεχτούμε –σιωπηλά– ότι στην πραγματικότητα δεν τα πάμε πολύ καλά στην προσπάθειά μας να είμαστε ευτυχισμένοι. Οι δυσκολίες μας δημιουργούν ένα παχύ στρώμα δυστυχίας, που κάνει έντονη τη σκέψη ότι, όχι μόνο δεν είμαστε τυχεροί, αλλά είμαστε εντελώς δυστυχισμένοι – υπό το πρίσμα της ακλόνητης πεποίθησής μας πως είμαστε τυχεροί μόνο αν είμαστε βουτηγμένοι σε μια κατάσταση διαρκούς ικανοποίησης.

Μήπως όμως, τελικά, τύχη είναι να αναζητάμε τις χαρές στα μικρά και απλά της καθημερινότητας και να αντέχουμε το συναίσθημα της ματαίωσης, ψάχνοντας εναλλακτικές οδούς;

ΥΓ. Η πραγματικότητα έχει μέσα της και ατυχή γεγονότα, όπως το να μην έχεις τα δυο σου μπροστινά δόντια την περίοδο των Χριστουγέννων. Και αυτά δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση παραβίαση μιας σύμβασης τυχερής ζωής, αλλά φυσιολογικές καταστάσεις που αλληλεπιδρούν με την πολυπλοκότητα της ύπαρξής μας. Καλή μας τυχερή χρονιά!

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, «Εμείς» (μετάφραση Σοφία Αυγερινού, Εκδόσεις Έρμα)

Νά ένα σπουδαίο, πραγματικά σπουδαίο βιβλίο. Βασικό για κάθε ρέκτη της επιστημονικής φαντασίας —συνιστά αμάρτημα καθοσιώσεως να λείπει από τη βιβλιοθήκη του— αλλά και για όποιον αγαπά την κλασική πεζογραφία (ιδία του Φανταστικού). Και φυσικά, όπως όλα τα μεγάλα έργα του είδους, σε αφήνει με μια μεγάλη απορία: «Πώς γίνεται να γράφτηκε στον καιρό του; Πώς γίνεται, πώς είναι δυνατόν;!»

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Λένε πως οι αρχαίοι έκαναν τις εκλογές μυστικά, ας πούμε, στα κρυφά, σαν κλέφτες· ορισμένοι από τους ιστορικούς μας ισχυρίζονται μάλιστα ότι εμφανίζονταν στις τελετές των εκλογών εντελώς μεταμφιεσμένοι (φαντάζομαι αυτό το εξωπραγματικό, ζοφερό θέαμα: νύχτα, μια πλατεία, μορφές που πηγαίνουν τοίχο-τοίχο τυλιγμένες με τους σκουρόχρωμους μανδύες τους· η πορφυρή φλόγα των πυρσών κυματίζει στον άνεμο...) Προς τι η τόση μυστικότητα – μέχρι τώρα δεν έχει αποσαφηνιστεί εξ ολοκλήρου· το πιο πιθανό είναι ότι οι εκλογές συνδέονταν με κάποιες μυστηριακές, δεισιδαίμονες —ίσως και εγκληματικές— τελετουργίες. Εμείς δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε, τίποτα να ντραπούμε: διεξάγουμε τις εκλογές φανερά, τίμια, την ημέρα. Βλέπω πώς ψηφίζουν όλοι τον Ευεργέτη, όλοι βλέπουν πως εγώ ψηφίζω τον Ευεργέτη. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού «όλοι» και «εγώ» δεν είναι παρά ένα αδιαίρετο «ΕΜΕΙΣ». Πόσο πιο εκλεπτυσμένο, ειλικρινές, ανώτερο από το δειλό «μυστικό» των αρχαίων που ενεργούσαν σαν τους κλέφτες. Κι έπειτα: πόσο πιο πρακτικό. Γιατί, κι αν ακόμα υποθέσουμε πως συμβαίνει το αδύνατον, δηλαδή κάποια παραφωνία μέσα στο σύνολο της συνήθους ομοφωνίας, οι Φύλακες, αόρατοι, είναι παρόντες ανάμεσά μας: Μπορούν την ίδια στιγμή να συλλάβουν τους Αριθμούς που υπέπεσαν σε πλάνη και να τους σώσουν από μελλοντικά παραστρατήματα και να σώσουν το Μονοκράτος – από αυτούς.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Το «Εμείς» του Γιεβγκένι Ζαμιάτιν είναι ένα βιβλίο-ορόσημο για τη λογοτεχνία του φανταστικού, ένα δυστοπικό μυθιστόρημα ιδιαίτερης λογοτεχνικής αξίας, που άσκησε βαθιά επιρροή σε μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως ο Τζορτζ Όργουελ, η Ούρσουλα Λε Γκεν, ο Άλντους Χάξλεϊ, η Άιν Ραντ κ.ά., ενώ παράλληλα ενέπνευσε δημιουργούς του κινηματογράφου, του θεάτρου και των κόμικς. Θεωρείται ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας, ένα κομψοτέχνημα του μυθοπλαστικού μοντερνισμού, το οποίο συνέβαλε τα μέγιστα στον καθορισμό και την εξέλιξη του είδους.

Βρισκόμαστε στο μακρινό μέλλον. Το παντοδύναμο Μονοκράτος και ο μεγάλος Ευεργέτης κυβερνούν τον κόσμο με βάση την αυστηρή μαθηματική λογική, μετατρέποντας τη ζωή σε μια τέλεια ισορροπημένη εξίσωση και την ευτυχία σε ένα επιστημονικά υπολογισμένο μέγεθος. Οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε αριθμούς, ζώντας σε μια διάφανη πραγματικότητα όπου τα πάντα είναι καμωμένα από γυαλί. Ο Δ-503 είναι ο κατασκευαστής του ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΟΣ, του διαστημικού οχήματος που θα μεταφέρει τον ευεργετικό ζυγό της λογικής και στα υπόλοιπα άγνωστα όντα, τα οποία ενδεχομένως ακόμη να ζουν σε μια περίεργη κατάσταση που λέγεται Ελευθερία. Το βιβλίο αυτό είναι οι σημειώσεις του κατασκευαστή, που θα ταξιδέψουν στους νέους κόσμους για να υμνήσουν τις αρετές και το μεγαλείο του Μονοκράτους. Όμως, ο Δ-503 θα συναντήσει την όμορφη Ι-330, και τα πράγματα θα πάρουν μια απροσδόκητη τροπή.

Το μυθιστόρημα του Ζαμιάτιν, διατηρώντας ακέραια την επικαιρότητά του, αποτελεί μια ειρωνική σάτιρα για την πίστη του ανθρώπου στην απεριόριστη επέκταση της τεχνοεπιστήμης, μια καταδίκη εναντίον κάθε ολοκληρωτισμού, μια κατάφαση ελευθερίας απέναντι σε ό,τι κρατά δέσμιο τον άνθρωπο, μια κραυγή αγωνίας για μια νέα σχέση ανάμεσα στο Εγώ και το Εμείς, ανάμεσα στον άνθρωπο με τον ίδιο του τον εαυτό και τους άλλους.

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Θυμίζουμε: όποιος έχει μία πρωτότυπη και ωραία, απλή συνταγή, για την οποία υπερηφανεύεται, μπορεί αν θέλει να μας τη στείλει με μέιλ. Ή να κάνει μία ερώτηση στην ψυχολόγο μας. Επίσης μπορεί να μας στείλει μέιλ και για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Σας ευχαριστούμε πολύ.