Πολεις

Τεστ - Εσείς τι άνθρωπος είστε: Σκύλος ή Γάτα;

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

[WOW] Οι εσωστρεφείς είναι γάτες, οι εξωστρεφείς είναι οι σκύλοι. Το ξέρω ότι νιώθετε να το ξέρατε από πάντα. Αλλά νά και γιατί ισχύει:

[1] Οι εσωστρεφείς είναι γάτες.

  • Απόλυτη ανεξαρτησία: Ακριβώς όπως οι γάτες, οι εσωστρεφείς δίνουν μεγάλη σημασία στον χρόνο τους, και δεν τον ξοδεύουν άσκοπα για κανέναν. Τους αρέσει να μένουν μόνοι, και έχουν απόλυτη, πρωτεύουσα ανάγκη τη μοναξιά για να επαναφορτιστούν. Μην τους επιβάλλετε ποτέ τίποτε, θα σπάσουν.
  • Επιλεκτική κοινωνικοποίηση: Παρά τα τεχνηέντως θρυλούμενα, οι γάτες είναι εξαιρετικά στοργικές με τους ανθρώπους τους — αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι λίγοι, είναι μόνο αυτοί που αγαπούν και εμπιστεύονται. Το ίδιο ισχύει και με τους εσωστρεφείς: δημιουργούν βαθιές σχέσεις μεν, με λίγα άτομα δε.
  • Ήσυχη παρατήρηση: Οι γάτες παρατηρούν τα πάντα από απόσταση, χωρίς να αναμειγνύονται με τις ξένες υποθέσεις. Έτσι και οι εσωστρεφείς. Κανείς νομίζει πως «είναι στον κόσμο τους», και, ορισμένως, έχει ένα κάποιο δίκιο. Αλλά είναι στον κόσμο τους ξέροντας μέχρι κεραίας πώς είναι ο άλλος κόσμος.
  • Προσωπικός χώρος: Δεν υπάρχει πιο ιερός τόπος για μία γάτα και έναν εσωστρεφή από τον προσωπικό τους χώρο. Κάντε τους ό,τι θέλετε, αλλά ποτέ μα ποτέ μην μπείτε στον πειρασμό να δείτε πώς είναι εκεί μέσα. Δεν θα είναι καλό ούτε για τις γάτες, ούτε για τους εσωστρεφείς. Και, κυρίως, ούτε για εσάς.

[2] Οι εξωστρεφείς είναι σκύλοι.

  • Ενθουσιώδης αφοσίωση: Τα σκυλιά φημίζονται για την πίστη τους, αφενός, και για την πληθωρικότητα με την οποία την εκφράζουν αφετέρου. Οι εξωστρεφείς, πάλι, αισθάνονται επίσης πιστοί προς τους πάντες (κι ας μην είναι), δείχνοντάς το με τον πιο ενθουσιώδη τρόπο. Κάπως κουραστικοί, όχι;…
  • Αχαλίνωτη κοινωνικότητα: Οι σκύλοι ευδοκιμούν ανάμεσα στα πλήθη, και οι εξωστρεφείς ενεργοποιούνται από την αλληλεπίδραση με τους άλλους. Και οι μεν και οι δε χρειάζονται χώρο, χρόνο, κοινό και χειροκρότημα. Έτσι και δεν τους χειροκροτεί κάποιος, χειροκροτούνται μόνοι τους. «It’s okay», θα πουν.
  • Ασυγκράτητη δραστηριότητα: Οι εξωστρεφείς, όπως ακριβώς και οι σκύλοι, απολαμβάνουν το να είναι διαρκώς απασχολημένοι και σε ασυγκράτητο κέφι ακόμη και χωρίς λόγο, παίζουν φρίσμπι, συμμετέχουν σε ποικίλες δραστηριότητες που απαιτούν κίνηση, και ανθίζουν ανταποκρινόμενοι σε κάποια εξωτερική διέγερση.
  • Συναισθηματική πλημμύρα: Οι σκύλοι εκφράζουν ανοιχτά τα συναισθήματά τους, με ασταμάτητα χοροπηδητά, ανοιχτά στόματα γεμάτα σάλια, αγκαλιές, φιλιά στο πρόσωπο κ.τ.π., ακριβώς όπως και οι εξωστρεφείς, που επικοινωνούν και μοιράζονται εύκολα τα συναισθήματά τους με τον καθένα, ακόμη και με αγνώστους.

