- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί η Τέιλορ Σουίφτ θα κάνει μια χαψιά τον Τραμπ
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Μια ιστορία παρανομίας και εγκλήματος. [§] Όπως έχω ξαναπεί, το 1982 βρέθηκα για έξι μήνες στο Δυτικό Βερολίνο. Είχα πάει για σπουδές κινηματογράφου υπό τον Φασμπίντερ, που όμως δεν τις έκανα ποτέ γιατί την ημέρα που πήγα να γραφτώ στη σχολή ο Φασμπίντερ πέθανε. Θεός σχωρέσ’ τον, από τότε έχω να δω ταινία του. Όταν τελείωσαν τα λεφτά που είχα μαζέψει στην Ελλάδα, και καθώς δεν μου ήταν εύκολο να βρω δουλειά, άρχισα να κλέβω τρόφιμα από το σούπερ-μάρκετ. Μπριζόλες κυρίως, που για μένα ήταν και μια καινοτομία. Μπριζόλες! Και μάλιστα μία-μία, μέσα σε κεσεδάκι από φελιζόλ και τυλιγμένη με σελοφάν. Πο ρε φίλε. Σαν τους πλούσιους. Το έκανα για αρκετό καιρό, μέχρι που με τσάκωσαν, έγινε μια μικρή καταδίωξη στους διαδρόμους, και τελικά το έσκασα πηδώντας πάνω από ένα ταμείο. (Ήμουν αθλητής στίβου). [§] Έπρεπε λοιπόν —μέχρι να πιάσω εκείνη τη ρημάδα τη δουλειά— να αλλάξω περιοχή, οπότε άρχισα να σκανάρω τις επικρατέστερες. Δεν μπορούσα, δα, να πηγαίνω στην άλλη άκρη της πόλης. Με τα πολλά, βρήκα ένα που μου φάνηκε μια χαρά, και μπήκα για να δω τις λεπτομέρειες. Είχα μάθει να βρίσκω τους καθρέφτες, τις κάμερες και τα λοιπά, και να εντοπίζω όλα τα πιθανά τυφλά σημεία. Ήμουν καλός στη δουλειά. Οπότε, έκατσα και κατέγραψα λεπτομερώς τα πάντα. Και, πριν φύγω, είπα να κάνω και μια επαλήθευση. Έτσι, πήρα δυο μικρές μπριζόλες γάλακτος και μια Toblerone, έκανα και κάτι βόλτες ψάχνοντας με σηκωμένο φρύδι τις μαργαρίνες να δω τάχα ποια ήταν η καλύτερη, πήγα και στάθηκα σε ένα από τα δυο-τρία τυφλά σημεία του μαγαζιού —ήταν ένας καθρέφτης δίπλα σε ένα σταντ με περιοδικά—, έβαλα με μία ταχυδακτυλουργική κίνηση στις ειδικές εσωτερικές τσέπες του τζάκετ μου τα κλοπιμαία και έκανα να φύγω. Περνάω ανάμεσα από τα ταμεία, πάω προς την έξοδο, και τσουπ, «Έρχεστε μαζί μου, παρακαλώ;» μου λέει ένας τύπος που μου ’ριχνε δυο κεφάλια — και είμαι 1,87. «Μαζί σας; Εγώ; Ναι, αμέ, φυσικά». Τον ακολούθησα, μου άνοιξε μια πόρτα, μπήκα σε έναν χώρο με μπόλικους εργαζόμενους που δεν μπήκαν στον κόπο να με κοιτάξουν, με έβαλε κάπου στο βάθος να κάτσω σε μια καρέκλα, έκατσα, άρχισε αυτός να μιλάει στο τηλέφωνο, και έμεινα εγώ να χαζεύω από ένα τζάμι που είχε εκεί στον χώρο του σούπερ-μάρκετ. Το πρώτο που έβλεπα ήταν ένα σταντ με περιοδικά. Παράξενο… Παράξενο; Καθόλου παράξενο. Ήταν ο καθρέφτης μου εκείνο το τζάμι, το δήθεν «τυφλό» σημείο. Βασικά, έχωνα τις μπριζόλες και τη σοκολάτα στις ραφτές τσέπες μου μπροστά στα μάτια όλων των Δυτικογερμανών. Κατάντια. [§] Πέρασε λίγη ώρα, ήρθαν, μου πήραν τα