Πολεις

Το σωσίβιο στη μέση (και πώς να το χάσετε μασώντας)

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Εάν έχετε κι εσείς όπως κι εγώ πρόβλημα βάρους, το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνετε (και άμποτε κι εγώ) είναι να κόψετε —έστω: να περιορίσετε δραστικά— τα λεγόμενα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, εκείνα δηλαδή που είναι γεμάτα συντηρητικά, ενισχυτικά γεύσης, τροποποιημένα λίπη και σάκχαρα κλπ. κλπ. Από κάτι κορν-φλέικς μέχρι ανθρακούχα αναψυκτικά, και από πατατάκια μέχρι τα περισσότερα επεξεργασμένα κρέατα και αλλαντικά, οι υπερ-επεξεργασμένες τροφές είναι πολλές και ζουν ανάμεσά μας. Και, κυρίως, είναι εθιστικές. Λογικό: έχουν πιο πολύ λίπος, πιο πολλή ζάχαρη, και πιο πολύ αλάτι — έχουν γίνει πόλεμοι και πόλεμοι γι’ αυτά τα πράγματα. Δεν είναι όμως μόνο το βάρος: αυτά τα τρόφιμα συνδέονται και με πολλά προβλήματα υγείας. Αλλά το βάρος και η εμφάνισή μας είναι πιο ισχυροί παράγοντες για να τα κόψουμε, κι αυτό είναι επίσης fact. [§] Τώρα, το θέμα με αυτά τα φαγητά, τα σνακ κ.τ.π. είναι πως παρασκευάζονται έτσι που δεν είναι απλώς πιο νόστιμα (τα περισσότερα είναι κολασμένα νόστιμα, όλοι το ξέρουμε, χαζοί δεν είμαστε), αλλά —κι αυτό είναι το παλαβό— μασιούνται και καταπίνονται πιο εύκολα. («Τι;!» «Ω ναι»). Ουσιαστικά, καταφεύγει κανείς σ’ αυτά με έναν τρόπο παραπλήσιο με τον τρόπο που κάποιος καταφεύγει στα ναρκωτικά: με τον εύκολο τρόπο. [§] Αλλά ας ξαναδούμε αυτό το εύρημα με το μάσημα. Λοιπόν, τρώγοντας κανονικές τροφές, «φυσικές», ή περίπου φυσικές, οι άνθρωποι τις μασάνε. Δεν λιώνουν στο στόμα, ούτε γλιστρούν αμέσως στον οισοφάγο, όπως οι υπερ-επεξεργασμένες τροφές. Είναι κάπως όπως τα ζυμαρικά και γενικώς οι υδατάνθρακες: τρώμε μια μακαρονάδα όπως ρουφάνε οι Γιαπωνέζοι τα νουντλς — με αυτοκαταστροφική, θορυβώδη διάθεση. Οι ειδικοί (όχι ότι θέλει να είσαι ειδικός) λένε πως ένα φυσιολογικό γεύμα θέλει κάνα εικοσάλεπτο για να καταναλωθεί. Γιατί; Γιατί προϋποθέτει καλό μάσημα. Έτσι, ακόμη και ο εγκέφαλός μας βαριέται να κάθεται στο τραπέζι και στέλνει ένα επείγον μήνυμα στο στομάχι που λέει, «Σταμάτα, χόρτασες. Έσκασες». Και πράγματι έρχεται ένα αίσθημα κορεσμού από το πουθενά και σταματάμε. [§] Οι χοντροί δε μασάμε. Ας το σκεφτούμε ίσως, και ας το εφαρμόσουμε: ας περιορίσουμε τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα που καταπίνουμε βουλιμικά και αμάσητα. Ή, έστω, ας το εφαρμόσουν κάποιοι από εσάς. Και πείτε μου και μένα μετά αν πράγματι χάσατε εκατοστά από τη μέση.

