Πολεις

Πώς η Νέα Υόρκη έγινε ασφαλής

Η Νέα Υόρκη έγινε η ασφαλέστερη αμερικανική μεγαλούπολη γιατί οι αστυνομικοί έπαψαν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι και έγιναν όργανα της τάξης

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 928
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Πώς η Νέα Υόρκη έγινε η ασφαλέστερη αμερικανική μεγαλούπολη. Οι μέθοδοι πάταξης του εγκλήματος και η νεοϋρκέζικη εμπειρία.

Πριν από τριάντα πέντε χρόνια, η Νέα Υόρκη ήταν ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στον κόσμο: δεν υπήρχαν ασφαλείς γειτονιές· το Μπράιαντ Παρκ, στην καρδιά του midtown, κοντά στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, ήταν υπαίθρια αγορά ναρκωτικών· στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, στον Σταθμό Υπεραστικών Λεωφορείων, στη μικρή πλατεία Σέρμαν μεταξύ 72ης Οδού και Μπρόντγουεϊ κατασκήνωναν ζητιάνοι, μεθύστακες, κλέφτες και τοξικομανείς. Η περιοχή γύρω από την Τάιμς Σκουέαρ ήταν ένα ανθρώπινο τσίρκο πορνογραφίας και αγοραπωλησίας σεξουαλικών υπηρεσιών: η γειτονιά των κλεφτών, τα νεοϋρκέζικα Κόκκινα Φανάρια – κάτι που μπορεί να φαίνεται συναρπαστικό σε τηλεοπτικές σειρές όπως το «Deuce», αλλά που σήμαινε εξαθλίωση για πάρα πολλούς ανθρώπους.

Στο κέντρο του Μπρούκλιν, στη Φόρνταμ Ρόουντ του Μπρονξ, στην περιοχή Τζαμέικα στο Κουίνς και σε όλες τις γραμμές του υπόγειου σιδηρόδρομου, οι Νεοϋρκέζοι ζούσαν υπό τον φόβο των ένοπλων συμμοριών, των τρελών και των βανδάλων. Η πόλη είχε φτάσει σε σημείο θραύσης: με 700.000 βίαια εγκλήματα ετησίως –εκ των οποίων 2.200 ανθρωποκτονίες– φαινόταν ακυβέρνητη. Δεν ήταν: πολλές διοικήσεις και πρωτοβουλίες πολιτών –όπως οι Guardian Angels του Curtis Sliwa– προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τους φόνους, τις ένοπλες ληστείες, τις επιθέσεις στον δρόμο, και να καθαρίσουν τη Νέα Υόρκη από τα γκραφίτι τα οποία υπογράμμιζαν την εξουσία των κακοποιών.

Η μείωση της εγκληματικότητας και πώς η Νέα Υόρκη έγινε η ασφαλέστερη αμερικανική μεγαλούπολη

Η μείωση της εγκληματικότητας στη δεκαετία του 1990 είναι μια από τις πιο αξιοσημείωτες ιστορίες στα χρονικά του αστικού εγκλήματος. Αν και η εγκληματικότητα μειώθηκε σε πολλές αμερικανικές πόλεις, σε καμία απ’ αυτές η μείωση δεν ήταν τόσο απότομη και θεαματική όσο στη Νέα Υόρκη. Τι συνέβη; Η αριστερά την αποδίδει στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών –η γνωστή μαρξιστική ανάλυση–, στην πραγματικότητα όμως όλα δείχνουν ότι η εγκληματικότητα μειώθηκε μέσω τριών παραγόντων άσχετων με την οικονομία:

  1. Της οργανωμένης επίθεσης των Αρχών, του FBI, στις εγκληματικές οικογένειες και της εξάρθρωσης των πέντε μεγαλύτερων συνδικάτων του εγκλήματος (Bonanno, Genovese, Gambino, Colombo, Lucchese).
  2. Της πάταξης (σ’ αυτή την περίπτωση η λέξη ταιριάζει απόλυτα) της διαφθοράς στην αστυνομία.
  3. Της διευκόλυνσης των συλλήψεων και της αυστηροποίησης των ποινών.

