Πολεις

Όταν το στόμα σου νιώθει μοναξιά

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Όταν το στόμα σου νιώθει μοναξιά

Κατά τις 10 το βράδυ χθες, πάτησα pause στην ταινία, σηκώθηκα από την καρέκλα μου, πήγα στην κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο, το έκλεισα, και αμέσως μετά άνοιξα και το ντουλάπι με τα τρόφιμα. Δεν βρήκα να φάω να φάω κάτι της προκοπής. Λογικό επόμενο: είχα κάνει το ίδιο πράγμα και στις 9 και στις 9:30, πάλι μη βρίσκοντας κάτι. Με έναν παρατεταμένο αναστεναγμό, επέστρεψα στο γραφείο μου και δεν σηκώθηκα πριν περάσει άλλη μισή ώρα για να ψάξω και μία τέταρτη φορά, μπας και αυτή τη φορά σταθώ τυχερός: ως γνωστόν, καμιά φορά τα ντουλάπια και τα ψυγεία γεννάνε. Αν πείναγα; Όχι, δεν πείναγα. Είχα φάει βραδινό, και μάλιστα πολύ. Δεν πεινούσα καθόλου, απλώς είχα kuchisabishii: το στόμα μου ένιωθε μοναξιά. Αυτή η ωραία σύνθετη γιαπωνέζικη λέξη (κούτσισαμπίσι) κατά λέξη σημαίνει «μοναχικό στόμα», και εννοεί αυτό ακριβώς που καταλαβαίνουμε: δεν τρώμε πάντα επειδή πεινάμε ή επειδή δεν μπορούμε να αντισταθούμε στη μυρωδιά του φαγητού που μας σπάει τη μύτη ή στην απίθανη γεύση του· συχνά τρώμε απλώς επειδή το στόμα μας νιώθει μόνο του, και έχει μελαγχολήσει. Έτσι, την επόμενη φορά που θα φάτε απλώς για να φάτε, που θα μασήσετε κάτι κάπως γλυκό ή αλμυρό ή λιπαρό (που ίσως έχει λήξει προ καιρού) επειδή κάτι μέσα σας σας επέβαλε να το κάνετε, να το θυμηθείτε και να το πείτε από μέσα σας. Δεν φταίτε εσείς. Φταίει το στόμα σας που είναι μόνο, λυπημένο και μελαγχολικό. Kuchisabishii.

* * *

Βράδυ, κόσμος πολύς εδώ στο κέντρο, οι ταβέρνες και τα εστιατόρια γεμάτα, παρέες ορθίων που περιμένουν να αδειάσει κάνα τραπέζι μπας και καθίσουν επιτέλους, και, ξαφνικά, μια επείγουσα ανάγκη σε κάτι που στέλνει έναν σερβιτόρο μιας ψησταριάς να αγοράσει έκτακτες προμήθειες από το ανοιχτό ώς τις εννιά σούπερ-μάρκετ, τριάντα βήματα παρακάτω. Καθώς βγαίνει κουβαλώντας τις δύο σακούλες, σταματάει, τις αφήνει κάτω, κοιτάζει κάπως ντροπαλά ένα γύρο, σκύβει και βγάζει από τη μία ένα Twix που προμηθεύτηκε μαζί με τα αυγά ή το αλάτι ή το αλεύρι ή ό,τι ήταν αυτό που πήρε, σκίζει βιαστικά τη συσκευασία, και το τρώει με δυο μπουκιές. Τον ζήλεψα.

Δεν φταίτε εσείς. Φταίει το στόμα σας που είναι μόνο, λυπημένο και μελαγχολικό.

Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

* * *

Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να διαβάζεις τον ξένο Τύπο. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν υπάρχει και τίποτε στον κόσμο που να μπορεί να σε ρίξει τόσο πολύ, και τόσο εύκολα. Δείτε για παράδειγμα τον δικό μου χώρο, τη δουλειά μου: τα βιβλία. Είμαι από τους πιο παλιούς εδώ μέσα (δουλεύω ήδη από τις αρχές των 80s), και —εντάξει, σόρι— από τους πιο καταρτισμένους. Και με το που βλέπω το Publishers Weekly με πιάνει μια πίκρα, που ξεκινάει από την καρδιά μου και απλώνεται αμέσως παντού μέσα στο σώμα μου, δηλαδή σε ό,τι λέω σύμπαν. Είναι κάπως σαν ένα μυρμήγκι να ανεβαίνει με κόπο σε ένα φύλλο, και μετά σε ένα κοτσάνι, και μετά σε έναν κορμό, και από εκεί να σκαρφαλώνει ψηλά πάνω στο δέντρο και, ω! να διαπιστώνει άξαφνα πως δεν υπάρχουν απλώς κι άλλα, πολλά, δέντρα εκεί, ων ουκ έστιν αριθμός, αλλά και ένας κόσμος εντελώς διαφορετικός έξω από το δάσος, μεγάλος, φαρδύς, ποικίλος, που δεν μπορεί —αυτό το έρμο μυρμήγκι— να τον φτάσει ποτέ, ή έστω να τον αγγίξει με τις άκρες από τις κεραίες του. Ζούμε σε έναν μικρό, μικρούλη κόσμο φτιαγμένο στα μέτρα μας. Και είναι ζήτημα, πάλι, αν θέλουμε κάτι περισσότερο από αυτό. Κι όμως το βιβλίο, οι άνθρωποί του, τα μέσα τους, οι στοχεύσεις τους, υπάρχουν και δρουν και καταγίνονται εκεί έξω, σε βαθμό και με πληρότητα που δεν πιάνεται, και που, φευ, δεν τα χωρεί η φιλοσοφία μας. Φανταστείτε: δεν ξέρουμε καλά-καλά ποιαν από τις δύο ελληνικές βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων πρέπει να κρατήσουμε και να κάνουμε καλύτερη, ή αν δεν θα ήταν άσχημο να τις κρατήσουμε και τις δυο, κι ας μοιάζουν. Κάπου εκεί είμαστε τώρα. Και άσε δε τα βιβλία μας. Και τους αναγνώστες μας.

