Πολεις

Το κορίτσι με τα ροζ μαλλιά που διάβαζε Κάφκα

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Το κορίτσι με τα ροζ μαλλιά που διάβαζε Κάφκα

Θαύμα, θαύμα. Από τη μέρα που ξεκίνησαν οι έλεγχοι για τυχόν παραβάσεις τού ΚΟΚ από ανθρώπους που κινούνται με πατίνι, βλέπεις πως, αν όχι όλοι οι οδηγοί σίγουρα οι περισσότεροι, φοράνε πλέον κράνος. Κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από απλώς καλό. Ακόμη βέβαια δεν έχουν κατεβεί από τα πεζοδρόμια, αλλά μην τα θέλουμε όλα δικά μας. Άλλωστε, τα πεζοδρόμια είναι πατροπαράδοτος προνομιακός χώρος για τα μηχανάκια. Και τα πατίνια τι είναι αν όχι vegan μηχανάκια; Το πρόβλημα βέβαια με τα πατίνια ποτέ δεν είχε να κάνει μ’ αυτούς που έχουν ένα δικό τους για να πηγαίνουν στη δουλειά. Το πρόβλημα έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με τα ενοικιαζόμενα, που άμποτε να απαγορευτούν διά ροπάλου. Κρύωσε αυτό το αστείο.

* * *

Είναι ένα γωνιακό μαγαζί εδώ στη γειτονιά που στο ταμείο του κάθεται μια κοπέλα με ροζ μαλλιά. Κι αυτή η κοπέλα όλο διαβάζει όταν δεν έχει δουλειά, όπως βλέπω πάντα όταν περνώ από έξω. Είναι και όμορφη, είναι και γελαστή, είναι και εξυπηρετική. Έχει όλα τα καλά. Πέρυσι τις Γιορτές είχα μπει να πάρω κάτι και έκανα πως σκόνταψα καθώς περνούσα από κοντά της, μόνο και μόνο για να δω τι διάβαζε. Ήταν η «Δίκη» του Κάφκα, σε μια έκδοση που μοίρασε κάποτε μια κυριακάτικη. Πικράθηκα λιγάκι για μία σειρά από λόγους (μα, ολόκληρη γυναίκα, τη «Δίκη» διαβάζει; αυτά τα διαβάζουμε πριν βγάλουμε ταυτότητα, αλλιώς δεν έχει αξία — και, σόρι κιόλας, αλλά φτηνή έκδοση εφημερίδας; δηλαδή πάμε καλά;… επίσης, έτσι όπως σκηνοθέτησα το ατύχημά μου, στραμπούλισα το πόδι μου), όμως έκανα καρδιά και συνέχισα τη ζωή μου. Δεν μπορείς να κάνεις και διαφορετικά, δεν γίνεται. Μάλιστα, το πράγμα γινόταν όλο και καλύτερο: η κοπέλα ΣΥΝΕΧΙΣΕ να διαβάζει. Νά λοιπόν που δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο, μια τρέλα της στιγμής, κάτι εφήμερο σαν χρυσοκίτρινο φύλλο. Μήνα με τον μήνα, μια με το μαλλί λίγο ή πολύ πιο ροζ, μια με το ένα ρούχο και μια με το άλλο και το παράλλο, μια με τη συρρικνωμένη άνοιξη και μια με το θέρος και τους καύσωνές του, την κλιματική κρίση μου μέσα, η κοπελίτσα πάντα διάβαζε όταν δεν είχε δουλειά, κι αυτό ζέσταινε τη διάθεσή μου. Μέχρι που οι καύσωνες πέρασαν, το φθινόπωρο μας χτύπησε απότομα την πόρτα, φορέσαμε μπουφάν και δρομικό σκούφο χαμηλωμένο στο μέτωπο για το τρέξιμο τις άγριες πρωινές ώρες, κι εγώ βρέθηκα πάλι στο γωνιακό μαγαζί για να χαζέψω τα ράφια και, τάχα σκοντάφτοντας —αλλά προσεκτικά τώρα για να μην την ξαναπατήσω—, να δω τι διάβαζε το κορίτσι με τα ροζ μαλλιά αυτή τη φορά. Και, ω! Θεέ μου καλέ, Θεέ μεγαλοδύναμε, διάβαζε ακόμη τη fucking «Δίκη» του Κάφκα, εκείνη την καταραμένη έκδοση τσέπης — όλο το ίδιο βιβλίο, μια λέξη σήμερα, τρεις αύριο, ξανά μία μεθαύριο. Γιατί ήταν ακόμα στη μέση.

