- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κοντά τα χέρια σας στο μετρό!
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Τα άκρα πόδια μου είναι χάλια, από κάθε άποψη. Θα ήταν ούτως ή άλλως —έχω πλατυποδία, στρεβλές φάλαγγες, δάχτυλα απομακρυσμένα μεταξύ τους, παράξενα νύχια, καμπύλα οστά μεταταρσίου—, αλλά τυχαίνει να τα έχω επιβαρύνει με διάφορα επί πάρα πολλά χρόνια, όπως με διαρκή τριβή σε παλιό παρκέ (ειδικά το δεξί), με μερικές χιλιάδες σφοδρά χτυπήματα σε ξύλινο πάτωμα, με κάμποσες χιλιάδες χιλιόμετρα τρέξιμο (φορώντας παπούτσια της συμφοράς) πάνω σε άσφαλτο κλπ. κλπ., οπότε χρειάζομαι συχνά άνθρωπο να μου τα φέρνει σε μια κάποια τάξη. Λοιπόν, έχω πάει σε μερικές δεκάδες νυχούδες, και ένα έχω να πω: δεν είναι όλες ίδιες.
Θα πει κανείς, «Μα, προφανώς. Πώς να ’ναι, γιατί να ’ναι;» Δεν ξέρω. Εγώ αν ήμουν απέξω θα πίστευα ότι από ένα σημείο και μετά, αποκτώντας μια σχετική πείρα, τείνεις να μοιάσεις με τους άλλους στον χώρο σου. Αλλά δεν είμαι απέξω. Έχω δει πολλές. (Αλλά κανέναν άντρα νυχά, απροπό, μόνο ποδίατρο). Και, ναι, δεν είναι όλες ίδιες. Μερικές είναι πολύ κακές, πολλές είναι έτσι κι έτσι, κάποιες είναι εξαιρετικές, και λίγες ακόμα είναι αστέρια. Και δεν έχει να κάνει αυτό με την τεχνική τους κατάρτιση ασφαλώς. Εν πάση περιπτώσει, για νύχια μιλάμε, όχι για πυρηνική φυσική. Έχει να κάνει με μία συνολική αντιμετώπιση του εκάστοτε περιστατικού. Αν στη μία άκρη έχουμε να κάνουμε με μια απλή διεκπεραίωση, στην άλλη μιλάμε για μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία για τον πελάτη.
Γενικά έχει σημασία να προσπαθεί κανείς. Αλλά και να το ’χει.
* * *
Μια οφειλόμενη επανάληψη
Εδώ και μερικά χρόνια έχουμε στο πορτοφόλι την κάρτα Δωρητή Οργάνων και Ιστών από τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων. Δεν θα μιλήσω φυσικά εγώ για το πόσο σπουδαίο είναι να υπάρχουν άφθονα όργανα για μεταμοσχεύσεις — είναι προφανές. Θέλω μονάχα να επαναλάβω δημοσία —το κάνω κάθε λίγα χρόνια— κάτι άλλο. Ότι δεν έχω κανένα ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ενδιαφέρον για το σώμα μου όταν πεθάνω. Δηλαδή, μου φαίνεται σχεδόν κωμικό να θέλω εκείνη ή την άλλη χάρη, ή συμπεριφορά, ή περιποίηση κ.τ.π., αφ’ ης στιγμής θα έχω επιστρέψει από κει που ’ρθα, σ’ αυτό τον ωκεάνιο στρόβιλο υποατομικών σωματιδίων. Βέβαια, δεν κακίζω κανέναν που θέλει εκείνο ή το άλλο για το πτώμα του. Είμαστε εδώ για να είμαστε ΕΜΕΙΣ, και όχι κάποιος άλλος. Οι άνθρωποι θέλουν κάτι τόσο μα τόσο απλό, όπως μια κηδεία. Και πολύ καλά κάνουν. Εγώ όχι.
Μικρός φλέρταρα με διάφορες ιδέες για κάποιου είδους νεκρώσιμη τελετή. Προφανώς απέκλεια οποιαδήποτε θρησκευτική τελετή, με παπάδες και τα λοιπά, όσο ωραία λόγια και να λένε. Αυτά τα «εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός» είναι σοφές και συγκινητικές κουβέντες. Όμως τυχαίνει να μην έχω κάποια σχέση με το τυπικό ή με τη θρησκεία (πολλοί απίθανα καλοί άνθρωποι, και φίλοι μου, ΕΧΟΥΝ), οπότε τα αποκλείω εκ προοιμίου. Και όχι βέβαια επειδή θα με πείραζε να με πουν «κεκοιμημένο δούλο». Γενικά, μπορεί να με πει κανείς όπως τού καπνίσει άπαξ και φύγω από δω per aspera ad astra.