[3] Και οι υπόλοιποι;

Οι υπόλοιποι, ήτοι οι αμφιστρεφείς (τι λέξη!), είναι λίγο απ’ όλα. Είναι υβρίδια, μια παράξενη μείξη που έχει γνωρίσματα τόσο της γάτας όσο και του σκύλου. Σαν ζογκλέρ στα φανάρια, οι αμφιστρεφείς μπορούν να μεταβούν από την αγάπη της μοναξιάς στην υπερκοινωνικοποίηση ανάλογα με την περίσταση και τις ανάγκες της στιγμής. Μπορούν να κουλουριαστούν ήσυχα στο φως του ήλιου αλλά και να αναλάβουν δράση όταν ακούν το κάλεσμα της αγέλης, εκείνα τα παράξενα ουρλιαχτά.

Ίσως μπορούμε να μάθουμε να τα αγαπάμε και τα δύο: το νευρικό γουργούρισμα της γάτας και το λαχανιασμένο γέλιο του σκύλου.

[ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ] Κανένας τύπος προσωπικότητας δεν είναι καλύτερος ή χειρότερος· απλώς είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, όπως διαφορετικά ζωάκια είναι οι γάτες και οι σκύλοι. Και οι μεν και οι δε έχουν τα καλά τους και τα κακά τους. Η ήρεμη ανεξαρτησία της γάτας συμπληρώνει τον χαρούμενο ενθουσιασμό του σκύλου. Γάτες και σκύλοι εξισορροπούνται, όπως ακριβώς εξισορροπούνται οι εσωστρεφείς και οι εξωστρεφείς στο ανθρώπινο οικοσύστημά μας. (Εντάξει, το «εξισορροπούνται» εδώ είναι υπερβολή, το λέμε για να το πούμε: ζούμε σε έναν εξωστρεφή κόσμο, και όλοι το ξέρουμε καλά αυτό). Ίσως μπορούμε να μάθουμε να τα αγαπάμε και τα δύο: το νευρικό γουργούρισμα της γάτας και το λαχανιασμένο γέλιο του σκύλου. Ίσως πάλι η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο να είναι που κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα. Εκτιμήστε τα όσο μπορείτε, ΑΝ μπορείτε. Άλλωστε, είστε κι εσείς ένας τέτοιος. Μια γάτα, ένας σκύλος — ή ένα γατόσκυλο.

* * *

Κάθε βιβλίο του Γιάννη Η. Χάρη για τη γλώσσα είναι μια σκέτη απόλαυση, ένας θησαυρός. Το ίδιο κι αυτό το τελευταίο του, «Παιχνίδια και ακροβασίες της γλώσσας. Η εξέλιξη της γλώσσας μέσα από τα λάθη» (Εκδόσεις Εστία), ένα μικρό βιβλιαράκι που διαβάζεται μονοκοπανιά, τόσο λόγω έκτασης, όσο και γιατί δεν θέλεις να αφήσεις το άλλο μισό για μετά, θες να το τελειώσεις τώρα.

Είναι στ’ αλήθεια απολαυστικό, είναι γεμάτο χιούμορ, δεν μπορείς παρά να σκάσεις στα γέλια εδώ κι εκεί (θα το διαπιστώσουν ΟΛΟΙ οι αναγνώστες), και βέβαια μαθαίνεις όπως πάντα κι ένα σωρό πράγματα — ή ξαναδιαβάζεις, αλλά τόσο ωραία διατυπωμένα, πράγματα που ήξερες μεν, μα που το σωστό είναι να επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα από όσους υπηρετούν τη γλώσσα μας και την ξέρουν καλά, από τα μέσα, που έχουν τριφτεί με τα καλά της και με τα κακά της.

Το θέμα των γλωσσικών λαθών που «απολανθάνονται» με τη χρήση μάς αρέσει πολύ και εμάς, μας ενθουσιάζει, και μας προκαλεί πάντα δέος και μια μικρή ταραχή. Είναι τόσο παράξενο, και οπωσδήποτε όμορφο, να ταξιδεύεις λίγο πίσω στον χρόνο και να βλέπεις αυτό που χθες, ή και μέχρι σήμερα το πρωί, ήταν —ή θεωρούνταν— λάθος να έχει ξάφνου επισημοποιηθεί (ξάφνου μεν, μα με τη χρήση δε, με τη λάτρα, και με μια μυστική και πάγκοινη σοφία), να έχει γίνει ο κανόνας και να φορά τα καλά του χωρίς να αναγκάζεται να κρύβεται στο βουνό ή να υφίσταται την καταλαλιά του κόσμου.

