Πολεις

Βλέποντας παλιά σίριαλ — όχι «σειρές»

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Λοιπόν συμβαίνει το εξής. Είμαι απ’ αυτούς που τους αρέσει να ξαναβλέπουν παλιές ταινίες και παλιά σίριαλ. Από την άλλη, βλέπω μόνο επιλεκτικά καινούργιες ταινίες —καλή ή κακή, αν μια ταινία δεν ανήκει στα είδη που με ενδιαφέρουν, δεν υπάρχει περίπτωση να τη δω όσο και να σκοτώνεται στους επαίνους ο κόσμος—, και σχεδόν ποτέ σύγχρονες σειρές: προτιμώ να φάω ρυζογκοφρέτες με στέβια.

Όχι επειδή «δεν τα κάνουν πια όπως παλιά στις μέρες μας». Ανοησίες. Όλα τα κάνουν πολύ πιο καλά στις μέρες μας. Το μόνο που ξεχώριζε «τότε», αναφορικά με το σινεμά, ήταν συγκεκριμένοι σκηνοθέτες. Σκηνοθέτες με τους οποίους συνδεθήκαμε, γίναμε αδελφοποιτοί. Και τώρα έχει πολλούς πανάξιους βέβαια, αλλά αφενός μεν δεν θα προλάβουμε να συνδεθούμε μαζί τους γιατί είναι αλλού το μυαλό μας και δεν μας περισσεύει και χρόνος, και αφετέρου δεν έχουν τη δυνατότητα να μας εντυπωσιάσουν σε μεγάλο ψυχολογικό βάθος κι εκείνοι, γιατί έχουμε μεγαλώσει πια· και ξέρουμε. Με την τηλεόραση, πάλι, δεν ξεχωρίζει τίποτε. Με την προφανή εξαίρεση του Ντέιβιντ Λιντς και μόνο, δεν υπήρχε απολύτως τίποτε καλύτερο «τότε» — αλλά βέβαια ο Ντέιβιντ Λιντς δεν είναι το μέτρο.

Το θέμα είναι ότι σού αρέσει να βλέπεις εκείνα τα παλιά πράγματα μόνο και μόνο επειδή έτσι ξαναζείς μέσα στο δέρμα του νεαρού σου εαυτού. Βέβαια, κι εσύ το ξέρεις ότι δεν ισχύει στ’ αλήθεια αυτό, και ο εγκέφαλός σου το ξέρει, αλλά σηκώνετε και οι δυο το φρύδι, κλείνετε μεταξύ σας το μάτι, και το παραβλέπετε. Λογικό είναι. Ο εγκέφαλός μας δεν είναι καμιά Α.Ι.: είναι φτιαγμένος έτσι που να υπηρετεί τα συναισθήματά μας.

Ναι, είναι ωραίο να βλέπεις εκείνα τα παλιά πράγματα, είναι ένα θαύμα: αλλά είναι και παγίδα μαζί. Όχι με την τηλεόραση, που είναι 100% λαϊκό μέσο· με τον κινηματογράφο. Που είναι και λαϊκό, και καλλιτεχνικό, και προσωπικό, και ό,τι θέλεις μέσο. Με το σινεμά μπορείς να πέσεις σε ΜΕΓΑΛΗ και ΥΠΟΥΛΗ παγίδα έτσι και τύχει να έχεις στραμμένο το βλέμμα σου πίσω. Γιατί κι εκεί μπορείς να ζήσεις —και καλά— μέσα στο δέρμα του νεαρού σου εαυτού, και να ξανανιώσεις για μια-δυο ώρες εκείνο το σφρίγος που δονούσε τις φλέβες σου τότε, κι αυτό βέβαια να είναι ωραίο και πλημμυρισμένο νοσταλγία κλπ. κλπ., ναι. Αλλά μπορεί να είναι και πέρα για πέρα στενάχωρο επίσης. Μπορεί να είναι αποκαρδιωτικό. Ή και εφιαλτικό.