* * *

Καθώς ντύνομαι τόσο άσχημα (μια φόρμα κι ένα φούτερ την άνοιξη του ενός μήνα, μια βερμούδα κι ένα τισέρτ το καλοκαίρι των πέντε μηνών, μια φόρμα κι ένα χούντι το φθινόπωρο των τεσσάρων μηνών, μια φόρμα, ένα χούντι κι ένα μπουφάν τον χειμώνα των δύο μηνών), πολύ συχνά αισθάνομαι να με κατακλύζει ένα πελώριο αίσθημα ντροπής, ένα ΚΥΜΑ ντροπής όποτε το θυμάμαι ή όποτε τυχαίνει να περάσει κάποιος σχετικά καλοντυμένος άνθρωπος από δίπλα μου — πράγμα που δεν συμβαίνει σπάνια. Και κάθε μα κάθε φορά θέλω να τους πω —αλλά δεν γίνεται— πως δεν είναι επιλογή μου αυτό, επιλογή μου είναι να ντύνομαι χειμώνα-καλοκαίρι όπως ο Μπάροουζ, με ωραία κοστούμια από κασμίρι, ή λινά το καλοκαίρι, με γιλέκα και χειροποίητα παπούτσια, με καλτσοδέτα, μανικετόκουμπα και τα λοιπά — και βέβαια πάντα και με ένα καπέλο. Σαν πραγματικός τζέντλεμαν που είμαι. Αυτό ήταν και το όνειρό μου από πολύ νέος: να ντύνομαι έτσι. Αλλά τα ’βαλα κάτω, είδα πως όλα αυτά μαζί έκαναν πολλά λεφτά, λεφτά που δεν τα είχα τότε και δεν θα τα αποκτούσα ποτέ, και έτσι, αντί να καταλήξω σε κάτι μεσοβέζικο, ήτοι χλιαρό, σε μια ψευτολύση τέλος πάντων, αποφάσισα να πάω στο άλλο άκρο: μόνο και μόνο από σεβασμό στο ντύσιμο που ήθελα να κάνω. Αυτές οι βερμούδες και τα μαϊμού κροκς στα πόδια είναι η σκιά των τουίντ κοστουμιών μου, να το ξέρετε και μη με παρεξηγείτε — αυτό θέλω να τους πω, αλλά νά που δεν γίνεται να το ακούσουν.