κλοπιμαία, τα κατέγραψαν («Toblerone…»), μου έκαναν κάτι ερωτήσεις, απαντούσα εγώ, συμπλήρωσαν ένα έντυπο, πέρασε κάμποση ώρα ακόμη, και μου λένε, «Ελάτε, ακολουθήστε με, παρακαλώ». Βγήκα από το γραφείο… και είδα τρεις στρατιώτες της Βέρμαχτ να με κοιτάνε με στενά γαλάζια βλέμματα. Εντέλει αποδείχτηκαν αστυνομικοί, αλλά έφεραν καλό οπλισμό και εξάρτυση, όχι αστεία. Θηρία. «Αυτούς να ακολουθήσω;» ρώτησα. «Για, για», μου λένε από το σούπερ, χαιρετηθήκαμε, και πήγα εγώ με έναν αστυνομικό μπροστά και δύο από πίσω προς τον δρόμο, με τα χέρια δεμένα. Το σκέφτηκα, εκεί έξω, να κάνω καμιά μαγκιά και να το σκάσω μέσα στα αμάξια, αλλά λέω ΑΣΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ. Οι τύποι ήταν κυρίως ανέκφραστοι, και δεν ήξερα καν αν είχαν εντολές —ή δυνατότητα— να μιλούν. Οπότε αφέθηκα να με οδηγήσουν σε ένα όχημα, ψιλοτεθωρακισμένο, όπου μπήκα στην καρότσα και περίμενα. Κάποια στιγμή το έβαλαν μπροστά, και ξεκινήσαμε. [§] Ήταν μεγάλη διαδρομή, και χάρηκα που τελείωσε, γιατί φοβόμουν ότι θα με πήγαιναν στο Ανατολικό Βερολίνο να με αφήσουν εκεί και να καταλήξω σε γκουλάγκ. Ήταν μια εξοχική περιοχή, με κήπους και αλέες, και ένα μεγάλο τούβλινο κτίριο. Ο προορισμός μας. Με οδήγησαν εκεί, μπήκαμε μέσα, περάσαμε έναν λαβύρινθο από διαδρόμους, και με έβαλαν εντέλει σε ένα κρατητήριο. Ωραίο, οφείλω να ομολογήσω, καθαρό, «στεγνό» βέβαια, με ένα πακτωμένο ξύλινο κρεβάτι, ένα στρώμα, έναν νιπτήρα και μια τουαλέτα. Μύριζε απολυμαντικό ή κάτι τέτοιο. [§] Εκεί περίμενα πάλι, αρκετά, κάνοντας όλες τις μαύρες σκέψεις που μπορεί να κάνει ένας δεκαννιάχρονος που την πάτησε με τέτοια αφέλεια, λες και ήταν κανένας χτεσινός. Έπειτα ένας νεαρός αστυνομικός μού άνοιξε την καγκελόπορτα —γενικά, δεν ξεχνιέται αυτός ο οδυνηρός ήχος— και με οδήγησε στο γραφείο του εκεί κοντά για να μου πάρει κατάθεση. Μου είπε ότι θα πλήρωνα ένα πρόστιμο (ένα κάποιο πολλαπλάσιο της αξίας των κλοπιμαίων), αλλά την επόμενη φορά θα αναγκάζονταν μετά λύπης τους να με απελάσουν. «Ποια επόμενη φορά;» λέω. «Ήταν η πρώτη μου φορά αυτή. Και φυσικά και η τελευταία. Αντιλαμβάνεσθε ότι πεινάμε στο σπίτι». «Ω Θεέ μου. Λυπάμαι τόσο για την ταλαιπωρία σας», μου είπε. «Κάνατε το καθήκον σας», του είπα εγώ. «Και, αλήθεια, τι σπουδάζετε;» με ρώτησε. «Regisseur», του είπα εγώ, και κόμπλαρε ο καημένος γιατί δεν ήξερε τη λέξη. [§] Μου έδωσε από την τσέπη του λεφτά να βγάλω εισιτήριο για πίσω, γιατί μά τον Θεό δεν είχα ούτε δέκα πφένιχ στην τσέπη.
* * *
Μια εντυπωσιακή ατάκα από τον Δρα Γκόντγουιν Μπάξτερ στο «Poor Things». Για την ακρίβεια, είναι τα τελευταία του λόγια πριν ξεψυχήσει: «Είναι όλα πολύ ενδιαφέροντα. Αυτά που συμβαίνουν». Πόσο δίκιο έχει. Πόσο δίκιο έχει!
