Πολεις

Πώς γλίτωσα από τις κακοτοπιές: Το μυστικό μου σχέδιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω ένα κουσούρι (ανάμεσα σε ένα πλήθος άλλα): έτσι και πιάσω κάτι που δεν θέλω να το πιάσω, μετά δεν υπάρχει περίπτωση να το ξεχάσω — μέχρι να βρω μια βρύση να πλυθώ, κρατώ εκείνο το χέρι στον αέρα, και είναι απολύτως αδύνατον να κάνω κάτι μ’ αυτό, όπως για παράδειγμα ν’ αγγίξω το πρόσωπό μου, τα μάτια μου, τη μύτη μου, ή ακόμα και έναν άλλο άνθρωπο. Είναι απολύτως αδύνατον, εκείνο το άγγιγμα λειτουργεί σαν χειρουργικό γάντι, ή γύψος, γύρω από την παλάμη μου.

Έτσι, αν τύχαινε να χαϊδέψω ένα ξένο σκυλάκι (πράγμα πολύ σπάνιο, πριν τον δικό μου σκυλάκο δεν είχα επαφές με σκυλιά, δεν με ενδιέφεραν), ή να ακουμπήσω το καπάκι ενός κάδου απορριμμάτων (τι φρίκη!…) γιατί είχε χαλάσει ο μοχλός-υποπόδιο, ή (προς Θεού) να κάνω μια χειραψία, το ΗΞΕΡΑ, το σώμα μου το ΘΥΜΟΤΑΝ, και κρατούσα το χέρι μου στον αέρα μέχρι να πάω να το σαπουνίσω σαν χειρουργός πριν μπει για μεταμόσχευση ήπατος.

Εννοείται πως στην πανδημία αυτό το κουσούρι γιγαντώθηκε, προφυλάσσοντάς με από το Κακό. (Ναι, ξέρω ότι ο κορονοϊός μεταδίδεται μέσω του αέρα, αλλά guess what: ποτέ δεν θα έβαζα στο στόμα τα δάχτυλά μου εάν τυχόν είχαν έρθει σε επαφή με κάτι δυνάμει μολυσμένο — ελπίζω και εσείς).

Για να το πω αλλιώς, δεν είμαι ο άνθρωπος που θα δει κάποιον σε ένα φιλμ να πηγαίνει στην τουαλέτα και να βγαίνει χωρίς να σαπουνίσει τα χέρια του: πηγαίνω εγώ να τα πλύνω έτσι και δεν το κάνει αυτός. Γιατί σε πιάνει μια αηδία.

Κι όμως, ΠΑΡ’ ΟΛ’ ΑΥΤΑ, καμιά φορά πιάνομαι κότσος και δίνω το χέρι μου. Ακόμα και σήμερα… Πες το αμηχανία, πες το δειλία, πες ότι ήμουν απορροφημένος από τις σκέψεις μου, ή ό,τι άλλο θέλεις. Το δίνω πού και πού. Άρα το αχρηστεύω μέχρι να γυρίσω σπίτι μου και να πλυθώ. Βλακεία μου, το ξέρω. Αλλά όμως σπάνια βλακεία. Γιατί δεν κάνω πια πολλές τέτοιες. Τις έχω περιορίσει δραστικά τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια. Γιατί τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια μεγάλωσα. Ωρίμασα. Έβαλα μυαλό. Και δεν την ξαναπατάω.

Ξέρω πως δεν πρέπει να απαντώ με ένα δειλό «ναι» αμέσως, γιατί αυτό είναι πάντα λάθος.