* * *

Όταν τρέχω το πρωί, παρατηρώ ΚΑΘΕ φορά το εξής: οι μισοί και παραπάνω από όσους κυκλοφορούν τα χαράματα με πατίνια και ποδήλατα στην παραλία, οδηγούν ΕΞΩ από την ποδηλατολωρίδα. Οδηγούν είτε δεξιά της, είτε αριστερά της, είτε —ξέρω γω— από πάνω της. Είτε κάνοντας ανέμελα ζιγκ-ζαγκ, σαν να παίζουν στη «Μελωδία της ευτυχίας». Λογικό, θα πεις: είναι μόνοι τους, δεν υπάρχει κάποιος για να τον πατήσουνε, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κανένα ατύχημα, θέλουν να κάνουν και την επανάστασή τους ενάντια στο σύστημα, όλα καλά. [§] Ε, προφανώς και δεν είναι όλα καλά. Δεν φοράμε ζώνη ασφαλείας όταν είμαστε στο αμάξι για τη μέρα που θα τύχει να συγκρουστούμε. Τη φοράμε προληπτικά. Και δεν μαθαίνουμε κανόνες οδικής ασφαλείας για να τους εφαρμόσουμε στη χι λεωφόρο του χρόνου που θα γυρνάμε από τις διακοπές, αλλά για να ζούμε μ’ αυτούς, για να γίνουν κομμάτι της προσωπικότητάς μας, γονίδιο των γονιδίων μας, ώστε να σώσουν τη δική μας ζωή, ή να διαφυλάξουν τη σωματική μας ακεραιότητα —ή τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα ενός τρίτου—, όταν το απαιτήσει βάσκανος μοίρα. [§] Το βλέπεις παντού αυτό το φαινόμενο: αν ο δρόμος, π.χ., είναι —ή φαίνεται— άδειος, οι πεζοί θα περάσουν απέναντι αδιαφορώντας για το φανάρι στις διαβάσεις. Δεν τρέχει κάτι. Πίσω τους θα αφήσουν μόνο κανέναν ξανθοτρίχη και κοκκινομάγουλο τουρίστα, που θα τους βλέπει σαν να μεταμορφώθηκαν ξαφνικά σε πελώρια πόσουμ που πάνε να ψάξουν για σκουπίδια και καβγά με πόσουμ τής πέρα γειτονιάς. Εννοείται πως, όποτε τυχαίνω σε κάτι τέτοιο, αρχίζω ένα μικρό θέατρο για να αποσπάσω την προσοχή του τουρίστα από τα πόσουμ: κάνω πως πνίγομαι, πιάνω τον λαιμό μου και με τα δυο μου χέρια, γουρλώνω τα μάτια, βγάζω τη γλώσσα έξω και φωνάζω με ένα μουγκρητό πέφτοντας στο πεζοδρόμιο και κάνοντας επιτόπια βαρελάκια: «Τεκελί-λι! Τεκελί-λι!» Συνήθως πιάνει, και ο κοκκινομάγουλος ξανθοτρίχης σπεύδει να με βοηθήσει, ή τρέχει μακριά για να μη με δει να μεταμορφώνομαι σε λυκάνθρωπο ή κάτι ακόμη πιο αποτρόπαιο. [§] Είναι αυτοί οι «μικροί νόμοι» που πρέπει να εφαρμόζονται ΠΑΝΤΑ, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση. Σαν να είμαστε ρομπότ. Είναι πιο ανθρώπινο να είσαι ρομπότ.

* * *

Αύριο Τετάρτη κυκλοφορεί το νέο τεύχος του περιοδικού δρόμου Σχεδία (#126). Ίσως βρείτε ενδιαφέροντα τα θέματά του και θελήσετε να το αγοράσετε.

