Πολεις

Πώς να μη νιώθεις ποτέ μοναξιά

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Πώς να μη νιώθεις ποτέ μοναξιά

Χθες έκανα το εμβόλιο για τον κορονοϊό. Χωρίς ουρά και καθυστερήσεις, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία. Ήταν η έβδομη δόση μου. Νά το ιστορικό όλων των δόσεων που έχω κάνει μέχρι σήμερα: [1] 22/4/21, [2] 20/5/21, [3] 4/12/21, [4] 1/7/22, [5] 14/10/22, [6] 17/10/23, [7] 16/9/24. Από την ημέρα που ξέσπασε και επισήμως η πανδημία, δεν έχω κολλήσει Covid. Ή, αν κόλλησα, δεν το κατάλαβα ώστε να κάνω τεστ, δηλαδή δεν νόσησα. Στάθηκα τυχερός, υποθέτω, αν και απέφυγα όσο μπορούσα χώρους με περισσότερες πιθανότητες διάδοσης του ιού — από τρίτους προς εμένα, και από εμένα προς άλλους. Τρεις είναι οι λόγοι γι’ αυτό: (α΄) δεν μου αρέσουν καθόλου οι αρρώστιες, και δη οι ιώσεις, τις σιχαίνομαι· (β') έχω πολλά πράγματα να κάνω, και μάλιστα όντως τα κάνω ένα-ένα, δεν κάθομαι· και (γ΄) FOMO. Είμαι έντονα, αθεράπευτα «φομικός», και θέλω να δω όσο περισσότερες εξελίξεις στον πλανήτη γίνεται· ούτε μισή λιγότερη. Και να τις απολαύσω. Να τις γιορτάσω. Όταν πάμε στον Άρη, ας πούμε· όταν πάρει πρωτάθλημα ο Άρης (υποθέτω λίγο αργότερα)· όταν μαζέψουν τον Τραμπ· όταν πάει σε τόπο όχι και τόσο χλοερό ο Πούτιν κ.ά. Οπότε: άσκηση, όχι πια λιπαρά μόνο Ω3, βαθύς διαλογισμός και μακρόσυρτα «ομμμ…» για να μην παίρνω πολύ βαριά μία ακόμη απώλεια βαθμών στο πρωτάθλημα — και εμβόλιο, ή μάλλον εμβόλια: όλα τα διαθέσιμα. Χωρίς αυτά, θα ήμασταν οι μισοί πάνω στον πλανήτη (πράγμα πολύ κακό, καθώς ποτέ δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει πρόβλημα υπερπληθυσμού στη Γη), και θα ζούσαμε σε έναν ωραιότατο Μεσαίωνα.

* * *

Η νουβέλα «Πέρασμα» της Νέλα Λάρσεν ήταν μια αποκάλυψη για εμένα. Είναι μικρό βιβλίο (200 σελίδες όλες κι όλες μαζί με το εκτενές Επίμετρο), κυκλοφορεί σε μια πολύ όμορφη μετάφραση από τον Νίκο Κατσιαούνη (Εκδόσεις Έρμα), διαβάζεται μέσα σε τρεις-τέσσερις ώρες, ή έστω σε δυο απογεύματα, και προσφέρει μια εικόνα της Αμερικής έναν αιώνα πίσω που δεν μου ήταν μέχρι τώρα γνωστή, κι ας είχα υπόψη μου τους «λευκούς μαύρους», ήδη από τον Μπορίς Βιαν που διαβάζαμε μικροί: μιλά για τη ριψοκίνδυνη απόφαση κάποιων ανοιχτόχρωμων Αφροαμερικανών —τη μητέρα ή τη γιαγιά πολλών μαύρων την είχε βιάσει ένας λευκός γαιοκτήμονας— να περνούν για λευκοί, απαρνούμενοι την καταγωγή τους και προσπαθώντας έτσι να έχουν μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή, αλλά κυρίως περισσότερες ευκαιρίες για μόρφωση και έναν κάποιον πλουτισμό. Είναι σπαρακτικό βιβλίο, σε σημαδεύει. Νά ένα πολύ μικρό απόσπασμα: «Η Κλερ» —που έχει κάνει το πέρασμα— «πρόσφερε τσάι στον σύζυγό της και ακούμπησε στοργικά με το χέρι της το μπράτσο του. Και, μιλώντας με αυτοπεποίθηση και λιγάκι χιουμοριστικά, είπε: “Τι διαφορά θα είχε εάν μετά από χρόνια ανακάλυπτες πως ήμουν ένα ή το πολύ δύο τοις εκατό έγχρωμη;” Ο Μπέλοου σήκωσε το χέρι του με μια κίνηση απορριπτική, οριστική και τελεσίδικη. “Α, όχι νέγρα”, τόνισε, “μακριά από μένα κάτι τέτοιο. Ξέρω πως δεν είσαι νέγρα, οπότε δεν πειράζει. Όσο με αφορά, μπορείς να γίνεις όσο μαύρη θέλεις, αφού δεν είσαι νέγρα. Τα όριά μου μπαίνουν σε αυτό το σημείο. Δεν υπάρχουν νέγροι στην οικογένειά μου. Ποτέ δεν υπήρξαν και ποτέ δεν θα υπάρξουν. […] Δεν τους αντιπαθώ, τους μισώ. […] Με αηδιάζουν. Οι μαύροι βρομοσατανάδες”». Το «Πέρασμα» θεωρείται ένα «από τα επιδραστικότερα έργα της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα», όπως διαβάζουμε, ενώ η ζωή και τα, δυστυχώς λιγοστά, λογοτεχνικά κείμενα της Λάρσεν αποτελούν σήμερα αντικείμενο μελέτης σε υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο.

