Πολεις

Λέγοντας τον καφέ (στ’ αλήθεια)

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Λέγοντας τον καφέ (στ’ αλήθεια)

Παλιά ταξίδευα πολύ με τρένο. Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα. Μου άρεσε, και νομίζω πως εξακολουθεί να μου αρέσει και τώρα — αν και πια δεν ταξιδεύω. Λέμε τώρα, ΑΝ ταξίδευα. Εν πάση περιπτώσει, το τρένο έχει έναν ρυθμό, μπορείς να εκμεταλλευτείς κάπως τις ώρες εκεί μέσα, οι σταθμοί είναι μέσα στις πόλεις και όχι σε άλλο νομό, ενώ παλιά μπορούσες και να καπνίζεις, είτε στη θέση σου, σαν άρχοντας, είτε στη ζούλα στη φυσούνα, με τον θόρυβο να σου παίρνει τα αυτιά. (Συγγνώμη από όλους, ειλικρινά). Μια φορά λοιπόν, εκεί στον σταθμό Λαρίσης, ανακάλυψα πως κάπου ξέχασα, ή έχασα, ή μου παρέπεσε το βιβλίο μου. Μάλιστα, θυμάμαι και ποιο ήταν: ο «Δρόμος» του Κόρμακ Μακάρθι, μου το είχε δανείσει ο πατέρας μου. (Και του το χρωστάω έκτοτε). Οπότε είχα έξι ώρες μπροστά μου χωρίς βιβλίο. Και το τρένο έφευγε σε δέκα λεπτά ή κάτι τέτοιο. Με έκοψε κρύος ιδρώτας. Προφανώς και θα με έπιανε κρίση πανικού μέσα στο βαγόνι, έχοντας μπροστά μου έξι ολόκληρες ώρες χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε, και χωρίς να ΓΙΝΕΤΑΙ να κάνω κάτι. Θυμάμαι πως έτρεξα σε ένα από τα περίπτερα εκεί πέρα, είδα πως δεν είχαν κανένα βιβλίο τσέπης της αρεσκείας μου (ένα βιβλίο που δεν σου αρέσει είναι πάντα χειρότερο από ένα βιβλίο που δεν έχεις) και αγόρασα κάτι περιοδικά, δίκην μεθαδόνης. Ήταν ένα άσχημο ταξίδι αυτό συνολικά, μια κακιά εμπειρία. | Αλλά γιατί το λέω; Μήπως για να πούμε όλοι μαζί πόσο καλά και σπουδαία είναι τα βιβλία; Όχι. Για να πούμε πόσο καλά και σπουδαία είναι τα κινητά τηλέφωνα. Ακόμη και φορητό υπολογιστή να μην έχεις μαζί σου, ή τάμπλετ, με ένα smartphone μια σταλιά μπορείς να κάνεις τα πάντα. Από το να κατεβάσεις ένα σκασμό βιβλία (έχεις δεν έχεις λεφτά στην κάρτα, υπάρχουν χιλιάδες δωρεάν), μέχρι να χαζολογάς στα σόσιαλ ή να κόψεις τον λαιμό σου. Συνήθως βέβαια κόβουμε τον λαιμό μας με τα κινητά. Ας είναι. Δεν πειράζει, τι να κάνουμε τώρα. Σπολλάτη. Δικός μας είναι ο λαιμός, ό,τι θέλουμε τον κάνουμε.

* * *

Οι βαλίτσες με τα ροδάκια δεν έχουνε ροδάκια για να τις τσουλάμε. Έχουνε ροδάκια για να τις τσουλάμε ΣΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ. Εκεί που περιμένουμε στον έλεγχο, στο τσεκίν αν δεν μεριμνήσαμε να το κάνουμε από την προηγουμένη, στη φυσούνα κλπ. Οι περισσότερες είναι μικρές, καμπίνας, και ζυγίζουν ελάχιστα. Δεν είναι σαν τα μπαούλα που έπαιρνε στις διακοπές της η Άγκαθα Κρίστι. Μερικές, εδώ που τα λέμε, δεν είναι πολύ μεγαλύτερες από πορτοφόλια. Και, παρά ταύτα, έχεις εκεί έναν τύπο να τη σέρνει επειδή έχει ροδάκια. Στο πεζοδρόμιο. Με τον κανονικό κόσμο. Ακούγοντάς τη να αναπηδάει στο κράσπεδο, στην παραμικρή ρωγμή —σε ΟΛΕΣ τις ρωγμές— χωρίς να ανεβάζει παλμό. Αν τους πετύχεις σε κανένα νησί, θα τους δεις να την τσουλάνε κι εκεί. Επειδή έχει ροδάκια. Θα ανέβαιναν στα βράχια μαζί της, τσουλώντας την. Την τσουλάνε ακόμα και στο πάτωμα του δωματίου τους στο ξενοδοχείο. Την τσουλάνε παντού!… Αναγκαζόμαστε βέβαια να θυμίσουμε, στο σημείο αυτό, ότι ΟΛΕΣ ΤΟΥΣ έχουν ΚΑΙ χερούλι. Είναι ακριβώς αυτή η ευφυέστατη ανθρώπινη επινόηση που μας βοηθά να την κρατάμε με την παλάμη μας σφιγμένη σε γροθιά και να τη μεταφέρουμε. Και τα ροδάκια; Τα ροδάκια είναι για το πάτωμα του αεροδρομίου. Και μόνο. Σταματήστε το όλο αυτό. Ευχαριστούμε.