* * *

Οι δρόμοι των πόλεων δεν είναι φτιαγμένοι για αυτοκίνητα. Οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι ΕΞΩ από τις πόλεις είναι φτιαγμένοι για αυτοκίνητα. Οι δρόμοι των πόλεων είναι φτιαγμένοι για την αγορά, για πεζούς και για βόλτες. Για εμπόριο, για κλόουν και για ζογκλέρ. Για πλανόδιους πωλητές λουκουμάδων. Για τραπεζάκια καφενείου. Για μουσικούς του δρόμου και ζωγράφους πορτρέτων. Για τέτοια πράγματα. Αλλά όχι για αυτοκίνητα. ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ, και πάμε ό,τι στοίχημα θέλετε, κάποια στιγμή θα γίνει πραγματικότητα αυτό. Κάποιοι από εμάς θα το προλάβουν. Κάποιοι όχι. Όσοι το προλάβουν θα ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Και τα παιδιά τους μια φυσιολογική ζωή. Δεν είναι απλώς ανόητο αυτό που συμβαίνει σήμερα, και όλες τις τελευταίες δεκαετίες: είναι ασύμφορο, και είναι και απάνθρωπο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλες οι μετακινήσεις στις πόλεις πρέπει να γίνονται μόνο με μεγάλα, δημόσια, μαζικά μέσα, και με ποδήλατα. Όλα τα άλλα είναι μια διαρκής ανωμαλία.

* * *

Η Ελλάδα έχει στην κατοχή της 2 πυροβολαρχίες S-300 με 12 εκτοξευτές των 96 βλημάτων έκαστος, με μέγιστη ακτίνα εμπλοκής τα 150 χιλιόμετρα. Ισχυρό αντιαεροπορικό σύστημα μεγάλης εμβέλειας, που όμως ΔΕΝ το χρησιμοποιούμε. Οι S-300 είναι παροπλισμένοι και δεν έχουν αναβαθμιστεί ΠΟΤΕ τα σχεδόν 25 χρόνια που τους έχουμε. Ουσιαστικά, είναι σαν να ΜΗΝ έχουμε S-300. Κι αυτό είναι καλό: δεν θέλουμε ρωσικά όπλα στις Ένοπλες Δυνάμεις μας. Αντίθετα, η χώρα μας χρησιμοποιεί νατοϊκά οπλικά συστήματα για την άμυνά της: τους αμερικανικούς Patriot, για την ακρίβεια. [§] Αυτά είναι παγκοίνως γνωστά. Εξ ου και από την αρχή του πολέμου μάς ζητήθηκε να δώσουμε στην Ουκρανία τους S-300, για να καταστρέψουν με αυτούς κάποιους από τους πυραύλους που καθημερινά εκτοξεύει η Ρωσία πάνω στους αμάχους, στις πολυκατοικίες, στις λαϊκές αγορές, στα νοσοκομεία και στις πολιτικές υποδομές, της χώρας. Μάλιστα, την ίδια μέρα που θα τους δίναμε, θα διαπιστώναμε «αίφνης» κενό στην αεράμυνά μας, και θα έρχονταν εδώ άλλου τύπου, απείρως πιο εξελιγμένα και σύγχρονα αντιαεροπορικά συστήματα, Patriot ή άλλα. Πράγμα που το θέλουμε. Πράγμα που είναι απολύτως επιθυμητό από την πλευρά μας. Αλλά και πάλι, δεν δίνουμε τους άχρηστους S-300 στην Ουκρανία. Προτιμούμε να έχουμε κάτι σαν κενό εκεί πέρα. [§] Θα έλεγε κανείς —και πρώτοι εμείς— πως παίζουμε έτσι το παιχνίδι της Ρωσίας. Αλλά θα έκανε μεγάλο λάθος. Γιατί; Γιατί κατά πάσα βεβαιότητα θα έπεφτε η φιλοευρωπαϊκή-φιλοουκρανική κυβέρνηση την ίδια κιόλας ημέρα εάν δίναμε στη φίλη Ουκρανία τα ρωσικά σαπάκια, και θα ερχόταν με μεγάλη φωνή και αντάρα μια άλλη, ίσως μια ιερή συμμαχία μεταξύ αριστερών και ακροδεξιών εθνικιστών πάλι, που θα έκανε τεμενάδες στον Πούτιν και θα έστελνε —γιατί όχι— και καμιά μεραρχία να πολεμήσει τους Ουκρανούς υπό τας διαταγάς του, πάνω στη χαρά της. [§] Αφαιρώντας ένα κρίσιμο όπλο από την Ουκρανία, στεκόμαστε στο πλευρό της: νά ένα ακόμη ελληνικό παράδοξο. Από τα πολλά.