Οι εσωστρεφείς άνθρωποι πέφτουν πολύ συχνά θύματα των εξωστρεφών, που με τη σειρά τους τείνουν να γίνονται αφόρητα πιεστικοί και απαιτητικοί. Μάλιστα, αυτοί οι αφόρητα πιεστικοί και απαιτητικοί εξωστρεφείς άνθρωποι ψάχνουν σκοπίμως, με το στανιό, επί τούτου, να βρουν έναν καλόκαρδο, αγαθό εσωστρεφή για να του καταστρέψουν την ημέρα, τον μήνα, τη ζωή — ό,τι προλάβουν. Ένας καλοκάγαθος εσωστρεφής που θέλει την ησυχία του («It’s a peaceful life…») γενικά θα πει ναι σε σχεδόν οτιδήποτε του ζητηθεί, κι ας ξέρει καλά πως αυτό θα τον διαλύσει. Οι καλοκάγαθοι εσωστρεφείς, φύσει ενοχικοί, δεν είναι σε θέση να βάλουν όρια γύρω τους, καθώς —κυρίως αυτό, αν και όχι μόνο— λυπούνται τον άλλον και δεν θέλουν να τον στενοχωρήσουν. Και βέβαια την πατάνε. Big time. Ενώ, από την άλλη, οι αφόρητα πιεστικοί και απαιτητικοί εξωστρεφείς, σαν άλλοι βρικόλακες, το εκμεταλλεύονται αυτό και ορμάνε κατευθείαν στο ψαχνό.

Αλλά είπαμε, πλέον άλλαξα. Με λένε Κυριάκο, είμαι επώνυμος εσωστρεφής, και είμαι καλά.

  • Ξέρω, π.χ., τα όριά μου, και αρνούμαι να τα ξεπεράσω. «Να πάμε σινεμά; Χαχά, ακόμα πας σινεμά εσύ, ρε δόλιε; Καλά, από πού είσαι, από τα Σούρμενα; Μήπως σφάζετε και γουρούνια το καλοκαίρι; Έχετε χοιροσφάγια στο χωριό σου, bruh; Μήπως κρεμάτε και κουδούνια στα καρναβάλια από τ’ αυτιά σας φορώντας αρκουδοτόμαρα;» Έτσι απλά. Γιατί εγώ σινεμά με κανίβαλους γύρω μου δεν πάω.
  • Ξέρω επίσης ότι η πιο σωστή —για πάρτη μου— απάντηση σε κάθε πρόταση είναι ένα μεγάλο, σταθερό, χορταστικό, σίγουρο και αμετάκλητο ΟΧΙ. «Όχι, Νεφέλη-Μαρίκα, λυπάμαι, δεν πηγαίνω σε παρουσιάσεις βιβλίων». «Μα καλά, εσύ δεν παρουσιάζεις τα δικά σου;» «Άλλο αυτό». Δεν παίζουν «ίσως», «μπορεί» και τέτοια χιονονιφαδίστικα εδώ. Μόνο ένα πολλά βαρύ ΟΧΙ. Και πάμε παρακάτω.
  • Ξέρω ότι οι άλλοι γενικά είναι κάπως χάχες στην πλειονότητά τους (και το ξέρω γιατί τι να κάνουμε τώρα, ΕΙΝΑΙ), και δεν θα κάτσω τώρα να το συζητήσω μαζί τους. «Ναι, όχι, δεν πηγαίνω διακοπές, δεν είμαι ΤΟΣΟ απελπισμένος. Άλλο θεματάκι; Έβαλες λάδι στο καντήλι για τον Πούτιν ψες; Το παλαιστινιακό το έπλυνες να φύγει η μάκα; TikTok θυμήθηκες να χαζέψεις κάνα οχταωράκι;»
  • Ξέρω να διαβάζω το ένστικτό μου, έχω γίνει μανούλα στο να αναγνωρίζω τα SOS σήματα του εαυτού μου, και σπεύδω προς βοήθειά του. «Η αραχνοαίσθησή μου μόλις εντόπισε έναν <μπίιιπ>. Κάνουμε πως δεν τον είδαμε και στρίβουμε για να δούμε εκείνη τη βιτρίνα. …Ναι, το βλέπω, είναι κρεοπωλείο, κι εγώ δεν τρώω κρέας, αλλά αυτή είναι μια ωραία βιτρίνα το δίχως άλλο. Υποχώρηση, ΤΩΡΑ!»
  • Ξέρω πως δεν πρέπει να απαντώ με ένα δειλό «ναι» αμέσως —κι ας μού βγαίνει πιο εύκολα—, γιατί είναι πάντα λάθος. Αλλά ακόμα και ναι να πω, για να τελειώνει η κουβέντα, δεν υπάρχει ούτε μισή περίπτωση στο εκατομμύριο να το κάνω πράγματι. «Ναι, είπα θα έρθω. Αλλά κοίτα τώρα: ΔΕΝ ΗΡΘΑ, σε δούλεψα ψιλό γαζί. Τι να κάνουμε τώρα, την επόμενη φορά μπορεί να είσαι πιο τυχερός, φιλαράκι. Dude».

