Πολεις

Όταν με ρωτάνε στα μηνύματα, «Είσαι καλά;»

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Οδηγός για το Messenger: Πώς να το χρησιμοποιείτε. — Ποτέ μα ποτέ μη στέλνετε ένα μήνυμα που να λέει ένα σκέτο, «Είσαι καλά;» και όχι μόνο επειδή αυτό είναι παράνομο σε μία σειρά από προηγμένες χώρες. Το «Είσαι καλά;» μπορεί να διαβαστεί με χίλιους δυο τρόπους, εκ των οποίων ελάχιστοι δεν έχουν ατυχήματα, δυστυχήματα, θάνατο ή δυσάρεστα αποτελέσματα εξετάσεων αίματος μέσα τους. Μην το κάνετε. Δεν είστε η γιαγιά σας. Δεν είστε ο παππούς σας. Δεν έχετε συναντηθεί στη βρύση του χωριού να γεμίσετε τη στάμνα με το ένα χέρι στη μέση, και ως εκ τούτου δεν σας κοιτάει ο άλλος στα μάτια για να σας απαντήσει. Όχι. Βασικά, είστε άνθρωπος που χρησιμοποιεί εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης, για όνομα του Χριστού και της Παναγίας, και υποτίθεται ότι ζείτε στο σήμερα. Γι’ αυτό, μη γράφετε ποτέ μηνύματα του στιλ, «Είσαι καλά;» «Πώς είσαι καλά;» «Τι κάνεις;», και μετά σιωπή. Αντιθέτως, να γράφετε πάντα ένα ολοκληρωμένο μήνυμα, ήτοι με αρχή, μέση και τέλος, και μάλιστα σε ΜΙΑ (1) παράγραφο. Π.χ.: «Είσαι καλά; Θέλεις να [whatever] απόψε; Φιλιά». Αυτό. Είναι τραγικό που αναγκαζόμαστε να τα λέμε και να τα ξαναλέμε αυτά μερικές ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ μετά το πρώτο SMS που στείλαμε (και στείλατε) ποτέ, αλλά φτάνει πια. Φτάνει. Φτάνει. ΦΤΑΝΕΙ. Γιατί, όχι, δεν είμαστε καλά. Εξαιτίας σας.

* * *

Πάντα θα υπάρχουν αυτοί που θα πιστεύουν με πάθος ότι στο παρελθόν όλα ήταν χάρμα, όπως ένας ακόλουθος του Βελόπουλου πιστεύει ότι στην αρχαία Αθήνα όλοι γύρναγαν στην αγορά με τρανή περίσκεψη στο βλέμμα και φιλοσοφούσαν από όρθρου πρωίας μέχρι να ξεραθούν από το κρασί.

Υπάρχουν (όσο απίστευτο κι αν ακούγεται) λέσχες, σέχτες, φατρίες, μυστικές στοές, ή τέλος πάντων ομάδες ανάγνωσης, που τα μέλη τους οικτίρουν τους αναγνώστες «χαμηλού επιπέδου» πεζογραφίας, υποστηρίζοντας ότι τα τελευταία είκοσι - είκοσι πέντε χρόνια δεν γράφονται πια μεγαλόπνοα έργα ακριβώς εξαιτίας του απαίδευτου κοινού και των καπιταλιστών εκδοτών, ότι η λογοτεχνία —ή καλύτερα η λογοτεχνική βιομηχανική παραγωγή— έχει καταντήσει εντελώς ποπ και στοχεύει αποκλειστικά στη διασκέδαση, τύπου μαζική κουλτούρα να φύγουμε, ενώ παράλληλα ένα ζοφερό ιερατείο σκεπάζει με ένα πέπλο ό,τι έχει προηγηθεί (ό,τι έχει προηγηθεί είναι βέβαια πολύ καλό, κρίμα που δεν ζούμε στα 60s, τότε που όλα ήταν τόσο καλύτερα), για να μην το μάθει ποτέ ο πολύς κόσμος και βγει στους δρόμους να βρει το δίκιο του και να τα σπάσει όλα.