Ωραία λόγια και σοφά:

[Η] γλώσσα δεν φθείρεται από τα λάθη: άλλα τα ενσωματώνει, τα υιοθετεί, άλλα τα απορρίπτει, περνάει από δίπλα και προχωρεί. Έπειτα: μ’ αυτά που είπαμε για το απανέκαθεν, ή μ’ αυτά που είδαμε για την αλλαγή από το ανήρ σε άνδρας, να συμφωνήσουμε ότι το λάθος κρύβει εντέλει κάποια γνώση, έχει τη δική του λογική· δεν γίνεται τυχαία· μαρτυρεί την ύπαρξη ακριβώς γλωσσικού αισθητηρίου, με βάση το οποίο γίνεται η απόκλιση — με τον νόμο της αναλογίας ή με τον νόμο της έλξης, όπως είπαμε, αλλά και μέσα από άλλους μηχανισμούς και ισχυρές τάσεις, όπως η παρετυμολογία, η τάση για βραχυλογία κ.ά. Δηλαδή, δεν φθείρεται η γλώσσα, όχι επειδή έτσι μας διαβεβαιώνει και μας καθησυχάζει η Ιστορία και η επιστήμη, αλλά επειδή τα λάθη, αυτά που γίνονται ακριβώς στα κενά του συστήματος, στα ασυμμόρφωτα, αδιαφανή και απροσπέλαστα σημεία του συστήματος, αυτά τα λάθη μαρτυρούν κατά τον πανηγυρικότερο τρόπο την ύπαρξη ζωντανού γλωσσικού αισθήματος, γλωσσικού αισθητηρίου. Γιατί όσο υπάρχει γλωσσικό αισθητήριο, όσο είναι δηλαδή η γλώσσα, όπως λέμε, ζωντανή, επιχειρεί ακριβώς να εξομαλύνει, να παραγάγει, να προσαρμόσει, να φέρει στα μέτρα της.

Να το πάρετε το βιβλίο, και να πάτε για ένα κρασί μαζί του· που το λέμε κρασί και όχι οίνο, κατά τον ίδιο τρόπο που λέμε το νερό νερό και όχι ύδωρ — κι ας είναι, τάχα μου, λάθος.

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:

Αυτό που μοιάζει φθορά στη συγχρονική θεώρηση της γλώσσας, στη διαχρονία είναι η αφθαρσία της γλώσσας, όπως ακριβώς μας διδάσκει η Ιστορία –και η αρμόδια επιστήμη, η γλωσσολογία, απλώς τα καταγράφει. Ας δούμε λοιπόν τη γλώσσα που συχνά ξεφεύγει από κανόνες, νόρμες και ρυθμίσεις, που περνάει δίπλα από όλους τους προφήτες, από όλους τους αυτόκλητους σωτήρες της –για να μην πω ότι τους γυρίζει κιόλας την πλάτη–, δίπλα από εμάς τους ίδιους. Ας δούμε τη γλώσσα στα παιχνίδια της και τις ακροβασίες της, στο συναρπαστικό ταξίδι της μέσα στους αιώνες, μέσα από τις συναρπαστικές συναντήσεις της με άλλους λαούς και άλλες γλώσσες, τη γλώσσα που όσο ίδια είναι τόσο και ακόμα περισσότερο διαφορετική, μα πάντα μία, έτοιμη να μεγαλουργήσει στα χέρια του Ομήρου, του Αισχύλου, του εκ Συρίας Ρωμανού, του ιταλοθρεμμένου Σολωμού, του Οδυσσέα Ελύτη. Την ίδια ακριβώς στιγμή που μπορεί να στενάξει και να βογκήξει στο στόμα ενός αστοιχείωτου δημοσιογράφου, ενός ξυλοσχίστη γραφειοκράτη, ενός δημαγωγού πολιτικού. Η ίδια γλώσσα είναι. «Έκαστος» όπως λέει ο Ρενάν διά στόματος Ροΐδη «κόπτει εις το κοινόν ύφασμα της γλώσσης ένδυμα ανάλογον του αναστήματος αυτού».

* * *

Στη στήλη μας με τις συνταγές, σήμερα έχουμε τυρόπιτα. Και τι τυρόπιτα. Επική. Μας τη στέλνει η καλή φίλη Εύη Ανδριανού. Την ευχαριστούμε πολύ (τα γράφει και πολύ-πολύ ωραία — σου τρέχουν τα σάλια), και περιμένουμε και τις δικές σας συνταγές.