Πρωτίστως, στη μείωση της εγκληματικότητας έπαιξε ρόλο η μεταστροφή της κοινής γνώμης έναντι των εγκληματιών, οι οποίοι άρχισαν να θεωρούνται υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και όχι θύματα δυσμενών κοινωνικών συνθηκών. Σ’ αυτή την καινούργια οπτική συμπεριελήφθησαν γκραφιτάδες και χασομέρηδες που συνέβαλλαν στην αταξία και στη ρυπαρότητα της πόλης. Με λίγα λόγια, μετακινήθηκε το όριο της ανοχής των Νεοϋρκέζων έναντι οποιασδήποτε μορφής παραβατικότητας.

Είχαν προηγηθεί διαμάχες γύρω από τη θεωρία του «σπασμένου παραθύρου», την επίδραση των πολεοδομικών πρακτικών στην εγκληματικότητα, τον ρόλο των δημογραφικών αλλαγών και την περιβόητη ανημπόρια των τοπικών και ομοσπονδιακών Αρχών να επιβάλουν τους νόμους. Έτσι, το 1979, με πρωτοβουλία του τότε αντιδημάρχου Herb Sturz και στελεχών του ιδιωτικού τομέα, όπως ο Gerald Schoenfeld, το Ταμείο για την Πόλη της Νέας Υόρκης χρηματοδότησε την Operation Crossroads, στο πλαίσιο της οποίας η αστυνομία άρχισε να καθαρίζει την περιοχή γύρω από την Τάιμς Σκουέαρ.

Αν και στην αρχή διαφαίνονταν κάποιες επιτυχίες, με συλλήψεις και αφαιρέσεις αδειών καταστημάτων που παραβίαζαν τους νόμους, η Operation Crossroads ματαιώθηκε και το NYPD επέστρεψε στη συνήθη κατάσταση μαρασμού και αδράνειας. Λίγο αργότερα, η αστυνομία χρησιμοποίησε τακτικές τύπου Operation Crossroads στο Μπράιαντ Παρκ, αφού ο επίτροπος πάρκων Gordon Davis απείλησε να το κλείσει (πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι), αλλά και πάλι η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε.

Τα σποραδικά αστυνομικά προγράμματα δεν αρκούσαν. Πρόοδος σημειώθηκε μόνο όταν ένα ευρύ φάσμα φορέων και θεσμών άρχισαν να εργάζονται για την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης. Το 1980 εφαρμόστηκε μια δεύτερη επιχείρηση αποκατάστασης του Μπράιαντ Παρκ: η Bryant Park Restoration Corporation, με επικεφαλής τον Dan Biederman, εκπόνησε περιβαλλοντικό ανασχεδιασμό, με μεθόδους συντήρησης και ιδιωτική αστυνόμευση, ενώ η Grand Central Partnership (επίσης με τον Biederman επικεφαλής) άρχισε να παρεμβαίνει στα 75 οικοδομικά τετράγωνα γύρω από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, προσλαμβάνοντας αστέγους για να καθαρίζουν τους δρόμους. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκαν 32 φορείς που ανέπτυξαν παρόμοιες προσεγγίσεις σε διαφορετικές περιοχές της Νέας Υόρκης. Μέσα σε είκοσι χρόνια, αυτοί οι φορείς διπλασιάστηκαν.

Οι δημόσιες συγκοινωνίες ήταν ένας ακόμη τομέας όπου η δημόσια τάξη ετέθη σε προτεραιότητα. Το 1984, ο David Gunn, πρόεδρος της Αρχής Συγκοινωνιών της Πόλης της Νέας Υόρκης (NYCTA), ξεκίνησε πενταετές πρόγραμμα για την εξάλειψη των γκραφίτι από τα τρένα του μετρό. Στη συνέχεια, το 1989, ο Robert Kiley, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Μητροπολιτικής Αρχής Μεταφορών, ζήτησε από την αστυνομία των δημόσιων μεταφορών (που τότε δεν ήταν ενταγμένη στη NYCTA) να επικεντρωθεί στις μικροπαραβάσεις. Η φιλοσοφία είχε αλλάξει: οι μικροπαραβάσεις θεωρούνταν πλέον καταλύτης των κακουργημάτων· η ανομία έπρεπε να παταχθεί σε ολόκληρη την κλίμακά της. Έναν χρόνο αργότερα, διοικητικά στελέχη, όπως ο William Bratton, ασχολήθηκαν με την «αταξία», όχι με το βίαιο έγκλημα, σε όλες τις εστίες παραβατικότητας, ενισχύοντας την αστυνόμευση και εφαρμόζοντας μηδενική ανοχή, προτού ο Rudy Giuliani διατυπώσει το σύνθημα και πιστωθεί τις επιτυχίες του.