Πάντα —τι να κάνουμε τώρα— θα υπάρχουν αυτοί που, αφενός, θα πιστεύουν με πάθος ότι στο παρελθόν (σε κάθε παρελθόν) όλα ήταν χάρμα, όπως ένας ακόλουθος του Βελόπουλου πιστεύει ότι στην αρχαία Αθήνα όλοι γύρναγαν στην αγορά με τρανή περίσκεψη στο βλέμμα και φιλοσοφούσαν από όρθρου πρωίας μέχρι να ξεραθούν από το κρασί, και, αφετέρου, και ότι μόνοι αυτοί, οι εκλεκτοί, κρατούν με κόπο σισύφειο και πάθος αδάμαστο μιαν αναμμένη δάδα, που ο πολτός των ορκισμένων ορκ —ημών των υπολοίπων δηλαδή— πασχίζει να σβήσει για να φέρει το καπιταλιστικό σκότος στον κάποτε ωραίο πλανήτη, αυτή τη χαμένη Εδέμ, τον απολεσθέντα Παράδεισο του Λόγου.

* * *

«Με πρόσχημα την αστυνομική πλοκή οι ιστορίες του ανοίγονται σε έναν πολύ ευρύτερο θεματικό και γεωγραφικό ορίζοντα». «Θεωρείται μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα». «Ενώ γράφει τρόμο, δεν φοβάται να καταπατήσει τα όρια του είδους και να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του». «Θυμίζει γουέστερν, αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω από γουέστερν». Είναι γουέστερν, αλλά… Είναι τρόμου, αλλά… Είναι επιστημονική φαντασία, αλλά… Είναι αστυνομικό, αλλά…

Είναι διάφοροι οι λόγοι που ωθούν κάποιον να γράφει τέτοια πράγματα. Ο κυριότερος είναι η τροφαντή άγνοια γύρω από την genre πεζογραφία. Ένας άλλος, μια κάποια υπεροψία που σ’ αυτούς τους καλούς ανθρώπους είναι δεύτερη σκιά τους, συχνά ένας χωλός εστετισμός, ή ο σουσουδισμός της επαρχίας, ή ο υπερσυντηρητισμός της αγνωσίας, ή η παλιά φίλη του «χώρου», η υποκρισία.

Για να το πούμε ακόμη μία φορά: δεν υπάρχουν όρια στη λογοτεχνία είδους· ποτέ δεν υπήρξαν. Κυρίως όμως: μη φοβάστε, δεν θα πάθετε κάτι, δεν κολλάει.

* * *

Δεν διαβάζουν όλοι οι άνθρωποι βιβλία τρόμου, ούτε βλέπουν όλοι οι άνθρωποι ταινίες τρόμου. Όμως πολλοί το κάνουν — ειδικά το δεύτερο: ο κινηματογράφος τρόμου έχει να επιδείξει μερικές εκατοντάδες blockbuster έργα, ταινίες που έχουν γίνει mainstream καθώς τις έχει δει «όλος» ο κόσμος, από το «Ψυχώ», τα «Πουλιά», τον «Εξορκιστή» και το «Μωρό της Ρόζμαρι», μέχρι τη «Νύχτα με τις μάσκες», τα «Σαγόνια του καρχαρία», τη «Λάμψη» και τη «Σιωπή των αμνών» — για να αναφέρουμε μόνο μερικές μόνο από τις πολύ-πολύ κλασικές ταινίες του είδους, και για να μην πάμε καν στην τηλεόραση που είναι γεμάτη τέτοιες σειρές. Ένα μεγάλο, μάλιστα, ποσοστό αυτών των πολλών ανθρώπων, αναγνωστών και θεατών, το κάνει σταθερά, εμμονικά, με πάθος, και ασφαλώς με φανερή απόλαυση. Για κάποιον που δεν έχει τα ίδια γούστα, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό αυτό, με κανέναν τρόπο. Ειδικά μάλιστα από ανθρώπους που θα μπορούσαν ίσως να γοητευτούν —και να τρομάξουν— με ταινίες υπαινικτικού τρόμου, από αυτές όπου το Κακό δεν είναι παρόν σαν φυσική ή μεταφυσική παρουσία, αλλά παραμένει εκτός κάδρου — ή το πολύ-πολύ να κουνήσει καμιά κουρτίνα. (Εμείς είμαστε αμετανόητοι φαν των jump-scares).