* * *

Τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα: τόσα, λέει μία πολύ μεγάλη έρευνα, πρέπει να γυμνάζεται κανείς για να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας, εγκεφαλικού επεισοδίου, νόσου του Πάρκινσον, κατάθλιψης και άγχους έως και 45%, ήτοι σχεδόν ΣΤΟ ΜΙΣΟ. Και το μισό είναι ήδη ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ. Πώς όμως μπορούν να κατανεμηθούν αυτές οι δυόμισι ώρες; Ένα εικοσάλεπτο (και κάτι) «μέτριας έως έντονης» άσκησης την ημέρα αρκεί. Εάν όμως, για κάποιους λόγους, μπορούμε να διαθέσουμε μόνο δύο ημέρες την εβδομάδα στην άσκηση, και πάλι, λέει η έρευνα, τα οφέλη είναι ίδια. Βέβαια, αυτό σημαίνει πως κανείς πρέπει να ασκείται μία ώρα και ένα τέταρτο, π.χ., το Σάββατο, και άλλο τόσο την Κυριακή — δεν είναι και τόσο πρακτικό ίσως, ή τέλος πάντων δεν είναι και τόσο πρακτικό ή εύκολο για όλους. Γι’ αυτό, το καλύτερο είναι μάλλον να διαθέτει κανείς ένα μισάωρο από Δευτέρα έως Παρασκευή: τρεις πέντε δεκαπέντε. Εάν πάλι μπορεί και περισσότερο, ακόμη καλύτερα. Αρκεί να θυμάται πάντα αυτό το μαγικό 150. Είναι εύκολο νούμερο για να το απομνημονεύσει κανείς. Και ακόμη πιο εύκολο να το πιάσει — και βέβαια να το ξεπεράσει. Κάνει καλό στην καρδιά, στους μυς, στον σκελετό, στο δέρμα, με μια λέξη: παντού. Μας δίνει περισσότερο χρόνο ωραίας, υγιούς ζωής, και γενικώς μάς αποζημιώνει πλουσιοπάροχα. Τέλος πάντων ασκηθείτε, κάνει καλό. Όλοι το λένε, μην είστε κορόιδα.

* * *

Όλοι ξέρουμε την κλασική αποστροφή του Μόργκαν Φρίμαν: «Μισώ τη λέξη ομοφοβία. Δεν είναι φοβία. Δεν φοβάσαι κάτι. Απλώς είσαι μαλάκας». Είναι ωραία διατυπωμένη θέση και μοιάζει με αξίωμα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι ισχύει πάντα. Υπάρχουν κάποιοι που όντως φοβούνται. Φοβούνται κάτι που νιώθουν να σαλεύει μέσα τους, κατιτί που πάει να σηκώσει το κεφάλι του. Και είναι στιγμές που δεν το φοβούνται απλώς: το τρέμουν. Τρέμουν και αποστρέφονται τον ίδιο τους εαυτό, και εξ αυτού σιτίζουν με το χέρι ένα περιδεές τέρας. Ως εκ τούτου, δεν είναι μαλάκες αυτοί οι άνθρωποι. Είναι για λύπηση. Αλλά καλά κάνουμε και τους φερόμαστε σαν να ’ναι απλώς μαλάκες. ΥΓ. Υπάρχουν βέβαια και οι ανώμαλοι. Σεξουαλικώς και όχι μόνο ανώμαλοι. Αυτοί που δεν είναι απλώς ομοφοβικοί, αλλά που θα σηκώσουν χέρι, που θα προπηλακίσουν, που θα κυνηγήσουν κόσμο. Αυτοί ναι, είναι άλλο φρούτο. Του Ποινικού Κώδικα.

* * *

Τα ΜΚΔ τρώνε τον χρόνο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι ο Pacman έτρωγε εκείνες τις αναθεματισμένες τελίτσες. Και επίσης χωρίς κανένα νόημα, χωρίς κανένα σκοπό, στο βρόντο.