Τυρόπιτα τραγανή

Λοιπόν, εμένα μ’ αρέσει η τυρόπιτα η κριτσανιστή, που να μην ξεχειλίζουν τα μέσα της, να έχει μπόλικα φύλλα (ψωμάρα φορέβα) και κυρίως να μην είναι πολύ αλμυρή. Τη θέλω παιδική σχεδόν τη γεύση. Απλή, comfort, που να την τρως και να θες κι άλλο, ξανά και ξανά. Να έχεις φάει μισό ταψί και να μη σου κάθεται στο στομάχι.

Σε ένα βαθύ μπολ βάζεις 4 μεγάλα αβγά, ένα γιαούρτι, 400 γραμμάρια φέτα (με το μάτι τη βάζω εγώ, αλλά κάπου τόσο θα είναι), άλλα τόσα κίτρινο τυρί τριμμένο χοντρό (για γεύση ζηλευτή βάλε μετσοβόνε, αλλά αν θες να το φάει το τρίχρονο βάλε γκούντα), ένα κουτί κρέμα γάλακτος (αν σε χαλάει, βάλε γάλα 250 ml), τίγκα φρεσκοτριμμένο πιπέρι ώσπου να χρειαστεί ξαναγέμισμα ο τρίφτης, και λίγο φρέσκο θυμάρι (αλλά και ξερό μάς κάνει). Ανακατεύεις καλά να γυρίσουν τα μέσα έξω και τα πάνω κάτω. Το μίγμα δεν πρέπει να είναι στουπέτσι αλλά ούτε και νερομπούλι. Αν είναι κάτι από τα δύο ανεπιθύμητα, βάλε ή παραπάνω γάλα/κρέμα ή παραπάνω τυρί.

Παίρνεις δύο πακέτα φύλλα κρούστας (τα έχω δοκιμάσει όλα, δουλεύουν εξίσου) από τα οποία θα χρησιμοποιήσεις μόνο το ένα ολόκληρο και το μισό από το άλλο. Αφού τα ραντίσεις ένα-ένα με ελαιόλαδο και βουτυράκι αγνό, τα κάνεις βεντάλια όπως κάναμε τις Α4 στο σχολείο και τα στρώνεις ένα-ένα πλάι-πλάι στο ταψί, αφού έχεις ρίξει από κάτω λίγο λάδι ή ένα αντικολλητικό χαρτί. Όταν στρώσεις όλα τα βενταλάκια ώς την άκρη του ταψιού (βλέπε φωτό αν είσαι οπτικός τύπος), ρίχνεις τη μισή γέμιση ολούθε και βάζεις χέρι ώστε να χωθεί και μέσα στις πτυχές των φύλλων.

Από πάνω στρώνεις τσαλακωτά, όπως να ’ναι, άλλα δυο φύλλα ραντισμένα με λαδοβούτυρο, και ρίχνεις πολύ λίγη γέμιση ακόμη. Στο τέλος βάζεις κι άλλα δυο φύλλα τσαλακωτά, περιχύνεις όλη την υπόλοιπη γέμιση με τα ζουμιά (μην τα φοβηθείς) και από πάνω δυο φύλλα ραντισμένα, τσαλακωτά επίσης. Ραντίζεις με ελαιόλαδο και ρίχνεις προαιρετικά λίγα σπόρια (σουσάμι ή ό,τι άλλο θες). Χαράζεις βαθιά σε κομμάτια και ρίχνεις και ένα φλιτζανάκι νερό να πάει παντού. Μην το φοβηθείς, κάνει το φύλλο ακόμη πιο τραγανό.

Ψήνεις στους 180° μέχρι να ροδίσει απ’ άκρη σ’ άκρη, κι όταν το βγάλεις τσεκάρεις αν έχει ψηθεί καλά από κάτω. Αν θέλει κι άλλο, τουμπάρεις την πίτα σε άλλο ταψί ώστε να αρπάξει λίγο κι απ’ την άλλη. Αφήνεις λίγα λεπτά να κρυώσει και μετά κόβεις και τρως βιαστικά, στα όρθια, πριν προλάβουν να πλακώσουν άλλοι, γιατί μετά δεν θα μείνει ούτε σπόρι.

ΥΛΙΚΑ για τους οργανωμένους:

Φύλλα:

  • 1½ φύλλο κρούστας
  • Ελαιόλαδο και βούτυρο για ράντισμα φύλλων (με το μάτι)
  • 1 φλιτζάνι του καφέ νερό
  • Σουσάμι

Γέμιση:

  • 1 γιαούρτι
  • 4 αβγά μεγάλα
  • 1 κουτάκι κρέμα γάλακτος ή 250 ml γάλα
  • 400 γραμμάρια φέτα τριμμένη
  • 400 γραμμάρια τυρί κίτρινο τριμμένο
  • Λίγο φρέσκο θυμάρι
  • Μπόλικο πιπέρι

ΥΓ. Αν δεν πετύχει, ελάτε σπίτι μου να την κάνουμε μαζί. Κάτι θα ξέχασα πάλι.