Οι κηδείες είναι ωραίες, και σου αλαφραίνουν την καρδιά. Και είναι και αρχαία πράγματα. Ακόμη και οι αδικοχαμένοι Νεάντερταλ κήδευαν με τιμές και τελετουργικά τους νεκρούς τους. ΕΓΩ είμαι που τσινάω, αν και γενικά πολύ καλόβολος άνθρωπος.
Οπότε, ξαναλέω, φλέρταρα με διάφορες άλλου είδους τελετές μικρός, που ήμουν και πιο πολύ ψώνιο. Μά με κάτι πολιτικές, μά με γλέντια φίλων με πολύ αλκοόλ και ωραία θεάματα και τα λοιπά και τα λοιπά. Μα όλα αυτά είναι πράγματα της νεότητος. Εξ ου και κατέληξα στο ότι απλώς δεν θέλω κανενός είδους τελετή. Αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να υπογραφούν ένα-δυο χαρτιά και να διεκπεραιωθούν κάποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά σ’ αυτά προφανώς δεν αντιτίθεμαι, η γραφειοκρατία είναι η βάση του πολιτισμού (μαζί με τα υδραγωγεία και τους αναβολείς των αλόγων) και την αγαπώ. Οπότε ό,τι γίνει με το Ληξιαρχείο. Αυτό. Τίποτε άλλο. Κατά τα άλλα, δεν θέλω τάφο, μνήμα, σταυρό, αστέρι του Δαβίδ, ημισέληνο, ή οποιοδήποτε άλλο ωραίο σύμβολο. Δεν θέλω καν αποτέφρωση, της οποίας υπήρξα διαπρύσιος θιασώτης (και εξακολουθώ να είμαι: αλλά για τους άλλους, όχι για μένα). Το σώμα μου, αποψιλωμένο από όργανα (ελπίζω να ταιριάξουν κάποια με πιθανούς λήπτες και να μην πάνε όλα χαράμι) θα καταλήξει σε ένα πανεπιστημιακό νεκροτομείο, και από εκεί θα πάει στους φοιτητές για ανατομία/μαθήματα/εργαστήρια κ.ο.κ. Κι ό,τι περισσέψει (καθώς είμαι και κάπως ψηλός) θα πεταχτεί στον κλίβανο, μαζί με τα ιατρικά γάντια μιας χρήσης, τα υποσέντονα και τα άλλα νοσοκομειακά απόβλητα.
Δεν υπάρχει ανάγκη για ένα σημείο στον χώρο που θα είναι «δικό μου», ένα μέρος όπου θα συγκεντρώνονται οι φίλοι και οι συγγενείς για να με κλαίνε κάθε τόσο υπό βροχήν. Άλλωστε, έχω την εντύπωση ότι κάτι τέτοια γίνονται μόνο στις ταινίες εποχής ή στα κόμικς με τον Μπάτμαν.
* * *
Ένας τσελεμεντές εν προόδω
Στη μαγειρική μας στήλη, σήμερα έχουμε πάλι σούπα. Αλλά τι σούπα! Μια έξοχη, κομψότατη κολοκυθόσουπα. Μας τα στέλνει η καλή φίλη Σμαράγδα Κωβαίου. Την ευχαριστούμε πολύ, και θυμίζουμε πως πάντα περιμένουμε και τις δικές σας συνταγές. Στείλτε μας μέιλ!
Κολοκυθόσουπα
ΥΛΙΚΑ:
- Μια κολοκύθα Χοκάιντο, 2 κιλά περίπου
- 200 γραμμάρια κρέμα γάλακτος
- 500 ml ζωμό κότας
- Αλάτι, πιπέρι, μοσχοκάρυδο
- Κρουτόν
ΕΚΤΕΛΕΣΗ:
- Καθαρίζουμε την κολοκύθα, την κόβουμε κομμάτια και τη βράζουμε για 20 λεπτά.
