Πολεις

Ένα προσωπικό αμάρτημα, ή: Μια εξομολόγηση

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Το αμάρτημά μου

Είμαι κάτω από μία μπάρα χθες και σηκώνω βάρη (αστεία κιλά, για να πω την αλήθεια…) ενώ η κουβέντα είναι για το μετρό και τα εγκαίνια του προηγούμενου Σαββάτου που είχαμε εδώ πάνω. Ο γυμναστής είναι από τους λίγους που δεν παρακολούθησαν την τελετή, και σκοπεύω να του τα περιγράψω όλα εγώ, που τα λέω και χαριτωμένα. Του έχω πει, μόλις, ότι «οι παπάδες το και το», ότι «ο αγιασμός έτσι κι έτσι» και τα λοιπά. Κι ενώ σηκώνω τα αναθεματισμένα κιλά, βλέπω ότι στο πρόσωπό του έχει παγώσει ένα μικρό σφιγμένο χαμόγελο, καθώς παρακολουθεί την προσπάθειά μου για να δει αν θα πέσω από μπροστά, προς τα πίσω, ή προς το πλάι.

Καμπανάκι.

Τελειώνω την προσπάθεια, αφήνω την μπάρα, τον κοιτάζω… «Είσαι της εκκλησίας;» λέω. «Της θρησκείας;» Το χαμόγελό του μεγάλωσε κάπως, αλλά εξακολουθούσε να σφιγμένος — είναι πολύ καλό παιδί, χρυσό. «Ναι», λέει. «Πιστεύω».

Δαγκώθηκα. Δεν είχα προλάβει να πω τίποτε βαρύ, μονάχα αυτό, να δείξω —λες και το απαιτούσε η στιγμή— πόσο, πια, αντίθετος είμαι σε μία πάγια, ΑΙΩΝΙΑ συνθήκη του τόπου μας εδώ, που θέλει έναν ιερέα να τελεί πάντα ένα μυστήριο, να λέει μια ευχή, κάτι, όποτε ξεκινάμε ένα έργο, όποτε αγωνιούμε για κάτι δημόσιο, κάτι σημαντικό. Με άλλα λόγια, είχα υποπέσει σε ένα ατόπημα από αυτά που, αν τυχόν τα κάνει άλλος, δεν του μιλάω για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Είμαι οριζοντίως και καθέτως άθεος, από τα δεκαπέντε μου. Τόσο που, αν είχα δυνατότητα να θέσω ΜΙΑ ερώτηση στο μαντείο, σε ένα μέντιουμ, σε ένα τζίνι, ή κάπου, δεν θα ρωτούσα αν υπάρχει Θεός, γιατί ξέρω ότι δεν υπάρχει. Θα ρωτούσα πότε θα πάρει ο Άρης πρωτάθλημα. (Όχι ότι θα μπορούσαν να απαντήσουν η Πυθία, το μέντιουμ ή το τζίνι, αλλά λέμε τώρα). Όμως αυτό είναι κάτι που αφορά εμένα. Όχι τον κόσμο. Και σίγουρα όχι την κοινωνία. Και 100% όχι τον γυμναστή μου, που τα ’χει όλα ο άνθρωπος, έχει και έναν κομμουνάρο μπάρμπα μπροστά του, έναν Αμίλκαρε Τσιπριάνι που ιδροκοπά κάτω από μία μπάρα φορτωμένη με ελάχιστα κιλά.

Δαγκώθηκα ξανά, ζήτησα συγγνώμη, του εξομολογήθηκα ότι είπα μια βλακεία πάνω στην αψάδα της στιγμής, και τέλος πάντων ότι ελπίζω να με συγχωρέσει για την ελαφράδα μου κάποια στιγμή.

Και του ορκίστηκα πως δεν θα το ξανακάνω.

Πόσο ανώριμος και βλαξ μπορεί να είναι κάποιος όμως. Στο τέλος φεύγει το χούι.

* * *

Σαν ψεύτικη

Είδα ένα πολύ όμορφο κορίτσι, και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν, «Είναι ωραία σαν Α.Ι.».

* * *

Ποια βιβλία σε έκαναν αναγνώστη;

Αλήθεια, θυμάστε; Έστω ένα ή δύο από αυτά; Όχι ποια θεωρείτε καλύτερα, σημαντικότερα, κορυφαία ή κάτι τέτοιο. Αλλά ποια σάς έκαναν να αγαπήσετε το διάβασμα. Τότε. Παλιά. Όταν είπατε, «Wow! Τι φάση. Εδώ θα μείνω». Εάν θυμάστε κάποιους τίτλους (και σίγουρα θυμάστε!), πείτε τους και σε εμάς με ένα μέιλ.