Είπαμε: θέλει δουλίτσα, και οπωσδήποτε πείρα, αλλά κάποια στιγμή ωριμάζει το μυαλό και σταματάς να την πατάς. Δουλέψτε το κι εσείς.

ΥΓ. Καμιά φορά βέβαια την πατάς και δίνεις το χέρι σου σε κάποιον. Το χούι δεν κόβεται.

* * *

Δεν έχω πάει ποτέ μου σε πάρτι. Όχι ότι με κάλεσαν και ποτέ, αλλά λέμε.

Δεν έχω πάει, τέλος πάντων, ποτέ μου σε πάρτι. Δόξα τω Θεώ.

* * *

Θα διαλυθεί η μουσική βιομηχανία μ’ αυτά τα ΑΙ εργαλεία που σου φτιάχνουν ένα τραγούδι μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Εμείς βάλαμε τον Μονόλογο της Μόλι να μας το κάνει χιπ-χοπ. Ιδού τα αποτελέσματα. Χίλια συγγνώμη.

Και δεν μας έφτασε αυτό. Το βάλαμε να μας κάνει τραπ και τον μονόλογο του Λίαμ Νίσον από το «Taken». Συγγνώμη, Λίαμ. (Το «…and I will kill you» δεν το δέχτηκε, οπότε το κάναμε «…and I will beep you». Πράγμα που αποθέωσε το τραγουδάκι «μας»).

* * *

Συνεχίζουμε το καινούργιο μας κόλπο να διαβάζουμε στο σιντριβάνι παιδικά βιβλία — να τα διαβάζω εγώ, μεγαλόφωνα, στον σκυλάκο μου. Χθες ξεκινήσαμε τις «Ιστορίες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα ταξίδι στην Ιστορία μέσα από απίστευτες αφηγήσεις ηρωισμού και ελπίδας» της Hattie Hearn, με την εικονογράφηση της Margarida Esteves (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Διόπτρα). Μιλάμε για ένα ΕΠΟΣ. Είναι μεγάλο βιβλίο (168 σελίδες μεγάλου σχήματος: 22,8 x 28,0 εκατοστά), σκληρόδετο, με μια λέξη: εκδοσάρα, και θα μας πάρει τρεις-τέσσερις μέρες στη σειρά για να το τελειώσουμε. Αλλά απολαυστικές ημέρες. Και γεμάτες πληροφορίες ωραία δοσμένες, τις περισσότερες από τις οποίες μάθαμε για πρώτη φορά. Η δε εικονογράφηση είναι έξοχη και πλούσια.