Γιατί, όταν πρωτοέβλεπες εκείνες τις ταινίες, τους Γκοντάρ και τους Αντονιόνι, τους Φασμπίντερ και τους Ταρκόφσκι, τους Βιμ Βέντερς και τους Παζολίνι, ένιωθες πως φουλάριζες βενζίνη τις δεξαμενές σου και τα μπιτόνια σου, πως γέμιζες τα σακίδιά σου με εφόδια —τσιγάρα, νερό, γαλέτες και κονσέρβες—, πως ντυνόσουνα γερά για τον χειμώνα που θα ερχόταν και πως έσφιγγες στα πόδια σου τις αρβύλες για τη μακρά πορεία στα χιόνια του μέλλοντος. Και όμως νά που είσαι τώρα εδώ, χωρίς να έχεις κάνει τίποτε από αυτά που ετοιμαζόσουν να κάνεις, χωρίς να έχεις κάνει καν το ταξίδι — ξανά σε μια αφετηρία, ξανά και ξανά στην αφετηρία, που μέρα με την ημέρα δεν είναι αφετηρία πια, αλλά τερματισμός: οι τίτλοι τέλους.

Γι’ αυτό, από τα παλιά έργα καλό είναι να βλέπεις μόνο τις περιπέτειες και τις κωμωδίες. Μέχρι εκεί. Τίποτα «Φρανκενστάιν Τζούνιορ», τίποτα «Χαμός στην Τσάιναταουν» και τέτοια. Μην κάνεις το λάθος και πας παραπέρα, δεν είμαστε τώρα για «Ζαμπρίσκι Πόιντ» και για «Παρίσι, Τέξας». Ούτε καν.

Δεν παίζουν μ’ αυτά. Δεν παίζουν με το σινεμά, δεν μπορείς να ζήσεις μέσα στο δέρμα του νεαρού σου εαυτού, γιατί δεν σε χωράει.

* * *

Ανακατώνοντας το νερό

Μπήκα ήδη στον τρίτο μήνα μου στο κολυμβητήριο, και περνάω πραγματικά καλά. Δεν περίμενα ότι θα μου αρέσει τόσο — δεν είχα πλησιάσει ποτέ μου πισίνα ούτε στο χιλιόμετρο, σε όλη μου τη ζωή. Και έχω την αίσθηση ότι τα πάω καλά, ότι μού πάει το άθλημα. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι, καθώς είμαι κρυουλιάρης, κάνω πέντε λεπτά διατασούλες πριν βουτήξω κάθε πρωί, σαν τον Κωνσταντάρα, κατά τα άλλα καλά.

Μέχρι που ρώτησα την προπονήτριά μου να μου πει πώς τα πάω. «Να σου απαντήσω ειλικρινά», μου λέει, «ή θέλεις απλώς να πάρεις τα πάνω σου;» «Ειλικρινά βέβαια!» λέω εγώ, ακούγοντας καμπανάκια να έρχονται κάπου από το βάθος. «Την περισσότερη ώρα δεν κολυμπάς», μου λέει. «Απλώς ανακατώνεις το νερό».

Oh, Mein Gott!

* * *

Γνώρισα το Λίο Εμμανουήλ προ δύο-τριών ετών, σε μια βιβλιοπαρουσίαση. Όταν ρώτησα πώς ήθελα να το προσφωνώ: ο/η/το, μου πρότεινε με ανακούφιση, και ίσως με μια κάποια συστολή, την τρίτη εκδοχή. Από εκείνη τη μέρα, παρακολουθώ τη δραστηριότητά του και διαβάζω τις ακτιβιστικές του αναρτήσεις. Αν θέλετε, το κάνετε και εσείς.

