Πολεις

Ο μπούμερ στο κολυμβητήριο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Είναι άραγε (ή: μετά βεβαιότητος) το χαμογελάκι 😊 το πιο τρομακτικό emoticon; Discuss.

* * *

Αποφάσισα να ξεκινήσω μαθήματα κολύμβησης. Εχθές λοιπόν πήγα στο πρώτο, το δοκιμαστικό, και έτσι μπήκα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε πισίνα. (Απροπό, μπαίνεις με την πλάτη. Δεν ξέρω γιατί, δεν ρώτησα). Θα γραφτώ, μάλλον. Έστω, για έναν πρώτο μήνα, και βλέπουμε.

Το θέμα είναι ότι και τα 60 λεπτά του μαθήματος έλεγα ή έκανα διαρκώς αστεία στην προπονήτρια με την —όπως αποδείχτηκε— ιώβειο υπομονή: ότι πνίγομαι, ότι τυφλώνομαι από το χλώριο, ότι αναπνέω κάτω από το νερό ή ότι, αντιθέτως, καταπίνω νερό (αυτό δεν ήταν ψέμα), κάνοντάς τη να δυσανασχετεί ελαφρώς και να μην περνάει καλά.

Το ήξερα αυτό, το καταλάβαινα, αλλά ο μπούμερ μέσα μου δεν μπορούσε να αντισταθεί. Είχε έρθει στο κολυμβητήριο άλλος ένας από τη συμπαθή [#not] συνομοταξία των θείων με τα ΧΩΡΑΤΑ.

Oh well. Θα περάσει κι αυτό.

Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

* * *

Ήταν ένα μικρό χαρτάκι αφημένο κάτω από ένα αναποδογυρισμένο ποτήρι του νερού. Έπρεπε να το δεις.

Παλιά, κάπου στα τέλη της δεκαετίας τού ’80, τύχαινε να πηγαίνουμε με την ωραία παρέα του παράξενου εκείνου καιρού σε δύο υπέροχα παρακμιακά σκυλάδικα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, το «Μωρό» και την «Ανατολή», εναλλάξ. (Εναλλάξ όχι από επιλογή, αλλά επειδή συχνά-πυκνά κάποιο από τα δύο δεν λειτουργούσε λόγω εμπρησμού ή κάτι τέτοιο. Πού να θυμάμαι). Δεν προτείνω τέτοιου είδους ανησυχίες σε κανέναν, όχι για άλλο λόγο αλλά γιατί είναι κάτι ιδιοσυγκρασιακό, δεν σου επιβάλλεται από τα πράγματα· απλώς ίσως κάποτε νιώσεις το κάλεσμα. Συνήθως, και ευτυχώς, δεν το νιώθεις.

Έχω πολλά να θυμάμαι (γιατί αυτά πράγματι τα θυμάμαι) από εκείνες τις νύχτες, όχι όλα τους κατάλληλα, αλλά τα θυμήθηκα τώρα αυτά γιατί τις προάλλες συζητούσα με τη φίλη μου στα μηνύματα και της έλεγα πως το «ρεζερβέ» σε εκείνα τα μαγαζιά δεν λεγόταν ρεζερβέ αλλά «ανήκει». Και ήταν ένα μικρό χαρτάκι αφημένο κάτω από ένα αναποδογυρισμένο ποτήρι του νερού. Έπρεπε να το δεις.

Την ίδια έκφραση χρησιμοποιούσαν τότε σε εκείνα τα περιβάλλοντα και για τις γυναίκες που ξεχώριζαν. Ανήκει. Οπόταν δεν σε έπαιρνε.

Μιας και ο λόγος όμως για τέτοια μαγαζιά, εδώ στην πόλη ήταν ένα καιρό ένας νυκτόβιος τύπος με πολλά λεφτά — είχε κάτι συνεργεία, κάτι εκκοκκιστήρια, έναν αλευρόμυλο, κάτι τέτοια. Πολλά λεφτά. Όμως μικρός τον είχε φάει το λιοντάρι (πραγματικό λιοντάρι, αφρικανικό, ενός περιοδεύοντος τσίρκου) και δεν αναπτύχθηκε σωστά: είχε μείνει σοβαρά κοντός και με μια στραβή καμπούρα στην πλάτη. Δύσμορφος. Κανείς δεν είναι τέλειος.

Εν πάση περιπτώσει, πολλά λεφτά, μπουζούκια, νύχτα, και γυναίκες. Αγαπούσε πολύ τις γυναίκες, περισσότερο από το κανονικό, και δη αυτές που κάναν στράκα, που φαίνονταν. Και όλο κυκλοφορούσε με τις πιο φανταχτερές — οι περισσότερες ασφαλώς του πάλκου, της πίστας, περιζήτητες καλλιτέχνιδες. Μάλιστα, αυτό συνέβαινε για χρόνια, προς μεγάλη στενοχώρια των οικείων του: εκείνος ο κοντός ανθρωπάκος δεν παντρευόταν μπας και μαζευτεί λιγάκι, και κάθε νύχτα ξόδευε πελώρια, τερατώδη ποσά στα μαγαζιά, της πόλεως και παραέξω, πάντα καθισμένος στα καλύτερα τραπέζια, με μια αιώνια οδοντογλυφίδα στο στόμα, να βλέπει τους άλλους να χορεύουν γύρω από την τραγουδίστρια.

