Πολεις

Η τιμή του καφέ, τα δημόσια γλυπτά, ένα Τσιγγανάκι, και η Έμα Στόουν

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Προχθές στο σιντριβάνι, ένα Τσιγγανάκι έβγαλε τις σαγιονάρες του, σήκωσε τα μπατζάκια του και μπήκε μέσα στο νερό. Εκεί έδειχνε να ψάχνει κάτι βουτώντας και ξαναβουτώντας μέσα τα χέρια του, αλλά έπειτα απογοητεύτηκε, τα παράτησε, και βγήκε έξω. Ενώ ξαναφόραγε τις σαγιονάρες, έσκυψε και έριξε δυο χούφτες νερό στα μούτρα του. Σε όλο αυτό το μεταξύ, μια Τσιγγάνα τού φώναζε από απέναντι, μαλώνοντάς το. Είναι το ίδιο σιντριβάνι και το ίδιο νερό που οι μαμάδες λένε στα παιδιά τους μην τυχόν και το πλησιάσουν γιατί έχει μικρόβια. Η γενιά μου (αλλά δυστυχώς και οι νεότερες γενιές) μεγαλώσαμε πιστεύοντας πως, κοίτα να δεις, οι Τσιγγάνοι ζουν μες στη βρόμα και στα ποντίκια αλλά δεν παθαίνουν τίποτε γιατί δυναμώνει έτσι κανείς, «αναπτύσσει αντισώματα». Φυσικά είναι μπαρούφα αυτό, όπως και ΟΛΑ όσα μάς μάθαιναν ή ακούγαμε μικροί — και τα περισσότερα από όσα μαθαίνουμε και ακούμε μεγάλοι. (Και τότε, και σήμερα: η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας αποφυγής των fake news). Αντιθέτως βέβαια, οι Τσιγγάνοι έχουν «επιβαρυμένη υγεία, ζουν λιγότερο από τους υπόλοιπους Έλληνες και πεθαίνουν πολλά παιδιά τους. […] Η εικόνα μιας νέας Τσιγγάνας ντυμένης µε ποικιλόχρωμα και ελαφρά ρούχα, που κρατά στην αγκαλιά της ένα μωρό και γύρω της τρέχουν αλλά δυο-τρία Τσιγγανάκια ξυπόλυτα Γενάρη μήνα, είναι οικεία στους Έλληνες. Πολλοί αναρωτιούνται πώς δεν αρρωσταίνουν, όμως αρρωσταίνουν, και οι μάνες και τα παιδιά τους. […] Ο μέσος όρος ζωής των Τσιγγάνων είναι 15-25 χρόνια μικρότερος απ’ ό,τι των [υπόλοιπων] Ελλήνων, δηλαδή γύρω στα 55 µε 65 χρόνια». Αυτά λοιπόν με το Τσιγγανάκι μου. Κοιτούσα κι εγώ μετά στο νερό όταν έφυγε πίσω από τη μάνα ή τη γιαγιά του, αλλά είδα μονάχα την ταραγμένη αντανάκλασή μου. Ή ίσως τη δική του. Έπειτα έστρεψα το κεφάλι μου προς τα πάνω, και κοίταξα τον ουρανό και τη λάμπα του Δήμου που θα άναβε όπου να ’ναι.

* * *

Στην παραλία που τρέχω, περνάω μπροστά από όλα τα ωραία γλυπτά που εκτίθενται εκεί. Το πιο διάσημο είναι βέβαια το άγαλμα του επιτιθέμενου Μεγάλου Αλεξάνδρου πάνω στον ορμητικό Βουκεφάλα — αλλά το πιο αγαπητό στον κόσμο είναι οι χαριτωμένες Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου. Υπάρχουν και άλλα, υπέροχα έργα, που όμως δεν θα τα μάθει σχεδόν κανείς, και που δεν προσελκύουν την προσοχή κανενός — όσο ωραία κι αν είναι. Έχω την εντύπωση πως στους δημόσιους χώρους τα γλυπτά πρέπει να είναι απολύτως προσβάσιμα στον κόσμο. Να μπορεί να τα πιάνει κανείς, να τα σπρώχνει, να ανεβαίνει επάνω τους, να βγάζει σέλφι δίπλα και ΜΕΣΑ τους. Αυτό δεν ισχύει ακριβώς με τον Μεγαλέξανδρο, αλλά τέλος πάντων o Μεγαλέξανδρος είναι ένας και μοναδικός· ισχύει όμως απολύτως για τις Ομπρελίτσες, που μαζεύουν όλο τον κόσμο και όχι μόνο τους ερωτευμένους ή τους ρομαντικούς· και δεν ισχύει καθόλου με τα περισσότερα άλλα έργα της παραλίας. Μακάρι να είχαμε κι άλλα πιασούμενα γλυπτά, γλυπτά που να μην τρομάζουν αν τα πιάσεις και τα λερώσεις ή τα οικειοποιηθείς για λίγο, νά π.χ. όπως τα διάσημα Μωρά στο νησάκι Κάμπα της Πράγας.