Τώρα, έστειλε στους διαδικτυακούς του φίλους ένα μήνυμα προχθές, που σας το παραθέτω ως έχει. Είναι αυτό:

Ήρθε η στιγμή να προσπαθήσω να πραγματοποιήσω το ταξίδι μου για το αυθεντικό εαυτό μου! Ως trans non binary άτομο, η δυσφορία που νιώθω πλέον είναι μη βιώσιμη και ελπίζω με τη στήριξή σας να καταφέρω να δω στον καθρέφτη μου αυτό που υπάρχει μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια! Όλες οι δωρεές θα χρησιμοποιηθούν για τα χειρουργεία που σκοπεύω να κάνω, με αρχικό το top surgery, για να γίνω το αυθεντικό και υπέροχο πλάσμα που είναι παγιδευμένο σε ένα σώμα που δεν το εκφράζει. Ευχαριστώ για όλη σας τη θετική ενέργεια και τη στήριξή σας!

Και από κάτω είχε αυτό εδώ το λινκ, όπου μπορεί κανείς να βάλει όσα χρήματα μπορεί.

* * *

Nope

Δεν μπορώ να εμπιστευτώ άνθρωπο που έχει τις άκρες του πουκαμίσου του να βγαίνουν κάτω από το πουλόβερ, που φοράει άσπρο παντελόνι, ή που δένει το κασκόλ του σαν φουλάρι. Ό,τι και να μου πουν, θα το γκουγκλάρω πρώτα για να δω αν ισχύει.

* * *

Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου γράφει σήμερα για μία μεγάλη, βασική ερώτηση πολλών ανθρώπων, αν όχι όλων, και ιδίως των νέων. Την ευχαριστούμε πολύ! Ενώ έχει πλέον και τη δική της στήλη, κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.

Να αγαπά κανείς; Ή να ερωτεύεται; Ιδού η απορία!

Είναι απλή η απάντηση: να ξεκινάς από τον έρωτα και, αν αντέχεις… φτάσε στην αγάπη. Το να ερωτεύεσαι είναι μια περίπλοκη ανθρώπινη εμπειρία. Εμπνέει ποιητές, συγγραφείς, επιστήμονες και, προφανώς, όλους τους «απλούς» ανθρώπους. Περιλαμβάνει όλα όσα συμβαίνουν στο σώμα μας σε επίπεδο αισθήσεων και, κατά συνέπεια, στον εγκέφαλό μας.

Η ερωτική/σωματική έλξη και η αγάπη είναι πολύ στενά συνδεδεμένες. Η αρχική φάση της έλξης υποστηρίζεται από βιολογικούς και χημικούς παράγοντες. Η σωματική έλξη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ενορχηστρώνεται από τις ορμόνες μας και την αλληλεπίδραση των αισθήσεών μας με την εμπειρία της συνάντησης με το άτομο που ερωτευόμαστε. Επιπλέον, οι νευροδιαβιβαστές σεροτονίνη και νορεπινεφρίνη πυροδοτούν μια αλυσίδα αισθήσεων που γεννούν ευφορία.

Τα «συμπτώματα του έρωτα»:  

  • Έντονη ευφορία
  • Εξιδανίκευση του άλλου
  • Εστίαση των σκέψεων στο πρόσωπό του
  • Έντονη επιθυμία για αυτή την επαφή

Τα συναισθήματα που βιώνουμε επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά και τις σκέψεις μας. Σε αντίθεση με την αγάπη, ο έρωτας τείνει να είναι επιφανειακός και μπορεί να εξαφανιστεί γρήγορα μόλις εμφανιστούν οι πρώτες δυσκολίες στη σχέση, όπως η απομυθοποίηση. Ενώ το να ερωτεύεσαι συχνά τροφοδοτείται από την εξιδανίκευση του άλλου, η αγάπη συνεπάγεται μια πιο ρεαλιστική γνώση και αποδοχή του συντρόφου. Εάν αναπτυχθεί η αρχική έλξη, τα ζευγάρια περνούν σε μια βαθύτερη φάση συναισθηματικού δεσμού. Η βαζοπρεσίνη και η ωκυτοκίνη (που σχετίζονται με συναισθήματα οικειότητας και προσκόλλησης), οι συχνά αποκαλούμενες «ορμόνες της αγάπης», απελευθερώνονται προάγοντας το δέσιμο και την αφοσίωση.

