Πολεις

Μια πανηγυρική βόλτα στην παραλία Θεσσαλονίκης

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Μια πανηγυρική βόλτα στην παραλία

Από το Λιμάνι, εδώ στην πόλη μας, ώς το Μέγαρο είναι κάπου 5 χιλιόμετρα απόσταση, και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν να κάνουν μια στο τόσο όλη τη διαδρομή, από τη μία μεριά ώς την άλλη και πάλι πίσω, ή έστω ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της. Δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Αν έχεις χρόνο, το κάνεις σαν βόλτα· απλώς προχωράς και χαζεύεις. Ανάλογα με την ώρα και την ημέρα ο κόσμος είναι λίγος, αρκετός, πολύς ή πάρα πολύς, όπως ας πούμε το Σάββατο και την Κυριακή το μεσημέρι, ή το βραδάκι της Παρασκευής και του Σαββάτου. Όταν χειμωνιάσει ο κόσμος θα αραιώσει φυσικά, αλλά με την παραμικρή υποψία καλού καιρού οι άνθρωποι δεν χάνουν την ευκαιρία να κατεβούν στην παραλία. Και μιλώ για τους ντόπιους — οι τουρίστες θα κάνουν ένα μέρος της βόλτας έτσι κι αλλιώς (αυτός είναι ο βασικός λόγος που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη άλλωστε), ιδίως από το λιμάνι μέχρι τα καραβάκια, εκείνα τα σούπερ κιτς πλωτά μπαρ που τα αγαπούν πολλοί και που, τέλος πάντων, προσφέρουν μια θέα της πόλης από τη θάλασσα που δεν μπορείς να την έχεις διαφορετικά. Εμείς πάλι είχαμε καιρό να πάμε ώς το Μέγαρο (συνολικά 7 χιλιόμετρα πήγαιν’-έλα), και το κάναμε προχθές το βραδάκι. Και μάλιστα με μπουφάν. Ήταν η πρώτη ημέρα που σήκωνε μια πασμίνα ο καιρός. Μπορεί να τα βγάλαμε στην πορεία, αλλά τουλάχιστον για τη μισή διαδρομή ήταν ό,τι έπρεπε. Και έτσι γιορτάσαμε το τέλος του καλοκαιριού, του καύσωνα και όλης αυτής της φρίκης που περάσαμε, και την έναρξη των παραθαλάσσιων περιπάτων. Ήταν ωραία. Και του χρόνου. Βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες.

* * *

Οι περίπατοι είναι καλοί για να μας φτιάχνουν τη διάθεση, για να σκεφτόμαστε το βιβλίο μας, για να αποξεχνιόμαστε, για να χαλαρώνουμε, για να ρυθμίζουμε τον θυμό μας, για να μειώσουμε το στρες, για να ενισχύουμε τη διανοητική μας διαύγεια, για να κουραζόμαστε με εύκολο τρόπο ώστε να κοιμηθούμε ευκολότερα και καλύτερα και πολλά άλλα τέτοια, ωστόσο τα οφέλη για τη σωματική υγεία είναι ακόμη περισσότερα: το βάδισμα υποστηρίζει το καρδιαγγειακό σύστημα, ρίχνει το βάρος μας (δοκιμάστε να περπατάτε μία ώρα την ημέρα, κάθε μέρα: δουλεύει), ενισχύει τη μυϊκή μας δύναμη, δυναμώνει τα οστά μας, βελτιώνει την πέψη, θωρακίζει το ανοσοποιητικό σύστημα, μειώνοντας αν μη τι άλλο την πιθανότητα να κολλήσουμε κάποια λοίμωξη, και μας χαρίζει κάμποσους μήνες ή και χρόνια ζωής παραπάνω: συνδέεται όντως με μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, και αυτό δεν είναι ράδιο-αρβύλα. Να σημειωθεί επίσης πως είναι προσβάσιμο από σχεδόν τους πάντες, είναι 100% τζάμπα (το τρέξιμο θέλει καλά παπούτσια, κι όχι σαν αυτά που ψωνίζω εγώ από το Temu), είναι απολύτως φιλικό προς το περιβάλλον, και μπορεί να γίνει είτε κατά μόνας είτε με φίλους, ενισχύοντας αυτό που λέμε «κοινωνική αλληλεπίδραση και αίσθηση κοινότητας», για όποιον νοιάζεται για κάτι τέτοια. Αν κανείς ενσωματώσει το περπάτημα στην καθημερινότητά του, μόνο οφέλη μπορεί να αποκομίσει.