…Ιδού λοιπόν μερικές ακόμα από τις απαντήσεις σας:

Κέλλυ Αλαμάνου: Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, παραμύθια. Oscar Wilde, παραμύθια. George Ohnet, «Ο αρχισιδηρουργός». Ιωάννης Κονδυλάκης, «Η πρώτη αγάπη». Παύλος Νιρβάνας, «Το αγριολούλουδο». Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Τα λόγια της πλώρης» και το «Γιούσουρι». Πάνω από πενήντα χρόνια πριν όλα αυτά…

Θεοφανία Αλεξίου: Έχουμε και λέμε: «Μικρές Κυρίες», της Λουίζα Μέι Άλκοτ, «Τζέιν Έιρ» της Σαρλότ Μπροντέ, και «Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά» της Χάριετ Μπήτσερ Στόου. Αυτά θυμάμαι τώρα, σίγουρα υπάρχουν και αρκετά ακόμα που διάβασα εκείνο τον πολύ-πολύ παλιό καιρό. Είμαι στα 65 πια.

Οδυσσέας Δρανδάκης: Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, «Το βιβλίο της ζούγκλας», Τζάκ Λόντον, «Ο Ασπροδόντης», Ιούλιος Βερν όλα τα βιβλία από τις Εκδόσεις Αστήρ («Ταξίδι στο κέντρο της γης», «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», «Από τη Γη στη Σελήνη», «Μιχαήλ Στρογκόφ» κλπ. κλπ.). Αυτά, ανάμεσα σε κάποια άλλα, με ξεκλείδωσαν και μου άνοιξαν τον δρόμο.

Νίνα Ελευθερίου: Eleanor Porter, «Πολυάννα και το Παιχνίδι της Χαράς», αλλά και τα υπόλοιπα της σειράς. Με συγκινούσε και με βοηθούσε να ξεπερνώ τα προβλήματα της καθημερινότητας. Νομίζω ότι είμαι και εγώ μια Πολυάννα. Δεν ξέρω όμως αν θα γινόμουν χωρίς αυτήν, την πρώτη Πολυάννα και παντοτινή. Επίσης διάβασα ΟΛΑ τα βιβλία της Enid Blyton, «Οι πέντε φίλοι», «Τα Πέντε Λαγωνικά», «Οι Μυστικοί Εφτά». Ήμουν στον Παράδεισο!

* * *

Ένας τσελεμεντές εν προόδω

Στη μαγειρική μας στήλη σήμερα, έχουμε χαλβά με σοκολάτα. Τη συνταγή μάς έστειλε ο φίλος Μένιος Σωτηρίου. Τον ευχαριστούμε πολύ, και θυμίζουμε πως πάντα περιμένουμε και τις δικές σας συνταγές: τις έχουμε ανάγκη. Στείλτε μας μέιλ!

Χαλβάς με σοκολάτα

Ο χαλβάς τρώγεται ως έχει, αλλά αυτή εδώ η συνταγή είναι πολύ ωραία γιατί τον απογειώνει. Και είναι πραγματικά πανεύκολη.

ΥΛΙΚΑ:

  • 1 κιλό χαλβά (από ταχίνι, κανονικό, όχι σιμιγδαλένιο, όχι Φαρσάλων)
  • 200 γραμμάρια φιστίκια Αιγίνης (ή άλλα κελυφωτά τέλος πάντων) ψίχα
  • 200 γραμμάρια κουβερτούρα
  • 100 γραμμάρια σησαμέλαιο
  • ½ κουταλάκι του γλυκού μοσχοκάρυδο
  • 1 γεμάτη κουταλιά της σούπας μέλι
  • Σουσάμι 

ΕΚΤΕΛΕΣΗ:

  • Σπάμε τα φιστίκια σε χοντρά κομμάτια (εγώ το κάνω περνώντας τα με ένα μπουκάλι πάνω στην ξύλινη επιφάνεια κοπής που έχω).
  • Τα καβουρδίζουμε για ένα λεπτάκι στο τηγάνι, σε δυνατή φωτιά.
  • Κόβουμε τον χαλβά με τα χέρια μας σε κομμάτια, σαν μεγάλα ζάρια περίπου.
  • Σε ένα μπολ, ρίχνουμε τα κομμάτια του χαλβά και τα ανακατώνουμε με τα καβουρδισμένα φιστίκια.
  • Σε μια μπεν-μαρί, λιώνουμε την κουβερτούρα, αφού την έχουμε κόψει σε μικρά-μικρά κομματάκια.
  • Αποσύρουμε από τη φωτιά, αφήνουμε να κρυώσει λιγάκι, και προσθέτουμε το σησαμέλαιο, το μοσχοκάρυδο και το μέλι.
  • Ανακατεύουμε, και αναποδογυρίζουμε το μείγμα στο μπολ με τον χαλβά και τα φιστίκια.
  • Ανακατεύουμε πάλι, καλά-καλά.
  • Παίρνουμε μια φόρμα για κέικ, τη λαδώνουμε (με το σπρέι), και τη γεμίζουμε με το μείγμα μας.
  • Βγαίνουμε μια βόλτα, βλέπουμε ένα επεισόδιο από μια σειρά, διαβάζουμε το βιβλίο μας ή κάτι τέτοιο.
  • Το γλυκό είναι πια έτοιμο. Το αναποδογυρίζουμε να βγει από τη φόρμα (good luck with that), και το πασπαλίζουμε με το σουσάμι.
  • Κάποιοι το προτιμούν και με λίγες σταγόνες λεμόνι επάνω.
  • Όποιος τρώει δεν το ξεχνάει, και θέλει κι άλλο.

Αφήνουμε να μας περισσέψει λίγη κουβερτούρα, για να φτιάξουμε μπισκοτολούκουμα (σάντουιτς λουκουμιού με πτι-μπερ) και να στάξουμε επάνω τους με το πιρούνι λίγη λιωμένη σοκολάτα. 😉

* * *

Το βιβλίο της ημέρας

Julia Malye, «Τα κορίτσια του Λα Μπαλέν» (μετάφραση Μαρία Μαντή, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Ένα από τα βιβλία του Δεκεμβρίου που ξεχωρίζουν, πρωτότυπο, επικό, παράξενο, πέρα για πέρα γυναικείο… και 100% αληθινό. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που θα διαβαστεί πολύ.

  • Νά τι μας είπε η μεταφράστρια του βιβλίου Μαρία Μαντή — την ευχαριστούμε τρομερά για τον χρόνο της. Και της λέμε και από εδώ εύγε για την υπέροχη δουλειά, τόσο αμιγώς μεταφραστική όσο και σε επίπεδο έρευνας:

To 1720, γυναίκες που διαβιούν υπό άθλιες συνθήκες έγκλειστες σε διάφορες πτέρυγες του νοσηλευτικού και σωφρονιστικού ιδρύματος Σαλπετριέρ, στο Παρίσι, στέλνονται «εθελοντικά» στη Λουιζιάνα, πέρα από τον Ατλαντικό, στο κομμάτι που τότε ανήκε στη Γαλλία, προκειμένου να παντρευτούν άντρες εγκατεστημένους εκεί και να εδραιώσουν δημογραφικά τη νέα γαλλική αποικία.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε την πορεία τριών κοριτσιών από το γαλλικό ίδρυμα, το ταξίδι τους στον Ατλαντικό με το καράβι Λα Μπαλέν, την άφιξη στην αποικία και στη νέα τους ζωή. Από το Νέο Μπιλόξι στο Νάτσεζ και στη Νέα Ορλεάνη, από τον κακοποιητικό σύζυγο στη χηρεία, από τη γυναικεία υποτέλεια στη διεκδίκηση μιας ελεύθερης ζωής, από τη συνύπαρξη με τους αυτόχθονες Ινδιάνους στην άγρια πολεμική επίθεση των Νάτσεζ, στους αδίστακτους κυβερνήτες και στους τυφώνες, η ιστορία κάθε γυναίκας είναι μια ιστορία επιβίωσης: τα κορίτσια αυτά, μέρος ενός συνόλου που στην ιστορία καταγράφεται ως Pelican girls –από το όνομα του καραβιού Pelican που μετέφερε στην Αμερική την πρώτη αποστολή των κοριτσιών–, καταφέρνουν να ξεφύγουν από την κοινή γυναικεία μοίρα που όριζαν οι επιταγές της εποχής και να γράψουν τις δικές τους σελίδες ιστορίας.

Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα, πολυδιάστατο έργο μυθοπλασίας και ερευνητικό επίτευγμα συνάμα, φέρνει στο φως μια άγνωστη πτυχή της δυτικής ιστορίας.