* * *

Ξέρω να λέω τον καφέ από τη γιαγιά μου τη Βέτα, στις Συκιές, κοντά στην οποία μαθήτευσα επί χρόνια.

Διάβαζα κάπου πόσα είδη μαντικής (εξακολουθούν να) υπάρχουν, και κάπως χάζεψα. Εκτός από την αστρολογία και τη χειρομαντεία, ας πούμε, και τα διάφορα μέντιουμ που λύνουν μάγια και τα λοιπά, διάφοροι επιτήδειοι ασκούν και μία πραγματικά μεγάλη σειρά από μαντικές «τέχνες». Έτσι, έχουμε —όχι στην αρχαιότητα που σφάζανε κατσίκια και ανακάτευαν τα εντόσθιά τους, αλλά ΣΗΜΕΡΑ— αλευρομαντεία, αστραγαλομαντεία, κρυσταλλομαντεία, ιχθυομαντεία, υδρομαντεία, τεϊομαντεία, βιβλιομαντεία, γαιομαντεία, ψιττακομαντεία (το ’πε / το ’πε / ο παπαγάλος), παραισθητική μαντεία, μαθηματική μαντεία, κινησιολογική μαντεία και πάει λέγοντας. Ουσιαστικά, ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Οποιοσδήποτε μπορεί να βγει και να ισχυριστεί ότι προλέγει το μέλλον με ό,τι μέθοδο του κατέβει. Με οτιδήποτε. Κάποιοι θα τον πιστέψουν. Δεν υπάρχει σωσμός. Και δεν υπάρχει σωσμός γιατί —διάβασα επίσης ότι— οι άνθρωποι ξοδεύουν, λέει, συνολικά περί τα 12 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο στους μάντεις και τους δρυΐδες, ποσό που ανεβαίνει συνεχώς, ανεβαίνει μέρα με τη μέρα: μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, θα διπλασιαστεί! Για να κάνουμε ένα σαχλό αστειάκι, η αγορά της αστρολογίας είναι... αστρονομική. Μάλιστα, στο TikTok, όπως πληροφορούμαστε από εγκυρότατη πηγή, «γίνεται χαμός με τα ταρό και τα ρέικι». Και δεν αγανακτώ μόνο για τα λεφτά που πετιούνται έτσι (άλλωστε, αν κόβουν αποδείξεις όλοι αυτοί οι Μέρλιν, εμάς δεν μας πέφτει λόγος), αλλά για έναν άλλο λόγο. Προσωπικό. Γιατί κι εγώ είμαι μάντης: ξέρω να λέω τον καφέ. Ξέρω να λέω τον καφέ από τη γιαγιά μου τη Βέτα, στις Συκιές, κοντά στην οποία μαθήτευσα επί χρόνια. ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΣΚΗΣΕΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΠΟΤΕ. Ποτέ! Δηλαδή πόσο βλαξ, μά τον Θεό. Πόσο αθεράπευτα βλαξ. | UPDATE: Ποτέ δεν είναι αργά βέβαια. Όποιος θέλει, μου στέλνει τέσσερις καθαρές φωτογραφίες από το φλιτζάνι του. Αλλά να τον έχει πιει με το αριστερό χέρι, παρακαλώ. Το χέρι της καρδιάς. Είκοσι ευρώ.

* * *

Οι 99 από τους 100 ανθρώπους που λένε ότι είναι «γραφιάδες» (μια φρικτή λέξη, που θυμίζει βιντεοκασέτες και κομμώσεις των 80s) είναι με τον Πούτιν, τον Τραμπ, τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, και θαυμάζουν τον Σεφερλή. #fact