Στην εκστρατεία συνεργάστηκαν οργανώσεις γειτονιάς όπως εκείνη του Τόμκινς Σκουέαρ Παρκ, που παλιότερα ήταν ανεκτικό στην τοξικομανία, στην επαιτεία και στους βανδαλισμούς. Εν ολίγοις, υπήρξε συναίνεση μεταξύ κατοίκων και Αρχών: οι συνοικίες που είχαν επιδείξει εθελοτυφλία ή αδιαφορία μπροστά στην εισβολή και στην κατάληψη της γειτονιάς από μικροεγκληματίες ζητούσαν τώρα ευταξία και τη ζητούσαν αμέσως. Μόνο η Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών της Νέας Υόρκης εξέφραζε αντίθετη άποψη, κάνοντας λόγο για «αστυνομικό κράτος» και ζητώντας από τις Αρχές να στήσουν στο μετρό φορητές κουζίνες και ντους για τους αστέγους.

Ενώ ο εξανθρωπισμός της Νέας Υόρκης βρισκόταν σε εξέλιξη, το 1993 ο Rudy Giuliani έχτισε την επιτυχημένη του υποψηφιότητα για τη δημαρχία πάνω στα ζητήματα της νομιμότητας και της ποιότητας ζωής. Μόλις ανέλαβε καθήκοντα, διόρισε αστυνομικό επίτροπο τον Βratton, ο οποίος είχε ενορχηστρώσει την επιτυχία στο μετρό και κατανοούσε τη σπουδαιότητα της διατήρησης της τάξης. Υπό τον Bratton, το NYPD απέκτησε πλήρη δικαιοδοσία στην πόλη και εφάρμοσε το CompStat, έναν τακτικό σχεδιασμό και σύστημα λογοδοσίας, μέσω του οποίου εντόπιζε πού συνέβαιναν τα εγκλήματα και καθιστούσε τους τοπικούς διοικητές υπεύθυνους για τις περιοχές τους. Οι αστυνομικοί έπαψαν να είναι απλοί υπάλληλοι και έγιναν όργανα της τάξης, που ανακτούσαν τους χαμένους δημόσιους χώρους και αξιολογούνταν αναλόγως. Σ’ αυτή την αποστολή βοήθησαν ποικίλες οργανώσεις πολιτών, όπως οι Guardian Angels. H Νέα Υόρκη απέκτησε μάτια στον δρόμο, όπως πρότεινε η Jane Jacobs στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Όσο για την αστική παρακμή, αντιμετωπίστηκε με αναπλάσεις και εξευγενισμό, ο οποίος, αν και συχνά ήταν κερδοσκοπικός, έφερνε αποτελέσματα που δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Πράγματι η αστυνομία παρενοχλούσε και ποινικοποιούσε τους φτωχότερους, πλην όμως η «μηδενική ανοχή» απέτρεπε το έγκλημα, διαψεύδοντας τα περί αναγκαιότητας της οικονομικής αναδιανομής. Ακόμα και εγκληματολόγοι που προσέκειντο στην αριστερά –όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτή την ειδικότητα– άρχισαν να παρατηρούν ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων άλλαζε σε συνθήκες ευταξίας. Ακολούθησε σειρά πειραμάτων που έδειξαν ότι, όπου η αστυνομία διατηρούσε την τάξη, η εγκληματικότητα μειωνόταν απότομα, χωρίς να μεταφέρεται σε παρακείμενες γειτονιές.