- Την πολτοποιούμε στο μπλέντερ, και προσθέτουμε λίγο-λίγο τον ζεστό ζωμό κότας.
- Ρίχνουμε το μίγμα στην κατσαρόλα, και προσθέτουμε την κρέμα γάλακτος, το αλατοπίπερο και το μοσχοκάρυδο.
- Αφήνουμε να πάρει 1-2 βράσεις σε χαμηλή φωτιά.
- Σερβίρουμε προσθέτοντας κρουτόν.
* * *
Το βιβλίο της ημέρας
Αουτράν Ντοουράντο, «Η Όπερα των Νεκρών» (μετάφραση Ελένη Βλάχου, Εκδόσεις Carnívora)
Νά ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, που ξεχωρίζει στη βιβλιοπαραγωγή των τελευταίων ημερών καθώς είναι το πρώτο του Ντοουράντο που μεταφράζεται στα ελληνικά — ενός πολύ μεγάλου, και πολυβραβευμένου, Βραζιλιάνου συγγραφέα. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1967 και συμπεριλήφθηκε από την UNESCO στον κατάλογο με τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
- Νά ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Και παρόλο που κατά κάποιον τρόπο η παρουσία του Ζούκα Πασαρίνιου τής ήταν μια ανακούφιση, απ’ την άλλη τής προκαλούσε μεγάλη ανησυχία. Όλη μέρα έπρεπε να τον κυνηγάει. Πού είχε χωθεί πάλι; Ήταν εκεί δίπλα, της μιλούσε, της έλεγε τις μεγάλες ιστορίες του, τις ατελείωτες ιστορίες για τον ταγματάρχη Λιντόλφου, την ντόνα Βιβίνια, τον μικρό Βαλντεμάρ, ανθρώπους που ποτέ της δεν είχε ξανακούσει και που τώρα ήταν μέρος της ζωής της. Ξαφνικά εξαφανιζόταν, ψαχούλευε όλο το σπίτι, λες και ήταν ο Αζεντίνιου, το κυνηγόσκυλο. Όταν έβλεπε τη Ροζαλίνα να είναι απασχολημένη στο δωμάτιο ή ν’ ασχολείται με τα λουλούδια της, έφερνε βόλτες μες στο σπίτι, μέχρι και στα συρτάρια έψαχνε. Πάντα ήθελε να μάθει πράγματα για τη ζωή της Ροζαλίνας, για τον συνταγματάρχη, τον σέου Ονόριου Κότα, για τον σέου Λούκας Προκόπιου. Κάποιοι θέλουν να τα ξέρουν όλα, μόνο από ενδιαφέρον. Αλλά εκείνος δεν ήταν από αυτούς, πρέπει να είχε άλλες προθέσεις. Γιατί ήθελε να ξέρει τόσα πολλά; Σίγουρα, για να τα πει στους άλλους, κάτι δίνει, κάτι παίρνει. Γιατί δεν έκανε όπως κι εκείνη; Βουβό το στόμα της, από θέλημα Θεού, αλλά, αν ήθελε, μπορούσε να μιλήσει με τα δάχτυλα, με τα χέρια, μέχρι και με τα μάτια. Την καταλάβαιναν, ξετρελαίνονταν που την καταλάβαιναν. Κι αν ο Ζούκα Πασαρίνιου τα έλεγε στους άλλους; Κι αν τους έλεγε ότι τα βράδια η Ροζαλίνα έπινε; Αχ, άμα το μάθαιναν στην πόλη αυτό... Καλύτερα να τον διώχνανε τον Ζούκα Πασαρίνιου. Πώς να γίνει να κάνει τη Ροζαλίνα να δει ότι ο άντρας εκείνος δεν μπορούσε να φέρει τίποτα καλό; Η Ροζαλίνα ήξερε τι έκανε. Δεν έβλεπε, όμως, ότι ύστερα εκείνος μπορεί να έλεγε στους άλλους τι συνέβαινε στο αρχοντικό. Αν ήταν σίγουρη για αυτό, θα της άνοιγε τα μάτια της Ροζαλίνας.