Σε μια εποχή όπου όλα αναπτύσσονται γρήγορα και βιώνονται απρόσωπα, μέσα από οθόνες και ακουστικά, έχουμε άραγε την υπομονή, τον χρόνο και την αντοχή να γνωρίσουμε στ’ αλήθεια τον άλλο προκειμένου να τον ερωτευτούμε και έπειτα να τον αγαπήσουμε; Ιδού η πραγματική απορία.

* * *

Ένας Τσελεμεντές εν προόδω

Στην πιο νόστιμη στήλη μας σήμερα, έχουμε μακαρονάδα. Γιατί, ποιος δεν αγαπά τις μακαρονάδες; Κανείς. Τη συνταγή μάς στέλνει η αγαπημένη μας φίλη Αλεξάνδρα Νικολούδη. Την ευχαριστούμε πολύ! Και, όπως ξέρετε, περιμένουμε πάντα και τις δικές σας συνταγές. Στείλτε μας μέιλ!

Μακαρόνια λευκής σάλτσας με καπνιστή γαλοπούλα και μανιτάρια

Μια συνταγή που κάνω συχνά όταν θέλω να φάω κάτι πάρα πολύ νόστιμο πάρα πολύ γρήγορα, περιμένοντας ν’ ακούσω «Μμμ… απίθανη!» από το στόμα των φίλων μου. Τόσο απλό φαγητό, και όμως πάντα εντυπωσιάζει. Άλλωστε, είμαστε μακαρονάδες!

ΥΛΙΚΑ (για 4 μερίδες):

  • 1 πακέτο μακαρόνια
  • 1 μεγάλο κεσεδάκι λευκά μανιτάρια
  • 10 φέτες καπνιστή γαλοπούλα
  • 1 σκελίδα σκόρδο ψιλοκομμένο
  • 1 ποτήρι λευκό κρασί
  • 1 κρέμα γάλακτος
  • αλάτι, πιπέρι, εστραγκόν
  • 100 γραμμάρια γραβιέρα (προαιρετικά)

ΕΚΤΕΛΕΣΗ:

  • Σε ένα τηγάνι (μέτρια προς δυνατή φωτιά) σοτάρουμε το σκόρδο.
  • Προσθέτουμε τις φέτες της γαλοπούλας κομμένες σε κυβάκια και σοτάρουμε για 2-3 λεπτά.
  • Προσθέτουμε και τα λευκά μανιτάρια κομμένα σε μέγεθος της αρεσκείας μας, και σοτάρουμε για άλλα 2-3 λεπτά.
  • Σβήνουμε με το κρασί.
  • Μόλις εξατμιστεί, προσθέτουμε την κρέμα γάλακτος, αλάτι, πιπέρι και εστραγκόν (και, αν θέλουμε, και τη γραβιέρα).
  • Αφαιρούμε το τηγάνι από τη φωτιά.
  • Για να δέσει καλύτερα η σάλτσα, μπορούμε να προσθέσουμε λίγο νερό από τα μακαρόνια που βράζουν στο διπλανό μάτι.
  • Σερβίρουμε και αφηνόμαστε στη μαγεία.

* * *

Το βιβλίο της ημέρας

Emilia Hart, «Άθραυστες» (μετάφραση Χριστίνα Σωτηροπούλου, Εκδόσεις Κλειδάριθμος)

Τρία διαφορετικά νήματα, τρεις φωνές και τρεις εποχές, που συναρτούν μια συναρπαστική αφήγηση: ένα από τα καλύτερα γυναικεία μυθιστορήματα που διαβάσαμε φέτος. Εντυπωσιακό ντεμπούτο, μια ιστορική μυθοπλασία που η Εμίλια Χαρτ μάς προσφέρει υπό πολλαπλές οπτικές γωνίες, για την καταπίεση των γυναικών, την κακοποίηση, την αντοχή… και τη μαγεία. Έξοχο. Όχι άδικα, βραβευμένο με το Goodreads Choice Award ιστορικού μυθιστορήματος για το 2023.