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:

Αυτό το βιβλίο δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στους στρατιώτες που πολέμησαν, αλλά και στους πολίτες που έζησαν τον πόλεμο. Θα μάθετε για το θάρρος συνηθισμένων ανθρώπων που έκαναν ασυνήθιστα πράγματα, συμπεριλαμβανομένων εκατομμυρίων παιδιών που βρέθηκαν μεταξύ των διασταυρούμενων πυρών. Ταξιδέψτε στον χρόνο και γνωρίστε την τραγουδίστρια της τζαζ που εργάστηκε ως κατάσκοπος για τη γαλλική Αντίσταση, τους στρατιώτες Ναβάχο που ανέπτυξαν έναν μυστικό κώδικα ξεγελώντας τους εχθρούς τους, και την αρκούδα που στρατολόγησε ο πολωνικός στρατός! Ανάμεσα στις ιστορίες παρεμβάλλονται σελίδες που εξηγούν τα σημαντικότερα γεγονότα του πολέμου — από το Περλ Χάρμπορ μέχρι την απόβαση στη Νορμανδία.

* * *

Συνεχίζουμε και τη νέα στήλη μας με συνταγές. Όπως είπαμε ήδη, είμαστε άνθρωποι του φαγητού και του τραπεζιού. Το ίδιο και εσείς. Σήμερα, έχουμε μια σπέσιαλ μηλόπιτα από τη φίλη Άντζη Κουνάδη. Την ευχαριστούμε πολύ, και περιμένουμε και τις δικές σας.

Crumble apple-pie

YΛΙΚΑ (για 5-6 κομμάτια)

Για τα μήλα:

  • 100 γραμμάρια ζάχαρη
  • 30 γραμμάρια βούτυρο
  • 3 μήλα
  • Χυμό από μισό λεμόνι
  • Κανέλα

Για τη ζύμη:

  • Ένα μεσαίο αυγό
  • 80 γραμμάρια ζάχαρη
  • 100 γραμμάρια βούτυρο λιωμένο
  • Ένα κουταλάκι του γλυκού μπέικιν πάουντερ
  • 280 γραμμάρια αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • Ζάχαρη άχνη και κανέλα για το σερβίρισμα

ΕΚΤΕΛΕΣΗ:

  1. Σε ένα βαθύ τηγάνι βάζουμε τα 100 γραμμάρια ζάχαρη να λιώσουν σε καραμέλα (προσοχή μην καεί και μην καείτε), προσθέτουμε το βούτυρο και τα μήλα κομμένα σε κυβάκια (είτε καθαρισμένα είτε με τη φλούδα τους, όπως σάς αρέσει), το λεμόνι και την κανέλα, και σοτάρουμε για 5-7 λεπτά σε μέτρια προς δυνατή φωτιά μέχρι να πιουν σχεδόν τα υγρά τους.
  2. Σε ένα βαθύ μπολ σπάμε το αυγό, το χτυπάμε με την υπόλοιπη ζάχαρη ν’ αφρατέψει, προσθέτουμε το λιωμένο βούτυρο και χτυπάμε λίγο ακόμα. Προσθέτουμε το μπέικιν πάουντερ και το αλεύρι σε δόσεις και ανακατεύουμε στην αρχή με μια μαρίζ και μετά με τα χέρια μας μέχρι να έχουμε μια μαλακή ζύμη.
  3. Χωρίζουμε τη ζύμη σε δύο κομμάτια, το ένα μικρότερο (περίπου το 1/3) και το βάζουμε στο ψυγείο για 20-25 λεπτά. Στρώνουμε ένα κομμάτι λαδόκολλα στον πάτο μιας ταρτιέρας ή ενός ρηχού ταψιού και απλώνουμε την υπόλοιπη ζύμη (τα 2/3) με τα δάχτυλά μας ώστε να καλύψει τον πάτο και τα πλαϊνά.
  4. Απλώνουμε τα μήλα, βγάζουμε την υπόλοιπη ζύμη από το ψυγείο και την τρίβουμε από πάνω μ’ έναν τρίφτη από την πλευρά με τις μεγάλες τρύπες (αν η ζύμη ζεσταθεί και δεν τρίβεται, την ξαναβάζουμε στο ψυγείο για μερικά λεπτά).
  5. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180° βαθμούς για 30-35 λεπτά μέχρι να ροδίσει.
  6. Αφήνουμε τη μηλόπιτα να κρυώσει, ξεφορμάρουμε και πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη και έξτρα κανέλα.