* * *

Από την άλλη, πολλοί άνθρωποι λατρεύουν να ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους. Δεν εννοώ να πέφτουν για ύπνο: εννοώ να ξαπλώνουν για να αισθάνονται καλύτερα, πιο χαρούμενοι, πιο συνδεδεμένοι με τον εαυτό τους. Οι περισσότεροι δεν το θεωρούμε δραστηριότητα αυτό. Για τους ανθρώπους που λέμε όμως, είναι. «Ξαπλώνω. Κι αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω αυτή τη στιγμή. Ή και την επόμενη». Δεν χρειάζεται να σκέφτονται κάτι, να λύνουν προβλήματα ή να αναστοχάζονται θέματα της ζωής. Το να ξαπλώνεις, απλώς, μπορεί να είναι δημιουργικό — γιατί είναι κάτι που σου αρέσει και σε γεμίζει. Σαν το περπάτημα. Σαν το τρέξιμο. Σαν το διάβασμα. Σαν το χάιδεμα μιας γατίσιας γούνας. It’s a peaceful life.

* * *

Το μεγάλο κινηματογραφικό νέο της χθεσινής ημέρας ήταν βέβαια ότι σε τέσσερις μήνες και κάτι από σήμερα (τέλη Ιανουαρίου 2025) θα δούμε τη νέα ταινία του Μπονγκ Τζουν-Χο, το «Μίκι17» — το τρέιλερ είναι πανέμορφο. Το φιλμ είναι μεταφορά στον κινηματογράφο ενός μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας που μας άρεσε κι εμάς πολύ: είναι το «Μίκι7» του Edward Ashton, και κυκλοφορεί εδώ και ενάμιση χρόνο στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα (376 σελίδες, μετάφραση Ειρήνη Γεούργα). Το προτείνουμε με μεγάλη χαρά σε όλους τους φίλους του είδους. Όσο για τον σταρ Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη, στο Cinobo θα βρείτε πέντε ταινίες του για να τις δείτε ή να τις ξαναδείτε: «Σκύλος που Γαβγίζει» (2000), «Μνήμες Φόνων» (2003), «Μητέρα» (2009), «Snowpiercer» (2013), και βέβαια τα πολυβραβευμένα «Παράσιτα» (2019), αυτή την τόσο έξυπνη, τόσο καλά κουρδισμένη ταινία για τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους. Το «Μίκι17» θα είναι η τέταρτη ταινία επιστημονικής φαντασίας για τον Μπονγκ Τζουν-Χο, μετά το τρομακτικό «The Host» (2006), το πολύ χαριτωμένο «Okja» (2017) και το ιδιαίτερης αισθητικής «Snowpiercer». Το περιμένουμε με αγωνία — αλλά δίνουμε και μια ευκαιρία και στο βιβλίο.

* * *

Φυσικά και θα συνεχίσω να γράφω όσο έχω κάτι να πω. Εκτός κι αν μου πέσει το Τζόκερ, οπότε δεν θα έχω να πω τίποτε.

* * *

Έχω την εντύπωση πως, δειλά-δειλά (που λέει ο λόγος δειλά-δειλά) έχει αρχίσει να ξανακούγεται η ιστορική φράση, «Αυτή τη φορά να φτιάξουμε μία Αριστερά που…» Δεν ξέρω, δεν είμαι ειδικός, αλλά νομίζω πως έχει την ίδια αξία με κάτι κουβέντες που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι σκεϊτάδες στο άγαλμα του Μεγαλέξαντρου στη Νέα Παραλία. Εντάξει, ξέρω πως είμαι λίγο σκληρός με τους σκεϊτάδες, αλλά δεν τους χωνεύω, κάνουν θόρυβο και φοράνε πανάκριβα ρούχα. Και, κυρίως: είναι πιτσιρίκια. Δεν αντέχω τα πιτσιρίκια. ΥΓ. Γενικά νομίζω πως δεν είναι και ό,τι πιο σοβαρό να έχεις πρώτα μια ιδεολογία, και μετά να προσπαθείς να αλλάξεις τον κόσμο βάσει αυτής. Ίσως να είναι μια στάλα καλύτερο το αντίθετο. Αλλά και πάλι, είπα: δεν είμαι ειδικός.