  • Νά όμως τι μας είπε για το βιβλίο η μεταφράστριά του, Χριστίνα Σωτηροπούλου — την ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο της, και της δίνουμε και από εδώ συγχαρητήρια για τη δουλειά της:

Άλθα, Βάιολετ, Κέιτ. Τρεις αφηγήτριες γεννημένες σε διαφορετικές εποχές. Και οι τρεις ζουν απομονωμένες και δέχονται βίαιες συμπεριφορές από ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Η συγγραφέας, μέσω μιας συγκλονιστικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης, μας δείχνει πώς αυτές οι τρεις γυναίκες επιστρατεύουν όλα τα αποθέματα ψυχικής δύναμης που διαθέτουν για να αντισταθούν, να γνωρίσουν τον εαυτό τους, να τον αποδεχτούν και να τον αγαπήσουν ώστε να καταφέρουν να σπάσουν τον κύκλο της βίας και να λύσουν τα δεσμά τους. Η Άλθα διώκεται ως μάγισσα, η Βάιολετ μέσα στην άγνοια και την απομόνωσή της πέφτει θύμα βάναυσης κακοποίησης, και η Κέιτ, στη σημερινή εποχή, ζει σε ένα χρυσό κλουβί στο Λονδίνο, με τον βίαιο σύντροφό της να την έχει αποκόψει από όλους τους φίλους και τους συγγενείς της. Άραγε θα γίνονταν αυτές οι γυναίκες φίλες αν με κάποιον μαγικό τρόπο κατάφερναν να συμπορευτούν στην ίδια χρονική περίοδο; Σίγουρα. Γιατί, ο σημαντικότερος κοινός παρονομαστής δεν είναι η βία που καταστρέφει τη ζωή τους, δοκιμάζει τις αντοχές τους και τις φέρνει ένα βήμα πριν τον θάνατο, αλλά η ιδιαίτερη σύνδεσή τους με τη φύση, η ανθεκτικότητα, η δύναμη της ψυχής τους και ο συνεχής αγώνας τους να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να τον ενδυναμώσουν για να επιβιώσουν. Εξάλλου, όπως λέει η Άλθα: «Δεν ξέρω αν ο χρόνος κινείται σε ευθεία γραμμή ή σε κύκλους. Εδώ τα χρόνια δεν περνούν, κάνουν κύκλους και ξανάρχονται».

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο: 

Ένιωθα παράξενα που έβλεπα ξανά την Γκρέις. Ένιωθα παράξενα όταν σκεφτόμουν πώς είχαμε ξεκινήσει μαζί, η μια δίπλα στην άλλη, και πώς είχαμε καταλήξει με μια δικαστική αίθουσα να χάσκει ανάμεσά μας. Εκείνη φορούσε το καθαρό φόρεμά της και εγώ είχα δεσμά περασμένα στα χέρια μου. Ήμουν φυλακισμένη. 