- Διαβάζουμε στο σάιτ τού εκλεκτικού οίκου Carnívora:
Ο Αουτράν Ντοουράντο, με μια μπαρόκ πρόζα, βουτά στην παρακμή και την απομόνωση των ανθρώπων, υπό το βάρος του παρελθόντος από το οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν. Όπως ο ίδιος έχει τονίσει, «η πλοκή δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία σε ένα μυθιστόρημα. Είναι μόνο ένας τρόπος του συγγραφέα να διασκεδάζει τον αναγνώστη ενώ του κλέβει το πορτοφόλι», κατευθύνοντάς τον στον πυρήνα τελικά του έργου, που δεν είναι άλλος από τη βραζιλιάνικη ταυτότητα και την ανθρώπινη κατάσταση. Σε μια έπαυλη-φάντασμα, με σκοτεινούς διαδρόμους, άδεια δωμάτια και σταματημένα ρολόγια, χτίζει το σκηνικό του, με κεντρικό πρόσωπο τη Ροζαλίνα, μια αντικοινωνική γυναίκα, που αδυνατεί να απελευθερωθεί από τη δυστυχία που κληρονόμησε από την οικογένειά της. Με μόνη της ευχαρίστηση την κατασκευή λουλουδιών από υφάσματα, ρέλια μιας ευτυχίας που ποτέ δεν θα έρθει, έχει παρέα την υπηρέτρια του σπιτιού. Την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα της Ροζαλίνας θα ταράξει για πάντα η άφιξη ενός νεαρού άνδρα. Με μια συναρπαστική ροή που διαλύει τις βεβαιότητες και μας γεμίζει αμφιβολίες, αποκαλύπτεται ολόκληρη η μοίρα των κατοίκων μιας μικρής επαρχιακής πόλης του Μίνας Ζεράις, όπου έζησε και ο ίδιος ο συγγραφέας και στην οποία η λατρεία του παρελθόντος δεν επιτρέπει αλλαγές, διαιωνίζοντας την ψυχική φθορά.
- Δυο λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Αουτράν Ντοουράντο (Μίνας Ζεράις, 1926-2012), ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Βραζιλιάνους συγγραφείς, διακρίνεται για το στιβαρό ύφος της γραφής του και το πλήθος λέξεων και εκφράσεων από την ιδιαίτερη πατρίδα του, γεγονός που έχει οδηγήσει σε παραλληλισμούς του έργου του με την μπαρόκ λογοτεχνία. Έχει λάβει τις σημαντικότερες λογοτεχνικές διακρίσεις για την πορτογαλική γλώσσα, όπως είναι το βραβείο Ζαμπουτί (1982), το βραβείο Καμόες (2000) και το βραβείο Μασάντο ντε Ασίς (2008). Το έργο του χαρακτηρίζεται από επιμελή δομή και ρυθμό, πλοκή που προσιδιάζει σε τραγωδία και χαρακτήρες που συχνά είναι μοναχικοί και δέσμιοι προσωπικών ιστοριών του παρελθόντος. Ανάμεσα στις κύριες λογοτεχνικές επιρροές του ξεχωρίζει ο Φόκνερ.
Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.
* * *
Όλοι μιλούν πια, και δικαίως, για το μετρό , αλλά εκείνο που ξέρουν ελάχιστοι ανάμεσά τους είναι ότι ήδη έχει γραφτεί ένα διήγημα γι’ αυτό, το πρώτο, και μάλιστα ακριβώς τρία χρόνια πριν την έναρξη της λειτουργίας του. Λέγεται «Το Δικαστήριο», και συμπεριλαμβάνεται στον τόμο με αστυνομικά διηγήματα «Θεσσαλονίκη νουάρ» (επιμέλεια Αλέξανδρος Μυροφορίδης, επίμετρο Πέτρος Μαρτινίδης, Εκδόσεις Αρχέτυπο 2021). Είναι της Κικής Τσιλιγγερίδου. Και στις στοές του, εκεί, γίνονται κάποια όχι πολύ ευχάριστα πράγματα — κάποια αιματηρά πράγματα. Νά ένα απόσπασμα:
* * *
Δεν της άρεσε να κάθεται στη διαδρομή με το μετρό. Προτιμούσε να στέκεται όρθια, κρατημένη από έναν στύλο, ώστε να αισθάνεται στο σώμα της τη θαρραλέα ορμή του τρένου, το υπόκωφο ταρακούνημα, τις βουβές δονήσεις που συνόδευαν το πέρασμά του μέσα από τις στοές. Στεκόταν έτσι, κρατημένη γερά με το ένα χέρι, με τα μάτια μισόκλειστα και στοχαστικά πίσω από τα σκούρα γυαλιά της, έχοντας την εικόνα του συρμού που ξεχυνόταν ακάθεκτος κάτω από την πόλη, στη δική του διαδρομή, αμέτοχος και αδιάφορος για όσα συνέβαιναν επάνω, στην επιφάνεια. Το τρέμουλο στον γυαλιστερό πλαστικό στύλο μεταδιδόταν στην παλάμη της, και από εκεί σε όλο της το σώμα, σαν μια μυστική συνομιλία που δεν χρειαζόταν να αποκρυπτογραφήσει, αλλά απλώς να την ακούει μέχρι να βγάλει κάποιο νόημα από μόνη της, και να της αποκαλυφτεί. Και έπειτα, πάντα, ερχόταν η ανάσχεση της ταχύτητας, η σταδιακή επιβράδυνση, το σταμάτημα, η γλυκιά και μαζί σοβαρή φωνή από τα ηχεία, η ενθαρρυντική πρόσκληση από τις πόρτες που άνοιγαν με ένα απαλό μηχανικό ξεφύσημα. Σταθμός Βούλγαρη. Σταθμός 25ης Μαρτίου. Αναλήψεως. Φλέμινγκ. Ευκλείδη. Παπάφη. Πανεπιστήμιο. Μέχρι πέρα, στο τέρμα.
Της άρεσε αυτό, το απολάμβανε. Κάθε μέρα, χωρίς εξαιρέσεις. Και πάντα όρθια. Ακόμη και όταν τύχαινε να υπάρχουν καναδυό άδειες θέσεις για να καθίσει, εκείνη στεκόταν εκεί, κρατημένη από τον στύλο, με τα μάτια μισόκλειστα, να αφουγκράζεται τον κόσμο που γέμιζε το βαγόνι, να απορροφά τις δονήσεις του συρμού… και να νιώθει και όλα τα άλλα.
Όλα τα άλλα. Καμιά φορά ήταν μόνο ένα γρήγορο σκούντημα που συνοδευόταν από μια βιαστική συγγνώμη. Άλλες, μια άβολη πίεση πάνω στον στύλο, ή στις θέσεις των καθημένων πιο δίπλα, από ένα δυνατό σπρώξιμο. Όμως άλλες, όχι σπάνιες, ήταν εκείνα τα δάχτυλα πάνω στο τζιν της. Ή οι παλάμες στο στήθος της. Ή τα εξογκώματα κάτω από τα κουμπιά του παντελονιού στον μηρό της. Όλα τα άλλα.
Κάπου-κάπου ήταν φανερό πως δεν γινόταν επίτηδες. Ή ίσως όχι ακριβώς επίτηδες. Ο κάτοχος εκείνων των δαχτύλων, εκείνης της παλάμης, θα μπορούσε πράγματι να ήταν πιο προσεκτικός, να μην είχε αφεθεί να είναι τόσο αφηρημένος και χαλαρός, τόσο αδιάφορος, να είχε δει ότι εκεί που κρέμονταν ή απλώνονταν τα χέρια του δεν υπήρχε κενό, αλλά ότι στεκόταν μία γυναίκα. Ναι. Θα μπορούσε βέβαια να έχει τον νου του. Μα και πάλι, εκείνη το καταλάβαινε. Και το δικαιολογούσε. Ας είναι. Δεν μπορούσε να γίνει κάτι γι’ αυτό. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι η ίδια γι’ αυτό.
Μετρούσε τα δευτερόλεπτα από μέσα της, άφηνε τον χρόνο να διπλωθεί επάνω της και νατην τυλίξει, να τη σφίξει και να την πονέσει ακόμη περισσότερο κι από όσο την πονούσαν και την έσφιγγαν εκείνα τα δάχτυλα που σέρνονταν επάνω της, που τη ζουλούσαν και την πίεζαν. Που τη βίαζαν.