* * *

«Έναν χρόνο προτού μείνω έγκυος σ’ εσένα, είχα ξαναμείνει έγκυος για πρώτη φορά. Αν και το έμαθα την άνοιξη, βαθιά μέσα μου το ήξερα ήδη· ακριβώς τη στιγμή της σύλληψης είχα νιώσει ένα τσίμπημα στην κοιλιά, όπως όταν σου βάζουν στη φλέβα μια βελόνα για να σου πάρουν αίμα. Κάτι λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, όμως, το είχα νιώσει έντονα, ξεκάθαρα, κι έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Βίωνα εκείνη την πρωτόγνωρη κατάσταση με ένα μείγμα τρόμου και ευφορίας. Ο μπαμπάς έμενε σε μια άλλη πόλη, αλλά αυτό ήταν μόνο ένα, σίγουρα το λιγότερο, από τα εμπόδια που εμφανίστηκαν στον δρόμο μας. Παρ’ όλα αυτά, ήθελα να κάνω παιδί και ήμουν σίγουρη ότι μαζί θα ξεπερνούσαμε τις όποιες δυσκολίες. Δεν έγινε έτσι, όμως. Εκείνος αντέδρασε άσχημα στην είδηση της εγκυμοσύνης. Είπε ότι δεν ήταν δυνατόν, ότι ένα τέτοιο γεγονός θα υπονόμευε την ήδη κλονισμένη σχέση με τα παιδιά του από τον προηγούμενο γάμο του. Προσπάθησα να του παρουσιάσω διάφορα σενάρια της κοινής μας ζωής, του ανακοίνωσα πως ήμουν έτοιμη να μετακομίσω στη Νάπολη, όμως κάθε μου πρόταση έβρισκε στον τοίχο της κατηγορηματικής άρνησής του. Έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει την ίδια μας τη σχέση. Μέρα με τη μέρα οι βεβαιότητές μου άρχισαν να γκρεμίζονται, το παραμύθι κατέρρεε, η πραγματικότητα φάνταζε στα μάτια μου σαν αδιέξοδο». Ada D’Adamo, «Σαν αέρας» (μετάφραση Δήμητρα Δότση, Εκδόσεις Ψυχογιός).

Η Ντάρια είναι η κόρη, η μοίρα της οποίας σημαδεύεται ήδη από τη γέννησή της λόγω λανθασμένης προγεννητικής διάγνωσης. Η Άντα είναι η μητέρα, η οποία στο κατώφλι των πενήντα ετών ανακαλύπτει ότι είναι άρρωστη. Η ανακάλυψη αυτή γίνεται η ευκαιρία να απευθυνθεί άμεσα στην κόρη της και να της αφηγηθεί την ιστορία τους. Τα πάντα περνούν μέσα από τα σώματα της Άντα και της Ντάρια: καθημερινές μάχες, θυμός, μυστικά, αλλά και απροσδόκητες χαρές και στιγμές απέραντης τρυφερότητας. Οι λέξεις διασχίζουν τον χρόνο, σε ένα συνεχές πάντρεμα του παρελθόντος με το παρόν. Μια ιστορία συγκλονιστικής δύναμης και αλήθειας, στην οποία κάθε στιγμή που περιγράφεται είναι ένα δώρο ζωής για τους αναγνώστες.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τέσσερις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο και Κυριακή, και κάθε Τρίτη και Πέμπτη. Θυμίζουμε: όποιος έχει μία πρωτότυπη και ωραία, απλή συνταγή, για την οποία υπερηφανεύεται, μπορεί αν θέλει να μας τη στείλει με μέιλ. Επίσης μπορεί να μας στείλει μέιλ και για οποιοδήποτε άλλο θέμα.