* * *

Για έναν συγγραφέα, η κατηγορία για λογοκλοπή είναι ό,τι η κατηγορία για παιδεραστία για έναν άντρα.

«Τα, δυστυχώς λιγοστά, λογοτεχνικά κείμενα της Λάρσεν». Η Νέλα Λάρσεν σταμάτησε να γράφει, και να ασχολείται γενικώς με τα γράμματα και τα βιβλία, όταν κατηγορήθηκε για λογοκλοπή. (Η υπόθεση αφορούσε ένα διήγημα). Η κατηγορία ήταν παντελώς αβάσιμη και η αθωότητά της φάνηκε πολύ γρήγορα, ωστόσο η ίδια δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος της ντροπής και έσβησε με μια μονοκοντυλιά όλη την προηγούμενη ζωή της, γυρνώντας την πλάτη στον λογοτεχνικό κόσμο. Γεννημένη το 1891, ήταν τότε μόλις σαράντα χρονών. Πέθανε το 1960, μόνη και άσημη. Δούλευε σαν νοσοκόμα σε ένα νοσοκομείο στο Μπρούκλιν μέχρι που βγήκε στη σύνταξη… Για έναν συγγραφέα, η κατηγορία για λογοκλοπή είναι ό,τι η κατηγορία για παιδεραστία για έναν άντρα. (Και λέγοντας παιδεραστία δεν εννοώ να βλέπεις φωτογραφίες στο ίντερνετ). Άπαξ και σε λερώσει με τα δάχτυλά της, δύσκολα ξεπλένεσαι. Και είναι τόσο μεγάλο κρίμα σε περιπτώσεις όπως της ευαίσθητης Λάρσεν. Την τσάκισε. Τη διέλυσε. Το σκέφτομαι συνέχεια από την ώρα που το διάβασα και έχει μαυρίσει η καρδιά μου. Και σάμπως να ’ταν η μόνη;

* * *

Έχω γύρω από τη μέση μου τα ψωμιά που έχω φάει, όπως οι κανίβαλοι ζώνονται τα κρανία των θυμάτων τους.

* * *

Καθόμουν με τον σκυλάκο μου σε ένα καφέ, για να προστατευτούμε κάτω από τις μεγάλες ομπρέλες του από τη βροχή. (Ήταν μια ελαφριά, δροσιστική κυριακάτικη ψιχάλα, αλλά ο Αρσέν δεν αντέχει το νερό στο πρόσωπό του). Πίναμε μπίρα και μοιραζόμασταν τα ωραία, πικάντικα πατατάκια που μας έφεραν. Διάβασα κάπου δυο σελίδες όλες κι όλες από το βιβλίο μου μέσα σε εκείνη τη μισή ώρα, γιατί είχα στήσει αυτί στις διπλανές παρέες. Η μία ήταν τρεις νεαροί ηθοποιοί, δύο κορίτσια και ένα αγόρι: μιλούσαν για το θέατρο, για ρόλους που πήραν και έχασαν, για μια μουσική παράσταση που τους ενδιέφερε πολύ κλπ. Η άλλη παρέα ήταν μέλη της Νέας Αριστεράς, κοντά στην ηλικία μου και οι τέσσερις (παρά το όνομά της, η ΝΑ έχει τους πιο ηλικιωμένους φίλους από τα όμορά της κόμματα — δεν υπολογίζω το ΚΚΕ, που εκεί είναι όλοι τους συνεπείς επαγγελματίες), που κουτσομπόλευαν τον Νίκο Παππά και τον Κασσελάκη — κόσμια, οφείλω να ομολογήσω, με καυστικό χιούμορ, και διάθεση να διαβάσουν μεγαλόφωνα ό,τι γραφόταν στον ηλεκτρονικό Τύπου του χώρου εκείνες τις ώρες. (Ο Ν.Π. ήταν στη ΔΕΘ). Και η τρίτη παρέα ήταν δυο γυναίκες που μιλούσαν για Πιλάτες, γιόγκα, τέτοια πράγματα· πολύ σοβαρά, σαν να έλυναν το Μεσανατολικό ή να έδεναν μάγια. Έμαθα τα πάντα και για τα τρία πεδία, αλλά το κυριότερο που έμαθα ήταν αυτό: πριν να περάσει εκείνο το μισάωρο της ψιχάλας και φύγουμε για να γυρίσουμε στο σιντριβάνι, ΚΑΙ στα τρία τραπέζια μιλούσαν για σχέσεις — για έρωτες. Και οι ηθοποιοί, και οι σύντροφοι, και οι δύο ασκούμενες. Πάει το στρέτσινγκ, πάνε τα μαύρα κονδύλια, πάει και το δίκαιο θάψιμο στους ατάλαντους που, έρποντας, γλείφοντας και διά των κεράτων τους, κλέβουν τους ρόλους από τους καλύτερους και τους άξιους.