* * *
Δεν έχω ακούσει ποτέ κανένα τραγούδι της Τέιλορ Σουίφτ, καθότι μπούμερ, αλλά την ξέρω εδώ και πάνω από μια δεκαετία, από μια συζήτηση για τη λογοτεχνία και τη φιλαναγνωσία που έκανε σε μια εκδήλωση των εκδόσεων Scholastic. Δηλαδή στα 23 της χρόνια. Τώρα, ο Scholastic είναι ο #1 αγαπημένος μου οίκος στον κόσμο, ένας πραγματικός κολοσσός και φάρος πολιτισμού, και παρακολουθώ τις δράσεις του —και προφανώς τις εκδόσεις του— σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή μου, άρα πριν καν γεννηθεί η Τέιλορ Σουίφτ. Τυχαίνει μάλιστα να γράφω και ο ίδιος παιδικά βιβλία. Αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να σταθώ στο ίδιο επίπεδο με εκείνην. Τον επόμενο χρόνο, γύρισε ακόμη ένα βίντεο, με μια παιδική λέσχη ανάγνωσης των εκδόσεων Scholastic, μαθητές όλοι τους δημόσιων σχολείων της Νέας Υόρκης. Μίλησε για βιβλία, για τον φεμινισμό, για την ενδυνάμωση, τη διαφορετικότητα κλπ. κλπ. με τα παιδάκια εκεί, καθισμένη σε ένα σαλόνι μαζί τους, ενώ την έβλεπαν από τους υπολογιστές τους κάπου εκατό πιτσιρίκια ακόμη. Αντάλλαξαν ιδέες για παλαιότερες και νέες εκδόσεις, τους είπε πόσο όλη της η ζωή περιστρεφόταν πάντα γύρω από το διάβασμα, πώς μαθαίνει τον εαυτό της και τον κόσμο μέσα από τα βιβλία, πώς, στα 13 της χρόνια έγραψε ένα πρωτόλειο μυθιστόρημα 400 σελίδων που φυσικά έκρυψε, πέταξε, έκαψε μετά, κλπ. κλπ. Το ίντερνετ είναι γεμάτο με βίντεο, κείμενα, και άπειρες λίστες βιβλίων που έχει διαβάσει και προτείνει η Τέιλορ Σουίφτ. Γενικώς: το κορίτσι διαβάζει, γράφει, μιλά για τα βιβλία πάντα και παντού, οι στίχοι της είναι γεμάτοι λογοτεχνικές αναφορές, είναι καλλιεργημένη όσο το μισό Μιντγουέστ ΜΑΖΙ (καλά, όχι ότι είναι δύσκολο αυτό), και, ναι, θα νικήσει τον Τραμπ εύκολα και όμορφα — βασικά, θα τον ξεδοντιάσει, θα τον κάνει μια χαψιά. | Θέλω να πω, είναι καλό να είσαι όμορφος (εντάξει, η ίδια είναι ΘΕΑ), καλλίφωνος, να ακολουθείς το κατάλληλο πρόγραμμα διατροφής και άσκησης, να ξέρεις να παίζεις λίγο πιάνο και κιθάρα και να γράφεις στην κάμερα, αλλά φίλε: δεν μπορείς να γίνεις Τέιλορ Σουίφτ αν δεν είσαι τέλειος σε ΟΛΑ αυτά, και αν δεν έχεις και κάποια άλλα ΠΟΛΥ ΒΑΣΙΚΑ χαρακτηριστικά. Πώς να το κάνουμε τώρα.
* * *
Δεν υπάρχει πιο ατακτοποίητο μέρος σε ένα σπίτι από το συρτάρι όπου βάζει κανείς μικροπράγματα για να τα βρει γρήγορα όποτε τα χρειαστεί. Φυσικά δεν τα βρίσκει ποτέ, όσο κι αν ψάξει. Το μόνο που θα καταφέρει είναι να κάνει ακόμη πιο χάλια το συρτάρι. Αντιθέτως, θα βρει σελιδοδείκτες βιβλίων που μακάρι να μην είχαν εκδοθεί, επαγγελματικές κάρτες ανθρώπων που πέθαναν από χρόνια ή που άλλαξαν επάγγελμα, φελλούς από κρασιά, λαγοπόδαρα, σημαιάκια, μπρελόκ με κλειδιά που ανάθεμα κι αν θυμάται πια τι ξεκλειδώνουν, βίδες και παξιμάδια, ληγμένα φάρμακα, άδειους μπικ, ξεθυμασμένους μαρκαδόρους, κουμπιά, πλαστικά πραγματάκια που δεν ξέρει τι είναι, λάστιχα από συσκευασίες σούπερ-μάρκετ, άδεια μεταλλικά κουτιά από καραμέλες για τον λαιμό, κουτιά από καραμέλες για τον λαιμό γεμάτα ύποπτα πράγματα, φυλλάδια από βιντεοκλάμπ, κατάλογοι από πιτσαρίες και σουβλατζίδικα, κορδέλες περιτυλίγματος ζαχαροπλαστείου, συνδετήρες, ζουληγμένα σωληνάρια κόλλας στιγμής, στραβοκατσάβιδα, παλιά φτηνά ρολόγια, γραμματόσημα, χαρτόσημα, συνταγές μαγειρικής γραμμένες στο χέρι, παλιούς λογαριασμούς, βρόμικα πανάκια καθαρισμού γυαλιών, εντομοαπωθητικές ταμπλέτες, φωτάκια νυκτός, παιδικά κολιέ και βραχιολάκια, στέκες και τσιμπιδάκια, μία βελόνα πλεξίματος, μισογεμάτα αντηλιακά, ψαλίδια, στιλούς, το σκισμένο εξώφυλλο ενός γουέστερν βιβλίου τσέπης, ίσως ακόμα-ακόμα και μια Σύνοψη.