Τείνουμε να παρακολουθούμε ταινίες τρόμου για διάφορους λόγους. Καταρχάς, γιατί είναι διασκεδαστικό: όλοι χρειαζόμαστε μια ανατριχίλα πού και πού, δεν είμαστε ρομπότ. (Αν και αρκετοί άνθρωποι είναι). Κατά δεύτερον, για να αποδείξουμε στον εαυτό μας πως εμείς είμαστε καλοί, φυσιολογικοί, «νορμάλ» — καμία σχέση με τον Art the Clown.

Αλλά και γιατί κάτι μέσα μας δεν λέει όχι στην παρακολούθηση ενός δημόσιου λιντσαρίσματος, όπως έχει πει και ο Στίβεν Κινγκ: αυτή η επιθυμία για αιματοχυσία υπάρχει —έστω: παραμονεύει— μέσα μας, πάντα. Επίσης, οι ταινίες τρόμου εννέα στις δέκα φορές έχουν (ευτυχώς!) ξεκάθαρους κακούς, πράγμα απολύτως λυτρωτικό. Ή, από την άλλη, μας θυμίζουν ότι το κακό μπορεί να γεννηθεί —ή να αφυπνιστεί— σε οποιονδήποτε από εμάς, καθώς όλοι έχουμε και μια τρελή πλευρά, έστω καλά κρυμμένη στο βάθος του μυαλού μας: νά μια χρήσιμη υπενθύμιση.

Οι ταινίες τρόμου μάς επιτρέπουν να βιώσουμε ακραία συναισθήματα σε ένα πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον: στο σινεμά τρώγοντας ποπ-κορν (και ενοχλώντας τους πάντες) ή στο καθιστικό του σπιτιού μας μασουλίζοντας ό,τι υπάρχει διαθέσιμο στην κουζίνα: κανείς δεν θα πάθει τίποτε, εκτός από την LDL μας.

Μάλιστα, υποστηρίζουν κάποιοι, δεν είναι κακό να ασκεί κανείς τον ηδονοβλεπτικό σαδισμό του. Το άκρως αντίθετο: μέσω του τρόμου, χαλιναγωγούμε τις πρωτόγονες ορμές μας.

Στον αντίποδα της κωμωδίας, ο Τρόμος αντανακλά το πώς βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας, πώς τον αποκρυπτογραφούμε, και πώς αισθανόμαστε απέναντί του. Τεστάρουμε τις ικανότητές μας να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα μυστήρια της ύπαρξης, της ζωής και του πολιτισμού, είτε αυτά είναι αρχέγονα είτε μοντέρνα. Και είναι ειδικά με τον Τρόμο που μπορούμε να θέσουμε ερωτήματα στον εαυτό μας για την ίδια μας την ταυτότητα — μάλιστα, αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο σήμερα, καθώς είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου που η βάρκα των βεβαιοτήτων μας είναι γεμάτη τρύπες.

Κάποιοι πάντα θα ενοχλούνται από το είδος (τι να κάνουμε τώρα), ξεχνώντας ότι οι περισσότερες ταινίες, για να μην πούμε και τα περισσότερα βιβλία λογοτεχνικής πεζογραφίας στην πραγματικότητα είναι ταινίες και βιβλία ΤΡΟΜΟΥ. Θα το καταλάβαιναν αν τα διάβαζαν με μουσική υπόκρουση από τα συνθεσάιζερ του Κάρπεντερ, κι αν ήταν γυρισμένες με λίγο καπνό να βγαίνει μέσα από τη σχάρα ενός υπονόμου σε μια γωνιά του πλάνου. Σχεδόν κανένα τους και καμιά τους δεν μιλά για την καλοσύνη στην καρδιά μας. Και ευτυχώς.

