Πολεις

Πού βρίσκαμε ερωτικούς συντρόφους παλιά, πού βρίσκουμε σήμερα

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

(Ναι, είναι ωραίο να ξεκινάς τη μέρα σου ξέροντας πως χθες έκανες το ετήσιο εμβόλιό σου για τη γρίπη. Ειδικά αν νοιάζεσαι με όλο σου το είναι γι’ αυτά που έχεις να κάνεις, και που δεν σηκώνουν αναβολή, καθυστερήσεις, ματαιώσεις, αρρώστιες και τα συναφή. Οπότε πάμε παρακάτω).

* * *

Πριν από ενάμιση περίπου χρόνου, είχαμε συζητήσει εδώ στη Voice με τη μεταφράστρια Αγγελική Βασιλάκου για το μυθιστόρημα της Σέλβα Αλμάδα, «Ο άνεμος που σαρώνει», που είχε μόλις κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος σε δική της μετάφραση. Πριν από λίγες ημέρες βγήκε και το δεύτερο βιβλίο αυτής τής σκοτεινά συναρπαστικής συγγραφέως από την Αργεντινή —πρόκειται για μία τριλογία, με εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους ιστορίες—, πάντα από τον Κλειδάριθμο και πάντα στη μετάφραση της Βασιλάκου: τίτλος του, «Δεν είναι ποτάμι».

Μια Κυριακή σ’ ένα μπάρμπεκιου κάποιος τής είπε ότι είχε πιάσει με μια παρέα φίλων ένα τεράστιο σαλάχι, και όταν τελικά κατάφεραν να το ξεκολλήσουν από τον βυθό, το πυροβόλησε.

Η Αλμάδα είναι πελώρια συγγραφέας, τόσο που είναι να απορείς πώς χωρά στα τόσο μικρά σε όγκο βιβλία της. (Βιβλία που, απροπό, είναι ιδανικά και για εξονυχιστικά διαβάσματα από συγγραφείς· ανεξάρτητα από το επίπεδό τους, όλοι τους έχουν να μάθουν πάρα πολλά). Ζήτησα λίγα λόγια από την Αγγελική Βασιλάκου γι’ αυτό το δεύτερο βιβλίο —μια νουβέλα που μπήκε στη βραχεία λίστα για το Διεθνές Βραβείο Booker τού 2024, και που κανείς τη διαβάζει σαν να ανεβάζει πυρετό—, και νά τι μάς είπε· την ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο της:

Όταν πήρα στα χέρια μου το πρωτότυπο κείμενο της Αλμάδα, απόρησα. Θες η προφορικότητα, ή μάλλον η ρευστότητα του κειμένου, η ιστορία των τριών φίλων που πάνε για ψάρεμα σ’ ένα ποτάμι [που δεν είναι ποτάμι], το μότο του βιβλίου, ένα απόφθεγμα του Καλβέιρα: «Κοίτα, φίλε μου, την αφθονία των καζουαρίνων στην ακτή. Είναι ήδη νερό», που μας παραπέμπει κατευθείαν στο ονειρικό στοιχείο.

Τι μας λέει δηλαδή; Ότι το δέντρο στο βάθος δεν είναι πια δέντρο, είναι μέρος του νερού... Και έτσι κυλάει και η αφήγηση όλη: ο πνιγμένος που είναι προαίσθημα και ενοχή, τα κορίτσια που είναι και δεν είναι... ο τσαμπουκάς των αντρών και η αγάπη τους ταυτόχρονα για το ποτάμι, όπως της Σιομάρας με τη φωτιά, και το τεράστιο σαλάχι που κολλώντας σαν βεντούζα στον πάτο του ποταμού εξουθενώνει τους τρεις άντρες και τους «αναγκάζει» να του ρίξουν, όχι έναν, αλλά τρεις πυροβολισμούς.

Αναπόφευκτα στράφηκα στη συγγραφέα: Σέλβα Αλμάδα. Αργεντίνα, γεννημένη σε μια επαρχία με το γοητευτικό όνομα Έντρε Ρίος (ανάμεσα στα ποτάμια δηλαδή, και συγκεκριμένα στους ποταμούς Παρανά και Ουρουγουάη), ανακαλύπτει στα δεκαεφτά της χρόνια τον ποταμό Παρανά και η έκπληξή της μπροστά στην τεράστια μάζα σκούρου νερού είναι τόσο μεγάλη που αποφασίζει τα λείψανά της να πεταχτούν στα νερά του…

Μια Κυριακή σ’ ένα μπάρμπεκιου κάποιος τής είπε ότι είχε πιάσει με μια παρέα φίλων ένα τεράστιο σαλάχι, και όταν τελικά κατάφεραν να το ξεκολλήσουν από τον βυθό, το πυροβόλησε. Η όλη σκηνή, βίαιη και τρομερά ελκυστική, είχε τα απαραίτητα στοιχεία για να γίνει η αρχή μιας ιστορίας. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται όλη την εβδομάδα. Ποιοι ήταν σε αυτό το σκάφος; Τι τους ένωνε; Γιατί ο ένας από αυτούς είχε όπλο;

Έτσι ξεκίνησε να γράφει, το 2013, και τέλειωσε την ιστορία στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020.