* * *

Έχω τόσο υψηλό βαθμό πρεσβυωπίας, που με τα γυαλιά για το διάβασμα βλέπω και μακριά.

* * *

Ένας εσωστρεφής σάς φαίνεται μάλλον βαρετός τύπος. Δεν του αρέσει να βγαίνει, αποφεύγει τις παρέες, δεν θα έρθει μαζί σας στην ταβέρνα, αν πάλι καταφέρετε και τον τραβήξετε με το ζόρι θα κάθεται στην καρέκλα του και δεν θα συμμετέχει στη γενική θυμηδία (ή, αν το κάνει, θα το κάνει μόνο έτσι), δεν πηγαίνει σε γάμους, βαπτίσεις και κηδείες, πονάει το πόδι του όταν τού προτείνετε οτιδήποτε θα τον βγάλει από το σπίτι και την απομόνωσή του κλπ. κλπ. Εν πάση περιπτώσει, ο εσωστρεφής δεν πηγαίνει για ΚΑΦΕΔΑΚΙ. Είναι φουλ βαρετός. Σωστά. Μόνο που ο ίδιος —σε αντίθεση με ΟΛΟΥΣ τους εξωστρεφείς— δεν βαριέται ποτέ. Οι εσωστρεφείς δεν νιώθουν ποτέ μοναξιά, και δεν μένουν ποτέ άπραγοι. Δεν κοιτούν την μπογιά να στεγνώνει στο ταβάνι, ούτε τον λεπτοδείκτη στο ρολόι τοίχου. Έχουν πράγματα να κάνουν. Τόσα που ποτέ δεν θα τα προλάβουν όλα, όσο και να ασχολούνται. Είναι η καλύτερη παρέα του εαυτού τους. Αράζουν στο σπίτι τους και το απολαμβάνουν, ακόμη και όταν κάνουν απλά, καθημερινά πραγματάκια, όπως το να χαζολογάνε με τον γάτο ή να αλλάζουν θέση στα βιβλία σύμφωνα με το χρώμα των εξωφύλλων: τους γεμίζει αυτό. Ναι, μπορεί να αγχωθούν περισσότερο από το φυσιολογικό αν έρθει στο μυαλό τους κάτι που είπαν ή έκαναν πριν δύο δεκαετίες, αλλ’ ουδέν καλόν αμιγές κακού. Με δυο λόγια: είναι ωραίο να είσαι εσωστρεφής. Μόνο που εσωστρεφής γεννιέσαι, δεν γίνεσαι. Οπότε, αν δεν είστε… λυπάμαι.

* * *

Έχω πολύ καλό Messenger. Νά κάτι φρέσκο: τάχα ποιον Αμερικανό πολιτικό να εννοεί η φίλη μου; «Πάντως είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητά του να επιβιώνει. Χωρίς λεφτά, χωρίς φερεγγυότητα, χωρίς τίποτε. Ζει με απάτες, εξαπατήσεις και φούμαρα. Είναι το πρότυπο της λοβιτούρας. Εγκληματεί μπροστά στα μάτια των πάντων και πείθει, όσους θέλουν να το χάψουν, ότι ο ουρανός είναι καφέ και η θάλασσα πορτοκαλί. Αυτό είναι χάρισμα, πρέπει να του αποδώσουμε τα εύσημα. Ελάχιστοι θα το κατάφερναν. Ο τύπος έχει αναγάγει την κοροϊδία σε τέχνη. Στη νιοστή».