Όμως όλες τις υπόλοιπες φορές τα πράγματα ήταν αλλιώς. Τελείως αλλιώς. Όλες τις άλλες φορές, εκείνα τα δάχτυλα γλιστρούσαν επάνω στο στήθος της με τη δικιά του βούληση, εκείνη η παλάμη κολλούσε επιδέξια στους γλουτούς της επειδή ο ίδιος την κατηύθυνε, εκείνο το εξόγκωμα στο παντελόνι του τριβόταν βιαστικά στον γοφό της, όχι εξαιτίας του κόσμου που στριμωχνόταν στο βαγόνι του μετρό, αλλά επειδή εκείνος εκμεταλλευόταν αυτό τον κόσμο, επειδή εκείνος εκμεταλλευόταν την ώρα αιχμής, και αφηνόταν εν γνώσει του να κολλήσει επάνω της, να τριφτεί στα ρούχα της, να την αγγίξει, να τη χαϊδέψει, να τη χουφτώσει, να την πιέσει. Εκείνος ο άντρας μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε μέσα στις επόμενες στιγμές, να παραβιάσει τον χώρο της, το σώμα της, τον εαυτό της, να ασελγήσει επάνω της, να τη βιάσει.
Και τότε εκείνη ένιωθε την ανάσα της να πιάνεται και την καρδιά της να παγώνει, άνοιγε τα μάτια πίσω από τα μαύρα γυαλιά της, και περίμενε κρατημένη με το ένα χέρι από τον στύλο ενώ ο συρμός έτρεχε μέσα στην υπόγεια στοά κάτω από την πόλη. Μετρούσε τα δευτερόλεπτα από μέσα της, άφηνε τον χρόνο να διπλωθεί επάνω της και να την τυλίξει, να τη σφίξει και να την πονέσει ακόμη περισσότερο κι από όσο την πονούσαν και την έσφιγγαν εκείνα τα δάχτυλα που σέρνονταν επάνω της, που τη ζουλούσαν και την πίεζαν. Που τη βίαζαν. Έπειτα ο συρμός έκοβε ταχύτητα, εκείνη η σίγουρη φωνή ανακοίνωνε το όνομα του σταθμού και τις οδηγίες για τις εξόδους, και οι πόρτες άνοιγαν ξεφυσώντας απαλά και μηχανικά. Και μόνο τότε άφηνε κι εκείνη την αναπνοή της να βγει. Και μόνο τότε το χέρι, ή το εξόγκωμα μέσα από το παντελόνι, την άφηναν επιτέλους μόνη.
Και μόνο τότε γυρνούσε για να τον δει.
Δεν τα κατάφερνε πάντα. Καμιά φορά, τύχαινε να είναι πιο γρήγορος από εκείνη και απομακρυνόταν ελισσόμενος μέσα στο πλήθος των επιβατών. Άλλες φορές, απλώς έβγαινε από την πόρτα του βαγονιού για να πάει βιαστικά στον προορισμό του. Άλλες, όμως, έμενε εκεί, στη θέση του, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά, ή στο κινητό του, ή ακόμη-ακόμη διαβάζοντας ένα βιβλίο. Κάνοντας ότι διαβάζει ένα βιβλίο. Κάνοντας ότι κοιτά το κινητό του. Κάνοντας ότι ήταν ένας άλλος.
Αναστέναζε, τότε, σχεδόν από μέσα της και του χαμογελούσε. Και πάλι: σχεδόν. Δεν ήθελε να είναι ξεκάθαρο. Ήθελε να μπορούσε να το κρύψει, έτσι και έπρεπε. Να μην ήταν σίγουρος τι είχε γίνει και τι ήθελε από αυτόν. Εκείνος. Ο βιαστής.
Και πράγματι: από όλους τους, ποτέ κανείς δεν της αντιγύρισε το βλέμμα. Ποτέ, κανείς τους. Όλες τις φορές. Δεν μπορούσε να ήταν σύμπτωση. Όχι βέβαια. Ήταν κάτι που επιδίωκαν: να μην υπάρξει οπτική επαφή, να μείνουν όλα όσα έγιναν σε ένα απρόσωπο, υπόγειο επίπεδο. Κάτω από την επιφάνεια. Όπως έτρεχε το μετρό: αόρατα· κρυφά.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τέσσερις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο και Κυριακή, και κάθε Τρίτη και Πέμπτη. Θυμίζουμε: όποιος έχει μία πρωτότυπη και ωραία, απλή συνταγή, για την οποία υπερηφανεύεται, μπορεί αν θέλει να μας τη στείλει με μέιλ. Επίσης μπορεί να μας στείλει μέιλ και για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Σας ευχαριστούμε πολύ.