Πολεις

Ένα εσπρεσσάκι και γρήγορα

«Η αξιοπρέπειά σου είναι πάνω απ’ όλα» του λέγανε και αυτός το έκανε κανόνα ζωής

Νίκος Καραχάλιος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν ξεχνάμε τους τρόπους μας για ένα εσπρεσσάκι

Η μέρα το καλοκαίρι περνούσε πολύ γρήγορα. Σαν να ήταν γιασεμί. Το μόνο που έμενε πίσω ήταν το άρωμά του. Η μυρωδιά του καφέ όμως έμενε τόσο έντονη που θα τον συνόδευε συνεχώς.

Η κοπέλα που καθόταν μπροστά του στον πάγκο του beach bar ήταν η κοπέλα του. Ευτυχώς είχε τόση πολλή δουλειά που και να ήθελαν δεν είχαν το χρόνο να τσακωθούν. Έφτιαχνε πάνω από 300 εσπρεσάκια στη βάρδιά του.

Παρ΄όλο τον χαμό που γινόταν γύρω του, είχε το αδιάφορο ύφος του ανθρώπου που δεν τον χωράει κανένας τόπος και τά ‘χει δει όλα. Και όμως οι παραστάσεις του απ’ τον υπόλοιπο κόσμο προέρχονταν από τις ταινίες που έβλεπε στο μοναδικό σινεμά της περιοχής, την ΦΛΩΡΙΔΑ. Εκεί ξημεροβραδιαζόταν τον χειμώνα όταν όλοι έφευγαν, το μαγαζί έκλεινε και δεν είχε τί να κάνει. Η αλήθεια ήταν δεν είχε φτάσει ποτέ του πιο μακριά απ’ το τέρμα αυτής της παραλίας. Η ζωή του περιοριζόταν στα λίγα τετράγωνα ενός θερέτρου που τον μισό χρόνο είχε την ζωντάνια φερέτρου.

Το σκηνικό θα μπορούσε να είναι πιο θλιβερό κι απ’ αυτό βραζιλιάνικου τσίρκου που διαλύεται και δίνει την τελευταία του παράσταση.

Προσπάθησε ν’ απαλλάξει το μυαλό του από τη σεζόν που έβαινε προς το τέλος της και τις ξένες λύπες που τον περιτριγύριζαν. Τώρα τελευταία είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν τον γέμιζε ούτε η δουλειά του παρότι είχε αναβαθμιστεί κοινωνικά. Από «καφετζή» τον φώναζαν πλέον «barrista», ποτέ όμως με τ’ όνομά του.

Ήθελε να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό που έκανε ήταν μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Αλλά δεν ήταν. Στην ηλικία του έπρεπε να είναι hobby. Δεν ήταν πια παιδί να κάνει δουλειές του ποδαριού.

Απλώς προσπαθούσε να κοροϊδέψει για λίγο ακόμη τον εαυτό του που τώρα όμως είχε έρθει η ώρα της κρίσεως. Τα πράγματα θα του είχαν πάει καλύτερα αν δεν είχε κληρονομήσει αυτές τις γαμημένες αρχές από τους γονείς του. «Η αξιοπρέπειά σου είναι πάνω απ’ όλα» του λέγανε και αυτός το έκανε κανόνα ζωής. Τι βλάκας…

Υπήρχε διέξοδο; Από την ενδοσκόπηση σίγουρα, αφού διέκοψε τις σκέψεις του μια υστερική φωνή. Μια κυρία απαιτούσε να φτιάξει «έναν espresso και γρήγορα!». Ήταν επιδεικτικά ανάγωγη και προκλητικά νεόπλουτη. Ντυμένη, ή καλύτερα ημίγυμνη, καλυπτόταν οριακά από ένα μικροσκοπικό μπικίνι που τυλιγόταν μαζί μ’ ένα κορμί γυμναστηρίου μέσα σ’ ένα αραχνοΰφαντο παρεό. Δεν μπορούσε να μην είναι εξοπλισμένη με το απαραίτητο Rolex Oyster στο ένα χέρι και μισό κιλό χρυσό σε βραχιόλια περασμένα στο άλλο.

«Τώρα!» συμπλήρωσε επιτακτικά.

Του μίλησε ξεδιάντροπα. Σαν να έφτυνε τις λέξεις.

Ο barrista σκέφτηκε ότι το «τώρα» ήταν αδύνατο. Ο ελάχιστος χρόνος εκχύλισης μιας δόσης είναι 25 δευτερόλεπτα.

Δεν της το είπε.

Απλά αδιαφόρησε. Λίγο αργότερα τον απέλυσαν ξανά.

Πάλι άνεργος...

«Η μοίρα του ήταν σκληρή σαν παξιμάδι…». Ατάκα που δεν στέκεται ούτε σε φθηνό τηλεοπτικό δράμα σκέφτηκε.

Α! και ξέχασα να σας πω. Τον φίλο μας τον λέγανε Γρηγόρη και όπως πιθανόν έχετε ήδη καταλάβει, η πελάτισσα εκτός από απαξιωτική ήταν και η γυναίκα του αφεντικού…