Στα μπουντρούμια επικρατούσε ησυχία, με εξαίρεση ένα μακρινό ουρλιαχτό που μπορεί να προερχόταν από τον άνεμο ή από ψυχές ήδη καταδικασμένες. Έψαξα να βρω την αράχνη, κοίταξα κάτω από τα βρόμικα άχυρα και η καρδιά μου σπάραξε μόλις σκέφτηκα ότι είχε φύγει, ότι με είχε εγκαταλείψει στη μοίρα μου. Αλλά πάνω που είχα χάσει κάθε ελπίδα και είχα κουλουριαστεί στο έδαφος, την ένιωσα να χαϊδεύει τον λοβό του αυτιού μου. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να τη δω: τη λάμψη στα μάτια και στις δαγκάνες της· αλλά η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή, ούτε μια αχτίδα σεληνόφωτος δεν περνούσε από τη σχάρα. Ήταν τόσο σκοτεινά, που ένιωθα σαν να βρισκόμουν ήδη μέσα στον τάφο μου. Αν αποκτούσα ποτέ τάφο, δηλαδή. Δεν ήξερα τι έκαναν τις μάγισσες μετά τον απαγχονισμό τους. Αναρωτιόμουν αν τις έθαβε κανείς. Αν θα έθαβε κανείς εμένα. Ήθελα να με θάψουν. Αν πρέπει να φύγω από αυτή τη ζωή, σκεφτόμουν, τουλάχιστον να ζήσω στο χώμα: να ταΐσω τα σκουλήκια, να θρέψω τις ρίζες των δέντρων, σαν τη μάνα μου και τη μάνα της πριν από εκείνη.

Δεν φοβόμουν τον θάνατο, αλήθεια. Φοβόμουν την πορεία ώς αυτόν. Τη διαδικασία του θανάτου, τον πόνο. Ο θάνατος πάντα ακουγόταν πολύ γαλήνιος όταν μιλούσαν γι' αυτόν στην εκκλησία: τα πρόβατα που μαζεύει ο καλός ποιμένας, η επιστροφή στη βασιλεία των ουρανών. Αλλά είχα αντικρίσει πάρα πολλές φορές το πρόσωπο του θανάτου και δεν πίστευα σε τίποτε από όλα αυτά. Είχα δει τη σκιά του Χάρου πάνω από έναν ηλικιωμένο, μια γυναίκα, ένα παιδί. Έβλεπα τις συσπάσεις του προσώπου, τα χέρια και τα πόδια που σπαρταρούσαν, την απεγνωσμένη προσπάθεια να πάρουν ανάσα. Ο θάνατος που αντίκριζα δεν είχε τίποτα γαλήνιο. Δεν θα έβρισκα γαλήνη όταν θα πέθαινα.

Όταν τελικά με πήρε ο ύπνος, είδα τη θηλιά σφιγμένη γύρω από τον λαιμό μου. Είδα την τελευταία ανάσα μου να βγαίνει πνιχτή σαν λευκός ατμός. Είδα το σώμα μου να ταλαντεύεται στον αέρα.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

2019: Θέλοντας να αποδράσει από το κακοποιητικό παρελθόν της, η Κέιτ φεύγει από το Λονδίνο και βρίσκει καταφύγιο σε ένα ερειπωμένο εξοχικό που έχει κληρονομήσει. Σύντομα ανακαλύπτει ότι το σπίτι κρύβει ένα μυστικό που χάνεται στα βάθη του 17ου αιώνα. 1619: Η Άλθα κατηγορείται για χρήση μαγείας που οδήγησε στον θάνατο ενός αγρότη. Καθώς όλα τα στοιχεία είναι εναντίον της, θα χρειαστεί να επιστρατεύσει όλες της τις δυνάμεις για να διατηρήσει την ελευθερία της. 1942: Ενώ ο Β ́ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται, η Βάιολετ ζει παγιδευμένη στη μεγαλοπρεπή, ετοιμόρροπη έπαυλη της οικογένειάς της και νοσταλγεί τη μητέρα της, που φημολογείται ότι τρελάθηκε πριν από τον θάνατό της. Τα μόνα ενθύμια που έχει από εκείνη είναι ένα μενταγιόν με το αρχικό Γ και η σκαλισμένη λέξη «γουέιγουορντ» στο υπνοδωμάτιό της.

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Θυμίζουμε: όποιος έχει μία πρωτότυπη και ωραία, απλή συνταγή, για την οποία υπερηφανεύεται, μπορεί αν θέλει να μας τη στείλει με μέιλ. Ή να κάνει μία ερώτηση στην ψυχολόγο μας. Επίσης μπορεί να μας στείλει μέιλ και για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Σας ευχαριστούμε πολύ.