Για επτά χρόνια το «Δεν είναι ποτάμι» τής υπαγόρευε τι να γράψει, οπότε πήγαινε στην τάδε σελίδα και έβγαζε λέξεις, προτάσεις, ολόκληρες σκηνές. Διάβαζε δυνατά για να δει τι δεν ακούγεται σωστά. Ανέσυρε πράγματα από τις παιδικές της αναμνήσεις και διαβάσματα (υπάρχει μια σκηνή, για παράδειγμα, με τα αγόρια τελείως Τομ Σόγιερ), οι χαρακτήρες είναι εμπνευσμένοι από άντρες της οικογένειάς της, η γλώσσα είναι αυτή που μιλούσαν όταν εκείνη ήταν κορίτσι. Ο θεραπευτής στον οποίο πηγαίνουν τα παιδιά είναι ο ίδιος στον οποίο πήγαινε η συγγραφέας όταν ήταν μικρή…

Μέσα στα επτά χρόνια γράφτηκαν αλλά δυο βιβλία. Μα η Αλμάδα έψαχνε τη Φωνή: ποιος μιλάει σε αυτή την ιστορία. Η πλοκή διαδραματίζεται σε ένα νησί, οι χαρακτήρες είναι ψαράδες, και για να ψαρέψεις χρειάζεσαι σιωπή...

Το σύμπαν του μυθιστορήματος κατέληξε να της υπαγορεύσει πώς πρέπει να ειπωθεί: ψιθυρίζοντας, σχεδόν σαν τον ήχο του νερού.

* * *

Αν ήρθατε από άλλο πλανήτη και αναρωτιέστε πού βρίσκει ο κόσμος τους ερωτικούς του συντρόφους, ιδού η απάντηση.

(Είπα να βάλω κι εγώ μια φορά έναν clickbait τίτλο — ελπίζω να έπιασε, πρώτον, και να με συμπαθάτε γι’ αυτό, δεύτερον).

* * *

Νά ένας ακόμα πανέξυπνος και αστείος λογαριασμός: για δικηγόρους, αλλά όχι μόνο. Εννοείται πως ΚΑΙ αυτός θα σας αποζημιώσει για όση ώρα φάτε στη σελίδα του. Ευχαριστίες —ξανά— στη Σαπφώ που μου τον έμαθε.

* * *

Στη στήλη μας με τις συνταγές, σήμερα έχουμε βίντατζ τυροκουλουράκια, μπουκιά και συχώριο. Θερμές ευχαριστίες στην αγαπημένη μας φίλη και συνάδελφο Χρύσα Φραγκιαδάκη που μας την έστειλε. Περιμένουμε και τις δικές σας συνταγές!

Τα τυροκουλουράκια της μαμάς μου

Δεν έχω να συνεισφέρω κάτι σοβαρό και πρωτότυπο, οπότε καταθέτω κάτι παιγνιώδες: μια ανθεκτική παιδική ανάμνηση δοκιμασμένη και στην ενήλικη ζωή (τα κάνω ακόμη). Έπαιξα λίγο με την αυθεντική σελίδα από το cookbook της μαμάς μου, και με την ΑΙ, και σας δίνω και τη συνταγή μεταγραμμένη (τα… δράμια σε γραμμάρια):

ΥΛΙΚΑ:

  • 1 ποτήρι γάλα
  • 1 ποτήρι βούτυρο
  • 1 ποτήρι λάδι
  • 160 γραμμάρια παρμεζάνα τριμμένη
  • 650 γραμμάρια αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • 1 πρέζα μαγειρική σόδα

ΕΚΤΕΛΕΣΗ:

  • Ανακατεύουμε όλα τα υλικά μαζί, ζυμώνουμε και κάνουμε κουλουράκια ή πιτάκια ή μπαστουνάκια.
  • Προαιρετικά, αλείφουμε με αυγό και πασπαλίζουμε με σουσάμι, ή μαυροκούκι, ή γλυκάνισο, ή ό,τι άλλο μάς αρέσει.
  • Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180°, στις αντιστάσεις, για 20-30 λεπτά, ελέγχοντας μετά τα 20 πρώτα.