* * *

Συνεχίζουμε σήμερα την αναφορά μας στο καινούργιο βιβλίο του Γιουβάλ Νώε Χαράρι, «Nexus. Μια σύντομη ιστορία των δικτύων πληροφοριών από την Εποχή του Λίθου μέχρι την εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης» (μετάφραση Μιχάλης Λαλιώτης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 488 σελ., 17 x 24 εκατ., σκληρόδετο με κουβερτούρα), με ένα ακόμη μικρό απόσπασμα. Αυτό:

Μια εναλλακτική λαϊκίστικη λύση είναι να εγκαταλείψουμε το σύγχρονο επιστημονικό ιδεώδες της ανακάλυψης της αλήθειας μέσω της έρευνας και να επιστρέψουμε στη θεϊκή αποκάλυψη ή τον μυστικισμό. Παραδοσιακές θρησκείες όπως ο χριστιανισμός, το Ισλάμ και ο ινδουισμός περιγράφουν γενικά τους ανθρώπους ως αναξιόπιστα πλάσματα διψασμένα για εξουσία που μπορούν να προσεγγίσουν την αλήθεια μόνο χάρη στην παρέμβαση μιας θεϊκής νοημοσύνης. Στις δεκαετίες του 2010 και του 2020, λαϊκίστικα κόμματα από τη Βραζιλία μέχρι την Τουρκία κι από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Ινδία έχουν συνταχθεί με τέτοιες παραδοσιακές θρησκείες. Έχουν εκφράσει ριζικές αμφιβολίες σχετικά με σύγχρονους θεσμούς, ενώ παράλληλα διακηρύσσουν την απόλυτη πίστη τους στις αρχαίες γραφές. Οι λαϊκιστές ισχυρίζονται ότι τα άρθρα που διαβάζετε στους New York Times ή στο Science είναι τεχνάσματα των ελίτ για να αποκτήσουν εξουσία, αλλά αυτά που διαβάζετε στη Βίβλο, το Κοράνι ή τις Βέδες είναι η απόλυτη αλήθεια. [§] Μια παραλλαγή σε αυτό το θέμα ζητάει από τον κόσμο να εμπιστευτεί λαοπλάνους ηγέτες, όπως ο Τραμπ ή ο Μπολσονάρο, οι οποίοι παρουσιάζονται από τους υποστηρικτές τους είτε σαν απεσταλμένοι του Θεού είτε σαν κάτοχοι ενός μυστικιστικού δεσμού με τον «λαό». Ενώ οι συνηθισμένοι πολιτικοί λένε ψέματα στον κόσμο για να εξασφαλίσουν την εξουσία για τον εαυτό τους, ο λαοπλάνος ηγέτης είναι ο αλάθητος εκφραστής του λαού που αποκαλύπτει όλα τα ψέματα. Ένα από τα επανερχόμενα παράδοξα του λαϊκισμού είναι ότι αρχίζει προειδοποιώντας μας ότι όλες οι ανθρώπινες ελίτ ενεργούν με κίνητρο μια επικίνδυνη δίψα για εξουσία, αλλά συχνά καταλήγει με την απόδοση όλης της εξουσίας σε έναν και μόνο φιλόδοξο άνθρωπο. […] Αν δεν θέλουμε να παραχωρήσουμε την εξουσία σε κάποιον λαοπλάνο ηγέτη ή σε μια ακατανόητη ΤΝ, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε καλύτερα τι είναι οι πληροφορίες, πώς βοηθάνε στη δημιουργία ανθρώπινων δικτύων και πώς συνδέονται με την αλήθεια και την εξουσία. Οι λαϊκιστές κάνουν καλά που είναι καχύποπτοι απέναντι στην απλοϊκή άποψη για τις πληροφορίες, αλλά σφάλλουν όταν πιστεύουν ότι η εξουσία είναι η μόνη αλήθεια και η πληροφορία είναι πάντα όπλο. Οι πληροφορίες δεν είναι οι πρώτες ύλες της αλήθειας, αλλά επίσης δεν είναι μόνο όπλο. Υπάρχει αρκετός χώρος ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα για μια πιο λεπτομερή και ελπιδοφόρα αντίληψη για τα ανθρώπινα δίκτυα πληροφοριών και την ικανότητά μας να χειριζόμαστε την εξουσία με σύνεση.