Κάπως έτσι, η Νέα Υόρκη έγινε η ασφαλέστερη αμερικανική μεγαλούπολη. Φαίνεται ότι οι νοοτροπίες έχουν πλέον αλλάξει ακόμα και στα πιο προβληματικά αστυνομικά τμήματα, όπως είναι το 40ό στο Μπρονξ, που κάποτε ονομαζόταν Φρουρό Απάτσι – και όχι άδικα. Αν και στη Νέα Υόρκη, και ειδικά στην περιφέρεια του 40ού τμήματος, η βρομιά στον δημόσιο χώρο είναι ανησυχητική, υπό την έννοια ότι δίνει εντύπωση «σπασμένου παραθύρου», το Γκόθαμ είναι πλέον σχετικά ήσυχο και αβλαβές: από την αρχή του φετινού χρόνου έγιναν 256 ανθρωποκτονίες, έναντι 290 την αντίστοιχη περίοδο του 2023 και 1.345 την αντίστοιχη περίοδο του 1989.

Η επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον της Μαφίας, η κοινοτική επαγρύπνηση και η πιο «έξυπνη», λόγω της τεχνολογίας, κρατική αστυνόμευση, μαζί με τη χρήση του συστήματος διαχείρισης CompStat είναι το πακέτο που εξηγεί το νεοϋρκέζικο θαύμα. Αν και η πόλη υποφέρει από πολλές αρρώστιες –κρίση των οπιοειδών, χαμηλό επίπεδο δημόσιας παιδείας και υγείας, έλλειψη καθαριότητας, αρουραίους–, όποιος την έχει ζήσει την εποχή των ζωγραφισμένων τρένων, του AIDS και του κρακ, σήμερα δεν την αναγνωρίζει.

Το NYPD έχει εκσυγχρονιστεί, έχει στελεχωθεί και έχει αλλάξει στόχευση – δεν αποκρίνεται απλώς στο έγκλημα αφού συμβεί· προσπαθεί να το αποτρέψει· κυρίως, προσπαθεί να κατανοήσει τη μηχανική του χρησιμοποιώντας επιστημονικά εργαλεία. Η αστυνομία επικεντρώνεται σε όσα εκτυλίσσονται ή μπορούν να εκτυλιχθούν στον δρόμο: πρόκειται για ριζική αλλαγή κουλτούρας. Αλλά, όπως είπα, στο αποτέλεσμα έχουν συμβάλει οι οργανώσεις των συνοικιών, οι οποίες παρέχουν, λόγου χάρη, υπηρεσίες σε τοξικομανείς και σε ψυχικά νοσούντες, προλαβαίνοντας, πιθανότατα, τις πράξεις βίας.

Παραλλήλως, έχουν αναπτυχθεί κινήματα για την κατάργηση της μεγάλης φυλακής στο νησί Ράικερς –η χωρητικότητά της οποίας έχει προ πολλού ξεπεραστεί λόγω του διπλασιασμού του αριθμού των συλλήψεων–, καθώς και για την επανένταξη των καταδίκων στις κοινότητες. Ωστόσο, η πείρα είναι πικρή: 9 στα 10 άτομα που καταδικάζονται με αναστολή και αφήνονται ελεύθερα διαπράττουν σοβαρότερα εγκλήματα από το αρχικό. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υγιής οικονομία, κυρίως η χαμηλή ανεργία, είναι παράγοντες μείωσης της εγκληματικότητας, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, εδώ και ογδόντα χρόνια, η ανεργία δεν υπήρξε ποτέ αληθινό πρόβλημα στις ΗΠΑ – ενώ η δημόσια παιδεία και η υγεία υπήρξαν και παραμένουν.

Η παραμέληση του δημόσιου σχολείου και η δομή της οικογένειας στα φτωχότερα στρώματα πρέπει να θεωρηθούν δύο από τις παραμέτρους που ευνοούν την εγκληματικότητα στη Νέα Υόρκη – αυτά τα προβλήματα εμμένουν και δεν αναμένεται να λυθούν στο εγγύς μέλλον. Έτσι, δεν μπορούμε να μετρήσουμε με ακρίβεια το βάρος όλων των συντελεστών ούτε στην επιδείνωση της εγκληματικότητας ούτε στην εντυπωσιακή της κάμψη: αυτό που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι πως, μόλις κινητοποιήθηκε η αστυνομία και η κοινωνία των πολιτών, όταν δηλαδή ελήφθη η απόφαση να παταχθεί το έγκλημα, ο στόχος επετεύχθη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και σε βάθος χρόνου.