* * *

Η συνταγή της ευτυχίας; Δεν έχω ιδέα. …Ορίστε; Α, για μένα; Το ’χω. Ιδού: παλιά νουάρ βιβλιαράκια και κλασικά σίριαλ στην τηλεόραση, πανκέικς οπωσδήποτε το πρωί με σιρόπι σφενδάμνου, γυμναστική για να μη σκουριάσουμε (τώρα που το σκέφτομαι, Κραβ Μαγκά ίσως), ταβέρνα κάθε Σάββατο μεσημέρι, κάνα μπαρ που να ατμίζεις στη ζούλα μια στο τόσο… Αυτά νομίζω, δεν μου έρχεται τώρα κάτι άλλο. Α, και σπίτι κάπου που να μιλάνε σκανδιναβέζικα, για να βγάζεις τους έξι μήνες του καλοκαιριού. Και τον χειμώνα πίσω εδώ, που ξέρουμε κάπως καλύτερα τη γλώσσα. #τζόκερ

* * *

Αν φέρεσαι υπεροπτικά στη γλώσσα, δεν είσαι γενικά και πολύ σόι. Θέλεις προσοχή.

Μιας και λέμε για τη γλώσσα… Μία από τις φοβίες που έχω είναι να μην πέσω μπροστά σε κάποιον που λέει, «Ξέρω καλά ελληνικά εγώ». Όχι γιατί εγώ δεν ξέρω καλά ελληνικά, που πράγματι δεν ξέρω. (Και στα νέα δεν τα πάω όσο καλά θα έπρεπε, πόσο δε μάλλον σε παλαιότερες μορφές της γλώσσας. Και λέγοντας παλαιότερες μορφές της γλώσσας δεν μιλάω για τα αρχαία —που είναι βέβαια μια ξένη γλώσσα— ή για την Αγία Γραφή, μιλάω μέχρι και για την καθαρεύουσα που είναι χθεσινή). Όχι: φοβάμαι γιατί δεν ξέρει κι εκείνος. Και, ακόμα χειρότερα, γιατί εγώ ξέρω (πολύ) καλύτερα από αυτόν. Μύλος, ναι; Ναι. Μα έτσι πάει. Δεν ξέρω ΚΑΝΕΝΑΝ που να το ’χει πει αυτό και να μην είναι μέτριος ομιλητής της γλώσσας. Ή και πολύ κακός. Που να μη σολοικίζει. Κι αυτοί οι άνθρωποι με τρομάζουν κάπως. Όχι βέβαια γιατί είναι μέτριοι ή κακοί ομιλητές: αλλά γιατί, αν φέρεσαι υπεροπτικά στη γλώσσα, δεν είσαι γενικά και πολύ σόι. Θέλεις προσοχή. [§] Στα σόσιαλ γνώρισα μπόλικους ανθρώπους που μιλούν λαμπρά ελληνικά. Λαμπρά, μά τον Θεό. Ανθρώπους που οι γνώσεις τους έχουν εύρος, είναι βαθιές, και σου κόβουν την ανάσα. Σχεδόν ντρέπεσαι να σταθείς δίπλα τους, και, αν το κάνεις, κοιτάς κάτω, σαν κορίτσι. Παλιά, τέτοιους ανθρώπους τούς γνώριζες κάπως κυρίως μόνο από τα βιβλία. Τώρα βλέπεις πως είναι εδώ, δίπλα σου, αναπνέουν στο ίδιο δωμάτιο με σένα. Δεν θα βρεθεί ποτέ, κανείς τους, να το πει όμως. Ποτέ και κανείς. Όπως, ξέρω γω, δεν θα βρεθεί ποτέ κανείς σενσέι να πει, «Ξέρω καράτε». Δεν το ξέρεις το καράτε, διάολε. Το μαθαίνεις. Είναι μια διαδικασία, μια πορεία, ένα μονοπάτι, ένας δρόμος. Δεν τελειώνει ποτέ. Η ίδια η λέξη «νταν» στα γιαπωνέζικα σημαίνει «βήμα». [§] Ένα «Και γράμματα γνωρίζω» φτάνει. Είναι δίκαιο και είναι γενναίο.