Υπάρχουν πολλοί αναγνώστες που θεωρούν κάθε βιβλίο γραμμένο από το χέρι και τη διάνοια του Θεού, σαν κάτι θεόπνευστο και αυτόχρημα ιερό, που μαζί του θα πορευτούν στο μονοπάτι της αυτογνωσίας: μιας διαδικασίας που τερματίζεται με τον θάνατο, στέφοντας έτσι μια ζωή καλώς επιτυχημένη. Υπάρχουν πολλές ακόμη φυλές αναγνωστών, για να το πούμε κοστοπουλικώ τω τρόπω. Και υπάρχουν και οι αναγνώστες σαν εμένα που αντιμετωπίζουν τα βιβλία —τον συνολικό τους όγκο, το μέγα, γαργαντουικό, τιτάνιο, κοσμικό corpus των βιβλίων— σαν ένα κάστρο που πρέπει να κουρσέψουν: μας αρέσει να διαβάζουμε πολύ, να διαβάσουμε όσο προλάβουμε, να διαβάσουμε τα πάντα, γιατί αύριο-μεθαύριο θα πέσει κάνα μπαλκόνι στο κεφάλι μας, ένας ιός δρεπανηφόρος και θα μας αφήσει στον τόπο. Εμείς οι ταπεινοί, λαίμαργοι, βουλιμικοί αναγνώστες έχουμε μία και μόνη έγνοια: πώς θα καταναλώσουμε όσο πιο πολλά βιβλία γίνεται. Και τα βλέπουμε όλα, αν όχι ισάξια (που σαφώς και δεν είναι, αλίμονο — αν και συχνά κάποια βήτα βιβλία τείνουμε να τα θεωρούμε καναδυό τάξεις μεγέθους καλύτερα από κάποια του Κανόνα), τουλάχιστον σαν εμπόδια μικρότερου ή μεγαλύτερου ύψους, μικρότερου ή μεγαλύτερου βαθμού δυσκολίας που πρέπει να υπερπηδήσουμε ή να ξεπεράσουμε τρέχοντας προς τον στόχο μας. Ξέρουμε ότι, οίμοι, έχουμε μεγάλα κενά στην κλασική λογοτεχνία, στην ακόμη παλιότερη, στον Μεσοπόλεμο, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, στη βιβλιογραφία της μιας και της άλλης χώρας, της τάδε και της δείνα περιόδου — κενά, κενά, παντού κενά. Αλλά μάς νοιάζει και η πρόσφατη παραγωγή, και μας νοιάζει και μας πονά και η λογοτεχνία είδους, και θέλουμε να ξέρουμε και τι διαβάζουν οι νέοι (ή να προσποιηθούμε πως είμαστε νέοι κι εμείς), ενώ μάς θέλγουν και τα κόμικς, που είναι άλλο ένα διαρκώς επεκτεινόμενο σύμπαν κι αυτά. ΠΩΣ ΘΑ ΤΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ ΟΛΑ; Η γρήγορη απάντηση είναι γνωστή: ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ. Θα διαβάσουμε ένα κωμικά μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής, όχι των βιβλίων που εκδόθηκαν ποτέ, αλλά, παπαί, των βιβλίων που θα εκδοθούν μόνο ΦΕΤΟΣ. Όσο και να διαβάζουμε, όσο και να μοχθούμε, όσες αράδες «ανούσιων» περιγραφών και να πηδήξουμε. Κατ’ αυτά, οι καλοί άνθρωποι που μελετούν αργά-αργά ένα βιβλίο, ή έναν συγγραφέα, ή μία περίοδο, είναι εκατό φορές πιο τυχεροί, κι άλλες τόσες, βαβαί, πιο συνετοί, από εμάς. Εμείς, οι αδηφάγοι καταναλωτές, ζούμε ένα σισύφειο μαρτύριο. …Παρά ταύτα, υπάρχουν κάποιες μεσοβέζικες λύσεις: κάποια κολπάκια, για να πηδήξουμε πάνω από εκείνα τα εμπόδια που λέγαμε. Ή έστω, πάνω από μερικά. Ιδού #drumroll δέκα τέτοια: [1] Πρώτα-πρώτα, διαβάζουμε πολλά βιβλία ταυτόχρονα. Το μόνο ένα βιβλίο τη φορά είναι τελείως αρχαία ιστορία. Το ξεχνάμε. [2] Διαβάζουμε διαφορετικά είδη: π.