* * *

Πριν δύο χρόνια περίπου είχαμε διαβάσει το έξοχο μικρό βιβλίο της Claire Keegan, «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (μετάφραση Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Εκδόσεις Μεταίχμιο), και είχαμε γράψει γι’ αυτό. Ίσως έχετε δει ήδη και το τρέιλερ της ταινίας που βασίζεται στο υποψήφιο για το Βραβείο Booker βιβλίο, με πρωταγωνιστή και παραγωγό τον Κίλιαν Μέρφι. Θα τη δούμε (και θα κλάψουμε) τον Νοέμβριο. Όσοι ενδιαφερθείτε να γνωρίσετε την Κίγκαν, θα βρεθείτε μπροστά σε μία ήρεμη, γλυκιά, συμπονετική γραφή, πολύ ανθρώπινη και απαλή, που παράλληλα ξέρει και μπορεί να παίρνει από τα πράγματα αυτά μονάχα που χρειάζονται. Γράφει λιτά, πυκνά, ολιγοσέλιδα βιβλία, συμπυκνώνοντας μέσα τους μεγάλα ανθρώπινα πάθη και εξίσου μεγάλες ιστορίες, συχνά «μικρών» ανθρώπων. Είναι ένα μάθημα η Κίγκαν για τους συγγραφείς —και κυρίως τούς εκδότες— που καμιά φορά θαλασσοδέρνονται στον ωκεανό των πολλών δεκάδων χιλιάδων λέξεων. [§] Η δική μας άποψη είναι ότι μέσα στα επόμενα 15 χρόνια τα βιβλία θα περιορίσουν δραστικά τον όγκο τους, θα «αυτορυθμιστούν», και θα θέσουν διαφορετικά όρια για το ποιο θα λογίζεται μικρό και πιο μεγάλο: θα αρχίσουμε να βλέπουμε όλο και πιο συχνά μυθιστορήματα μέχρι το πολύ 75.000 λέξεις, έως ότου καταλήξουμε στις 60.000 για τα «ογκώδη», ενώ θα εκδίδονται και πολλά των 40.000 λέξεων. (Ένα «κανονικό» μυθιστόρημα σήμερα, γύρω στις 400-450 σελίδες, έχει περί τις 100.000-110.000 λέξεις). Έρχεται η εποχή του μικρού μυθιστορήματος, και της νουβέλας. Και, νομίζουμε, άργησε κιόλας. Δεν χωρούν βιβλία-ποταμοί στην εποχή μας. Έχουμε φάει πολύ από τον χρόνο μας, και όσο πάει θα μας λιγοστεύει κι άλλο.

* * *

«Η Ντόρα ήταν πολύ ωραία ντυμένη όταν πέθανε. Εκτός από τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της, το φόρεμά της, τα μαύρα ψηλοτάκουνα παπούτσια που βρήκαμε κοντά στα πόδια που ήταν κουλουριασμένα κάτω από το σώμα της, όλα όσα φορούσε ήταν ολοκαίνουργια. Είχε ντυθεί για μια ειδική περίσταση. Όπως έγραψε κάποτε ο Ντίλαν Τόμας, είχε ντυθεί για να πεθάνει. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν υπέροχα. Τα έβλεπα τώρα μπροστά μου, ανακαλούσα στη μνήμη μου πόσο καθαρά μύριζαν από την πλευρά που δεν είχε νοτίσει από το αίμα. Ανέδιδαν το άρωμα μήλου του σαμπουάν της. Αυτή η μικρή λεπτομέρεια, τα μαλλιά της και ο κόπος που είχε κάνει για να τα φτιάξει, τα ρούχα της, τα δύο μπουκάλια κρασί που δεν είχε προλάβει να πιει πριν από την άφιξη του δολοφόνου της κέντριζαν το στομάχι μου σαν πληγή, κι ήθελα τόσο να κλείσω την πληγή αυτή με την παλάμη μου». Λίγες αράδες από το «Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ» (μετάφραση Όλγα Καρυώτη, Εκδόσεις Έρμα), ίσως το καλύτερο από τα πέντε Factory Νovels του Ντέρεκ Ρέιμοντ. Απόσπασμα, και βέβαια βιβλίο, που τα ζηλεύεις. Τι τα ζηλεύεις δηλαδή; Σκας κανονικά.

* * *

Κάποιος έκανε μια ωραία τζαζ λίστα με κομμάτια που μπορεί κανείς να ακούει ενώ διαβάζει το βιβλίο του. Ίσως ενδιαφέρει κάποιους — όσους δεν είναι σαν εμένα, τέλος πάντων, που η μουσική τούς αποσπά την προσοχή από οτιδήποτε κι αν κάνουν. Από την άλλη, αν κάποιος τυχαίνει να διαβάζει σε ένα καφέ, π.χ., με πολύ θόρυβο γύρω του, η μουσική από τα ακουστικά του μπορεί να τον προστατέψει. Κάποιοι πάλι ισχυρίζονται (άλλωστε γίνονται και πολλές σχετικές έρευνες) ότι κάποια είδη μουσικής «χαλαρώνουν» κάποια «κέντρα» του εγκεφάλου (ξέρω ότι το λέω απλοϊκά, αλλά δεν ξέρω πώς να το πω μη απλοϊκά), βελτιώνοντας έτσι την αναγνωστική μας εμπειρία. Το πρόβλημα με τα τραγούδια, αντιλαμβάνεται βεβαίως κανείς, είναι τα λόγια τους, οι στίχοι, που το μυαλό μας επιστρατεύει πόρους για να τους ακούει και να τους αποκωδικοποιεί — ενώ εμείς διαβάζουμε. Έτσι, η instrumental είναι ουσιαστικά η μόνη που ενδείκνυται για ανάγνωση. [§] Κι έπειτα είμαστε κι εμείς που μας ενοχλούν ακόμα και τα πουλιά, ή ο άνεμος, ή και το γύρισμα, ακόμα-ακόμα, της σελίδας. Oh well.