* * *

«Γεμάτοι πνεύμονες, δυνατό καρδιοχτύπι, σκέφτεται πως θα πεθάνει απ’ αυτόν τον πόθο, κι ωστόσο ξέρει ότι μετά τη σημερινή μέρα, όπως η πλημμύρα του ποταμού που αποτραβιέται αργά αφήνει χωράφια και δρόμους βρεγμένα, αφήνει ίχνη, μα αποτραβιέται παρ’ όλ’ αυτά, ο πόθος θα φύγει για να πάρει την αρχική του μορφή, μια ζεστή τρυφερότητα. Κι όταν θα διαπιστώσει την αργή ή απότομη εξαφάνιση του βασανιστικού πόθου της, θα είναι λυτρωμένη και μαζί απαρηγόρητη. Τι θα μου απομείνει αν αυτή η βαθιά δόνηση εξαφανιστεί απ’ τις μέρες μου; Αν αυτή η χειροπιαστή ύπαρξη του σώματός μου χαθεί; Πώς θα ξέρω, το πρωί πριν πάω στη λειτουργία, πως είμαι ζωντανή; Ζωντανή, θα είμαι ακόμα ζωντανή; Την ημέρα, όταν ακολουθεί το ρυθμό των εργασιών που πρέπει να εκπληρώσει, δεν αμφιβάλλει ποτέ πως είναι ζωντανή. Μόνο στην καρδιά της νύχτας, εγκαταλειμμένη απ’ το Θεό και τους άλλους, όπως νομίζει, μες στη μοναξιά του δωματίου της, ενώ την περιστοιχίζουν εκατοντάδες κοπέλες και γυναίκες που κοιμούνται πίσω απ’ τον τοίχο, νιώθει να καταποντίζεται. Φαντάζεται συχνά τα κορίτσια στο κρεβατάκι τους ανά δύο, κι επίσης το βρεφοκομείο, τις κραυγές των νεογέννητων που μερικές φορές φτάνουν στ’ αφτιά της. Φαντάζεται τα όνειρα που τις επισκέπτονται και τις ταράζουν. Συγκεντρωμένα, θ’ αποτελούσαν μια εξαίσια τοιχογραφία. Πού πάνε όταν φεύγουν;» Léonor de Récondo, «Η μεγάλη πυρά» (μετάφραση Χαρά Σκιαδέλλη, Εκδόσεις Ίκαρος).

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:

Βενετία. Η Ιλάρια Τατζανότε γεννιέται σε μια οικογένεια εμπόρων υφασμάτων. Η πόλη έχει χάσει την πολιτική της δύναμη, αλλά διατηρεί τα μεγαλοπρεπή παλάτια της, τα πολυάριθμα θέατρα, το μαγικό καρναβάλι. Είναι η χρυσή εποχή της τέχνης και της μουσικής, και ιδιαίτερα του βιολιού. Σε ηλικία λίγων εβδομάδων, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, η μητέρα της την αφήνει σ’ ένα ίδρυμα διάσημο για τη μουσική του διδασκαλία και τις θεϊκές του συναυλίες. Εκεί η Ιλάρια μαθαίνει βιολί και γίνεται αντιγραφέας του μαέστρου Αντόνιο Βιβάλντι, ενώ παράλληλα ανακαλύπτει τη δύναμη της φιλίας. Στη μικρή αυτή καλλιτεχνική φυλακή τη βρίσκει πρώτη φορά ο έρωτας στα δεκαπέντε της χρόνια, γκρεμίζοντας τα τείχη που μέχρι τότε την προστάτευαν αλλά και την έκρυβαν απ’ τον κόσμο. Μια παθιασμένη ιστορία για την αναζήτηση της αγάπης σε κάθε μορφή και τα μεγαλειώδη συναισθήματα που προκαλεί η μουσική, με φόντο μια μυθική μπαρόκ Βενετία.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τέσσερις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο και Κυριακή, και κάθε Τρίτη και Πέμπτη. Θυμίζουμε: όποιος έχει μία πρωτότυπη και ωραία, απλή συνταγή, για την οποία υπερηφανεύεται, μπορεί αν θέλει να μας τη στείλει με μέιλ. Επίσης μπορεί να μας στείλει μέιλ και για οποιοδήποτε άλλο θέμα.