χ., ένα μυθιστόρημα θρίλερ στο κρεβάτι για να έχουμε καλό ύπνο, μερικές σελίδες από ένα ιστορικό βιβλίο με τον πρωινό καφέ, και ένα ΥΑ, που κυλάει εύκολα, το απόγευμα μετά τη δουλειά. Στην τουαλέτα, μόνο συγγραφείς που δεν θα παρεξηγούνταν. [3] Διαβάζουμε εύκολα, μέτρια, και δύσκολα/απαιτητικά βιβλία μαζί (εννοούμε παράλληλα), όχι μόνο εύκολα ή μόνο μέτρια ή μόνο από τα άλλα. Ένα μυαλό το έχουμε. Και ένα (μεγάλο) στομάχι: τσιμπολογάμε από όλο τον μπουφέ της λογοτεχνίας. [4] Διαβάζουμε σε διάφορα μέσα: χάρτινα βιβλία forever, αλλά και e-books, στο τάμπλετ ή ακόμη και στο κινητό: δεν χρειαζόμαστε δα και κινηματογραφική οθόνη — βιβλίο είναι, όχι ο Πέκινπα. [5] Διαβάζουμε ακούγοντας: στο λεωφορείο, στο μετρό, όταν οδηγούμε, όταν σιδερώνουμε, όταν τρέχουμε 10 χιλιομετράκια το πρωί για να μη γίνουμε μούμιες από το καθισιό. Κι αν χάσουμε το τέμπο μας κάποια στιγμή, δεν πειράζει. [6] Διαβάζουμε αυτό που κάνουμε κέφι κάθε φορά, όχι αυτό που πρέπει. Κανένα βιβλίο δεν πρέπει, ούτε καν αυτό που διαβάζουν όλοι οι άλλοι. (Βασικά, αυτό πρέπει λιγότερο από όλα τα άλλα). [7] Διαβάζουμε όμως και το βιβλίο της λέσχης στην οποία είχαμε την απρονοησία να γραφτούμε πάνω σε μια στιγμή αδυναμίας. Δεν θα πάθουμε τίποτε, ειλικρινά. Με τις λέσχες μάλιστα κερδίζουμε, πλάκα-πλάκα, μια ντουζίνα βιβλία τον χρόνο, και συνήθως από τα SOS. [8] Διαβάζουμε με σύστημα, χωρίς να φοβόμαστε να μας πουν νερντ. Γιατί (hello) είμαστε νερντ και το καυχώμεθα. Π.χ., μία ώρα την ημέρα, συν μέχρι να μας πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι. Ή: στο τρόλεϊ και όσο ο υπόλοιπος κόσμος βλέπει τις ειδήσεις. Είναι εύκολο. Παιχνιδάκι. Και δουλεύει σε όλους. [9] Διαβάζουμε μέχρι να δούμε ότι αυτό το βιβλίο δεν μας αρέσει. Οπότε και το παρατάμε χωρίς τύψεις, το χαρίζουμε σε κάποιον που θα του αρέσει ή που δεν τον χωνεύουμε, και πάμε παρακάτω. Δεν είναι ντροπή — το αντίθετο είναι ντροπή. Δεν υπάρχει λεπτό για χάσιμο, η ζωή είναι διαβολεμένα μικρή, και φήμες θέλουν να γίνεται ακόμη μικρότερη όσο μεγαλώνει η νύχτα. [10] Δεν τρώμε τα νιάτα μας στα κινητά. Έτσι, ακόμη και ένα 10% να το μειώσουμε, εξοικονομούμε αμέσως-αμέσως άπειρο χρόνο για να διαβάσουμε, για να ανοίξουμε φύλλο για πίτα, για να δούμε όλα τα κλασικά φιλμ-νουάρ, και για να μάθουμε νορβηγικά. Ή ακόμη και τσέχικα. Τα ΜΚΔ τρώνε τον χρόνο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι ο Pacman έτρωγε εκείνες τις αναθεματισμένες τελίτσες. Και επίσης χωρίς κανένα νόημα, χωρίς κανένα σκοπό, στο βρόντο.