* * *

Η διαΝΕΟσις έδωσε στη δημοσιότητα δύο νέα κείμενα σχετικά με την ένταξη των μεταναστών και των προσφύγων στην Ελλάδα: ένα κείμενο πολιτικής του ερευνητή στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Άγγελου Τραμουντάνη, που εξετάζει τις ελληνικές πολιτικές ένταξης στην αγορά εργασίας, στην απόδοση ιθαγένειας, στην εκπαίδευση και στη συμμετοχή στα κοινά τα τελευταία 15 χρόνια, και μια ανάλυση για τις πολιτικές ενσωμάτωσης στη χώρα και τις προκλήσεις του μέλλοντος του Καθηγητή Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρη Χριστόπουλου, που περιγράφει το ελληνικό μεταναστευτικό καθεστώς από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα. [§] Ο Άγγελος Τραμουντάνης προτείνει αρκετά μέτρα για καθεμία από τις τέσσερις θεματικές που διερευνά, μαζί με κάποιες γενικές κατευθύνσεις. Ενδεικτικά: (1) Αναβάθμιση της πολιτικής προτεραιότητας του ζητήματος της ένταξης των προσφύγων και μεταναστών. (2) Συμπερίληψη του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη. (3) Οργανική διασύνδεση της Εθνικής Στρατηγικής για την Ένταξη με τα ετήσια Σχέδια Δράσης του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου. (4) Αυτόματη συμπερίληψη των αναγνωρισμένων προσφύγων στο HELIOS και ομαλοποίηση χρηματοδότησης. [§] Ο δε Δημήτρης Χριστόπουλος γράφει: «Σαν συνολική αποτίμηση, το ελληνικό καθεστώς μετανάστευσης χρειάζεται επειγόντως ένα Control+Alt+Delete. Να κάνει, δηλαδή, επανεκκίνηση με όσο μεγαλύτερες συναινέσεις και, όσο γίνεται, λιγότερες ιδεοληψίες. Ο συνδυασμός της αδράνειας με τη μονοδιάστατη έμφαση στο δόγμα της αποτροπής, δεν είναι μόνο εστία απαξίωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αλλά ζωτικό πρόβλημα για την κοινωνική συνοχή στη χώρα». [§] Αντιγράφουμε από το ενημερωτικό δελτίο: «Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες έχουν φτάσει και έχουν παραμείνει στην Ελλάδα. Εντούτοις, οι προσπάθειες ένταξής τους, στον βαθμό που υπήρξαν, ήταν συχνά αποσπασματικές και αναποτελεσματικές. Από την άλλη πλευρά, η επιτυχής ένταξη είναι αναγκαία για τη μακροπρόθεσμη κοινωνική συνοχή και οικονομική ευημερία της χώρας». Θα ήθελα να σταθούμε στο «αναγκαία», τη λέξη που περιγράφει ακριβώς το πρόβλημα, όχι (μόνο) για τους ίδιους τους μετανάστες, αλλά (κυρίως) για την Ελλάδα: δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε χωρίς να εντάξουμε μεγάλους αριθμούς ξένων ανθρώπων στα ελληνικά πράγματα. Απλώς, δεν βγαίνουν τα νούμερα. Και τα νούμερα είναι τα μόνα που λένε ξεκάθαρα την αλήθεια. [§] Το ξέρουμε όλοι καλά, και κάνουμε πως αφορά κάποιον τρίτο, ή το μακρινό μέλλον: χωρίς να γίνουν Έλληνες μερικά εκατομμύρια ξένοι, το Ασφαλιστικό θα γίνει ένα σχοινί που θα μας πνίξει όλους. Οι Έλληνες μπορούν να σωθούν μόνο από τους ξένους. [§] Εδώ μπορείτε να διαβάσετε μία συνοπτική παρουσίαση των σχετικών ευρημάτων. Και εδώ θα βρείτε όλο το σχετικό υλικό της διαΝΕΟσις. [§] Και μία σημείωση για την απόδοση ιθαγένειας. Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, οι εκκρεμείς αιτήσεις πολιτογράφησης το 2019 ανέρχονταν στις 28.000, ενώ το 2021 πλησίαζαν τις 33.000. Σήμερα είναι, πιθανότατα, ακόμη περισσότερες. Διαβάζουμε ότι για το νέο Πιστοποιητικό Επάρκειας Γνώσεων για την Πολιτογράφηση οι υποψήφιοι μελετούν μία κοινή Τράπεζα Θεμάτων και δίνουν ένα τεστ για να δείξουν ότι γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα, ιστορία και γεωγραφία, τον ελληνικό πολιτισμό, τις συνήθειες των Ελλήνων, και τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών. Η Τράπεζα Θεμάτων είναι σχεδόν 1.000 σελίδες, και οι ερωτήσεις 500. Νά μερικές από αυτές: «Ποιος ήταν ο Μαρδοχαίος Φριζής;» «Ποια ήταν η Ασπασία Μάνου;» «Πόσοι είναι οι κοσμήτορες και οι γραμματείς του Προεδρείου της Βουλής;» Εγώ λοιπόν δεν θα την έπαιρνα την ιθαγένεια, δηλαδή την υπηκοότητα (οι λέξεις, θυμίζουμε, είναι συνώνυμες). Μόνο τον ηρωικό Φριζή ξέρω. Δεν είχα ξανακούσει τη Μάνου και δεν ήξερα πως έχει κοσμήτορες η Βουλή. Και δεν θέλω καν να δω τις υπόλοιπες 497 ερωτήσεις.