* * *

Το βιβλίο της ημέρας:

«Έτρεχε τώρα προς τις πλαγιές, στο πιο ανώμαλο και τραχύ σημείο, εκεί όπου προεξείχαν αιχμηροί βράχοι όπως οι κυνόδοντες άγριων ζώων. Στο βουνό είναι η κρυψώνα του αγρινού, το καταφύγιό του, το φρούριό του, η διαφυγή και η ασφάλειά του. Ο Ασούφ εξακολουθούσε να κρατιέται απ’ το σχοινί ενώ το αγρινό κουνούσε το κεφάλι του πέρα δώθε, με νευρικές κινήσεις, προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ την παγίδα τούτη χωρίς να πάψει να τρέχει προς τη μεριά των βράχων. Οι δυο τους έφτασαν μαζί στην πλαγιά την αρματωμένη με τους μαύρους βράχους. Ο νεαρός προσπάθησε να κρατηθεί από έναν βράχο, αλλά εντέλει τον παράτησε.

Κάποια άλλη στιγμή, βρέθηκε μπροστά του ένας άλλος πεταχτός βράχος. Με το αριστερό του χέρι αρπάχτηκε από κείνον, ενώ με το δεξί συνέχιζε να κρατά το σχοινί. Το φρενιασμένο ζώο τραβούσε το σχοινί απ' τη μία πλευρά ενώ ο Ασούφ κρατούσε την πέτρα από την άλλη. Ένιωσε το χέρι του έτοιμο να του κοπεί απ’ τον ώμο, μα πίεσε τον εαυτό του να μην αφήσει την πέτρα. Μέσα σε μια στιγμή, η πέτρα ξεριζώθηκε απ’ το έδαφος και το αγρινό τραβούσε ξοπίσω και τους δυο τους πια. Ο Ασούφ δεν πρόσεξε ότι έσερνε την πέτρα με το αριστερό του χέρι, μια πέτρα μακρουλή, παρά μόνο όταν προχώρησαν ακόμα πιο πέρα σε μια απόσταση, βαθιά μες στο βασίλειο που κανείς δεν το γνώριζε σαν και κείνον.

Παράτησε την πέτρα κι αισθάνθηκε, πρώτη φορά, ένα κάψιμο. Το κορμί του όλο φλεγόταν, το δέρμα του ήταν πληγωμένο από τις πέτρες. Ιδρώτας έσταζε στο πρόσωπό του. Σταγόνες έτρεχαν στα γόνατά του, στα πόδια του, στα χέρια, στους αγκώνες του, κι ήταν από αίμα. Όσο για τα ρούχα του, αυτά είχαν αρχίσει να σκίζονται από την πάλη στο ουάντι· τώρα όμως είχαν γίνει κομμάτια απ’ τις πέτρες και τους θάμνους που συναντούσαν στην πορεία τους προς την κρυψώνα του αγρινού ψηλά στις βουνοκορφές». Ιμπραχίμ αλ Κούνι, «Το αίμα της πέτρας» (μετάφραση Ελένη Καπετανάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη).

Άλλο ένα μυθιστόρημα στην ωραία —και απαραίτητη— σειρά Συγγραφείς απ’ Όλο τον Κόσμο του Καστανιώτη. Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:

Ο Ασούφ, ένας Βεδουίνος βοσκός που ζει απομονωμένος στα βάθη της ερήμου, είναι δεμένος με τα πλάσματά της και σέβεται την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης μέσα σε κείνο το σκληρό περιβάλλον. Μόνο αυτός συντονίζεται με τα αινίγματα του τόπου, και γι’ αυτό ακριβώς έχει οριστεί φύλακας των αρχαίων βραχογραφιών μιας κοιλάδας. Μόνο αυτός, επίσης, γνωρίζει τους δρόμους του θρυλικού αγρινού, ενός αγριοκάτσικου του βουνού που φημίζεται για το νόστιμο κρέας του. Ο Ασούφ αποφεύγει κάθε επαφή με τους συνανθρώπους του, όχι όμως και με τα περαστικά καραβάνια. Ο ίδιος και το αγρινό, που το θεωρεί ζώο ιερό, απειλούνται από τον ερχομό δύο κυνηγών. Οι συγκεκριμένοι άνδρες έχουν ήδη σφάξει κάμποσες γαζέλες και πλέον θέλουν να γευτούν κρέας αγρινού. Απαιτούν έτσι από τον Ασούφ να τους δείξει το μέρος όπου συνήθως κρύβεται το εντυπωσιακό, άπιαστο ζώο με τα στριφογυριστά κέρατα. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη νότια Λιβύη και διαπλέκει την παραδοσιακή πραγματικότητα της ερήμου με τον σαγηνευτικό μυστικισμό της. Ο ποιητικός Ιμπραχίμ αλ Κούνι, υπαρξιακός και οικολογικός εξίσου, αγγίζει την καρδιά του ανθρώπου που αντιστέκεται.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τέσσερις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο και Κυριακή, και κάθε Τρίτη και Πέμπτη. Θυμίζουμε: όποιος έχει μία πρωτότυπη και ωραία, απλή συνταγή, για την οποία υπερηφανεύεται, μπορεί αν θέλει να μας τη στείλει με μέιλ. Επίσης μπορεί να μας στείλει μέιλ και για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Σας ευχαριστούμε πολύ.