  • Νά και ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Το βράδυ, ο Μπατίστ επέστρεφε κοντά της πάντοτε μόνος. Καθόταν δίπλα στο στρώμα της και της μετέφερε τις διάφορες φήμες για διαφθορά που είχε ακούσει στο Νέο Μπιλόξι, για τον κυβερνήτη Μπιενβίλ που πετούσε τους στρατιώτες στη φυλακή για μήνες και δεν προμήθευε τους υφιστάμενους αξιωματικούς με ρούχα και φαγητό. Έπειτα πλησίαζε κοντά της, τη ρωτούσε αν θυμόταν εκείνη τη φορά στο καράβι που ένας μούτσος άδειασε έναν κουβά νερό με τόση δύναμη, που της έβρεξε το φόρεμα. Ή τότε που την έβαλε να πιει χυμό λεμονιού για να την προστατέψει από το σκορβούτο. «Ναι» είπε «φυσικά». Θυμόταν τα πάντα. Οι αναμνήσεις είναι καλύτερες από την πραγματικότητα. Ο Μπατίστ δεν ήταν μαζί της στην καλύβα των άρρωστων κοριτσιών, όπως δεν ήταν και στην μπροστινή αυλή. Ο πυρετός της έφταιγε για τις φανταστικές επισκέψεις του. Όσο για το χαμένο ραντεβού τους, η Πετρονίλ δεν μπορούσε παρά μόνο να κάνει υποθέσεις για τα εμπόδια που τον ανάγκασαν να μείνει μακριά της. Τον φανταζόταν εγκλωβισμένο στους στρατώνες των ναυτικών, χωρίς να μπορεί να φύγει. Να προσπαθεί, αλλά να τον πιάνουν. Ή να στρίβει σε λάθος σημείο και να χάνει τον δρόμο για την αποθήκη. Υπήρχαν ένα σωρό λόγοι που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την απουσία του. Ο Μπατίστ είχε ήδη σαλπάρει και επέστρεφε στη Γαλλία, είχε πεθάνει ή είχε τραυματιστεί – μπορεί και να μην έμαθε ποτέ την ημερομηνία της συνάντησής τους, επειδή η βοηθός του γιατρού δεν του έδωσε ποτέ το σημείωμα με την απάντησή της. Η Πετρονίλ δεν είχε τρόπο να μάθει την αλήθεια.

  • Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:

Παρίσι, 1720. Η προϊσταμένη του νοσοκομείου καλείται να επιλέξει εκατό περίπου «εθελόντριες» για να τις στείλει στη Λουιζιάνα, όπου πρόκειται να παντρευτούν Γάλλους αποίκους. Στο ταξίδι αναπτύσσεται μια απρόσμενη φιλία μεταξύ της Σαρλότ, ενός δωδεκάχρονου ορφανού με κοφτερή γλώσσα, της Πετρονίλ, μιας άφραγκης νεαρής αριστοκράτισσας, και της Ζενεβιέβ, μιας «αγγελοποιού». Όπως και οι υπόλοιπες γυναίκες πάνω στο Λα Μπαλέν, δεν γνωρίζουν τίποτα για το τι τους περιμένει στην άλλη πλευρά του ωκεανού· ούτε για τις σχέσεις που θα χτίσουν ούτε για τις αντιξοότητες που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ούτε για τις προδοσίες που θα υπομείνουν σε αυτό τον άγριο και όμορφο τόπο. Η συγγραφέας παντρεύει αληθινά ιστορικά γεγονότα, περιπέτεια και συναισθηματικό βάθος, χαρίζοντάς μας ένα μυθιστόρημα για τη φιλία και τη γυναικεία επιθυμία, αλλά και για τους τρομερούς συμβιβασμούς που πρέπει να κάνουν οι γυναίκες για να επιβιώσουν.

  • Δυο λόγια για τη συγγραφέα:

Η Γαλλίδα Julia Malye (Ζουλιά Μαλίε, γεν. 1994) δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα, «La fiancée de Tocqueville» σε ηλικία δεκαέξι ετών. Το 2010 κέρδισε το Prix des Lycéens του Salon du Livre du Touquet. Ακολούθησαν δύο ακόμα βιβλία, το «Themoé» (Balland, 2013), υποψήφιο για το Prix du Jury του Salon du Livre du Touquet, και το «Les fantômes de Christopher D.» (Fayard, 2016). Αφού σπούδασε κοινωνικές επιστήμες και σύγχρονη λογοτεχνία (Sciences Po Paris και Sorbonne), άρχισε να γράφει στα αγγλικά (Claremont Colleges, California, και στη συνέχεια στο Oregon State University, όπου έκανε το MFA της). Ζει στο Παρίσι και διδάσκει δημιουργική γραφή, ενώ μεταφράζει για τον εκδοτικό οίκο Les Belles Lettres (έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων John Steinbeck και Evelyn Waugh).

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Θυμίζουμε: όποιος έχει μία πρωτότυπη και ωραία, απλή συνταγή, για την οποία υπερηφανεύεται, μπορεί αν θέλει να μας τη στείλει με μέιλ. Το ίδιο και για τα βιβλία που τον έκαναν αναγνώστη. Επίσης μπορεί να μας στείλει μέιλ και για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Σας ευχαριστούμε πολύ.