Έναν καιρό, είχε ερωτευτεί πολύ μία από τις κατακτήσεις του, βασανιζόταν, της έπαιρνε δαχτυλίδια, καπέλα, παπούτσια, και όλοι έλεγαν ότι, δεν μπορεί, τώρα πια θα αράξει, θα τη στεφανωθεί, θα νοικοκυρευτεί. Εκείνος όμως αρνούνταν σταθερά. «Μα γιατί», του λέγανε. Ένα πελώριο γιατί. «Αφού την αγαπάς και σ’ αγαπάει, ρε συ Αρίστο». Νομίζω τον έλεγαν Αρίστο, ή κάπως έτσι. «Ναι», έλεγε εκείνος, και άλλαζε θέση στην οδοντογλυφίδα του, από τη μια μεριά του στόματος στην άλλη. «Είναι όμορφη, ρε συ». «Ναι…» «Είναι καλή». «Ναι, ναι… Αληθεύει. Αλλά γενικώς η γυναίκα, ξέρεις…» «Τι, ρε Αρίστο;» «Μωρέ άπαξ και τη γυναίκα τη χτυπήσει ο προβολέας…»

Και έτσι ο Αρίστος δεν την παντρεύτηκε ούτε αυτήν. Ούτε άλλη. Με τον καιρό φαγώθηκαν και τα λεφτά, και τα συνεργεία, και τα εκκοκκιστήρια. Και ο μύλος.

* * *

Διαθέτω δύο ζευγάρια μαϊμού Crocs, και τα συναλλάσσω ανάλογα με το υπόλοιπο ντύσιμο. Κοκέτης γεννιέσαι, δεν γίνεσαι.

* * *

Καθώς παίρνω το καθημερινό ενημερωτικό δελτίο του πελώριου Σβαρτσενέγκερ κάθε πρωί (δεν με νοιάζει που δεν το γράφει αυτός, μου αρκεί που έχει το όνομά του καθώς τον αγαπώ με πάθος — άλλωστε, προφανώς το επιμελούνται οι καταλληλότεροι και οι πιο σούπερ σχετικοί με το fitness), μαθαίνω ένα σωρό πραγματάκια. Το τελευταίο πάντως με παραξένεψε.

 

Έρευνες, λοιπόν, φαίνεται να βρίσκουν πως η θερμοκρασία του σώματός μας καθορίζει, λέει, το πόσο εύκολα ή δύσκολα μας παίρνει ο ύπνος, το πόση ώρα παραμένουμε κοιμισμένοι σε βαθύ ύπνο, αλλά και την ίδια την ποιότητα του ύπνου που κάνουμε: σε ποιο βαθμό, εντέλει, μας ξεκουράζει. Έτσι, όσοι πέφτουν για ύπνο με πιο χαμηλή θερμοκρασία, κοιμούνται γρηγορότερα, βαθύτερα και ποιοτικότερα. Τα ίδια αποτελέσματα έχουμε και όταν το δωμάτιό μας είναι πιο κρύο. Νά ένας καλός λόγος να μην καίτε το καλοριφέρ το βράδυ, αν ποτέ έρθει χειμώνας, ή να ανοίγετε τα παράθυρα πριν πέσετε για ύπνο.

Εγώ πάλι τον χειμώνα θέλω ζέστη. Αλλά πού ’ναι τον; Πού είναι ο καταραμένος χειμώνας; (Που μη σώσει. Αλλά η έλλειψή του προοιωνίζει άλλο ένα καλοκαίρι της συμφοράς και του χαμού).

* * *

«Καθώς έπεφτε ο ήλιος, ο άνεμος έγινε πιο ψυχρός. Ο χειμώνας πλησίαζε με γοργά βήματα. Και με τον νέο χρόνο θα έρχονταν οι εισαγωγικές εξετάσεις και το ξεκίνημα μιας ολοκαίνουργιας ζωής. Όσο ανήσυχος κι αν ένιωθα, αποζητούσα την αλλαγή. Η καρδιά και το σώμα μου λαχταρούσαν αυτή την άγνωστη χώρα, μια ανάσα φρέσκου αέρα. Ήταν η χρονιά που τα πανεπιστήμια της Ιαπωνίας είχαν καταληφθεί από τους φοιτητές και το Τόκιο είχε σαρωθεί από μια θύελλα διαδηλώσεων. Ο κόσμος μεταμορφωνόταν μπροστά στα μάτια μου, κι εγώ ήθελα σαν τρελός να ζήσω αυτόν τον πυρετό. Ακόμα κι αν η Ιζούμι λαχταρούσε να μείνω και αποφάσιζε να κάνει σεξ μαζί μου για να το διασφαλίσει, ήξερα πως οι μέρες μου σε τούτη την κοιμισμένη πόλη ήταν μετρημένες. Έστω κι αν αυτό σήμαινε το τέλος του δεσμού μας. Αν παρέμενα εδώ, κάτι μέσα μου θα χανόταν για πάντα — κάτι που δεν άντεχα να το χάσω. Ήταν σαν ένα αόριστο όνειρο, μια φλογερή, ανικανοποίητη επιθυμία. Του είδους που οι άνθρωποι έχουν μονάχα στα δεκαεφτά τους. Η Ιζούμι δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει το όνειρό μου. Είχε κι εκείνη τα όνειρά της, το όραμα ενός εντελώς διαφορετικού τόπου, ενός κόσμου που δεν έμοιαζε καθόλου με τον δικό μου. Όμως, προτού καν ξεκινήσει η νέα μου ζωή, μια κρίση ήρθε να κουρελιάσει τη σχέση μας». Χαρούκι Μουρακάμι, «Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου» (μετάφραση Βασίλης Κιμούλης, Εκδόσεις Ψυχογιός).