* * *

Όπως κι εσείς, έτσι κι εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς καφέ. Μην ανησυχείτε, δεν είμαστε οι μόνοι. Το ίδιο συμβαίνει με άλλο ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι πολλοί άνθρωποι. Με μία διαφορά: είναι μόνο το 12,6% στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού. Σοκαριστικό; Ναι, ασφαλώς. Εμείς, οι καταναλωτές καφέ, είμαστε μια μειονότητα. Δακτυλοδεικτούμενη, μάλιστα. Μόνο ο ένας στους οχτώ ανθρώπους πίνει καφέ, ενώ όλοι μας μαζί κατά μέσο όρο πίνουμε δύο κούπες τη μέρα. Εξ ου και η παγκόσμια κατανάλωση είναι 2 δισεκατομμύρια κούπες καφέ ημερησίως. Αντιθέτως, τσάι πίνουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι. Κάθε μέρα καταναλώνονται πάνω από 5 δισεκατομμύρια φλιτζάνια τσάι. Έτσι, το τσάι είναι εύκολα το #1 ρόφημα του πλανήτη — αν εξαιρέσουμε, ασφαλώς, το νερό. Τώρα, και πάλι κατά μέσο όρο, ένας υποφερτός καφές έχει κόστος περί τα 25 λεπτά η κούπα, ενώ αντίστοιχα ένα τσάι που να πίνεται μπορεί να φτιαχτεί με μόλις κάπου 5 λεπτά την κούπα. Ο καφές, με άλλα λόγια, έχει πενταπλάσιο κόστος από το τσάι, είναι για πιο πλούσιες χώρες. | Μην πείτε τώρα ότι τον ή το πληρώνετε 5 ή 6 ευρώ στα καφέ και στα τυροπιτάδικα, δεν πάει έτσι το πράγμα. Όταν πάτε με τους φίλους σας για ΚΑΦΕΔΑΚΙ πηγαίνετε για socializing. Αξία ανεκτίμητη. Που όμως ο καλός καφές την έχει από μόνος του, όπου και να τον πιεις.

* * *

«Δεν ξέρω, δεν με τράβηξε το συγκεκριμένο να το διαβάσω». Σχόλιο κάτω από παρουσίαση βιβλίου σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, δεν συγκράτησα σε ποιο. Ούτε και το βιβλίο έχει σχέση. ΤΙΠΟΤΕ δεν έχει σχέση. Μόνο η ανάγκη αυτού του χρήστη —ένας ανάμεσα σε χιλιάδες τέτοιους— να πει πως, από τον τίτλο και το κείμενο του οπισθοφύλλου, δεν αισθάνθηκε πως υπήρχε κάποια ανάγκη να πάει να το αγοράσει. (Μολονότι έτσι κι αλλιώς θα αγοράσει το πολύ δέκα βιβλία μέσα στη χρονιά, αν όχι κάτω από πέντε. Από τις 10.000 που θα κυκλοφορήσουν). Το δήλωσε επειδή ο κόσμος είχε ανάγκη να το μάθει. Όλοι αναρωτιόμασταν αφού, καθώς το βράδυ στριφογυρίζαμε μάταια στο στρώμα μας για να κοιμηθούμε: «Τάχα τού τράβηξε το ενδιαφέρον τού συγκεκριμένου κυρίου, γιά όχι;» | Το επ’ εμοί: χρειαζόμαστε επειγόντως ένα app που θα σκανάρει τον κόσμο γύρω μας όταν περπατάμε στον δρόμο, και θα κάνει ντιν όποτε βλέπει κάποιον που σκορπάει τέτοιου τύπου σχόλια στα σόσιαλ. Όχι ασφαλώς για να τους κυνηγάμε με το μπαστούνι. Είμαστε ολότελα κατά της βίας. Αλλά για να του κάνουμε μια μούτα ίσως. Ή για να αρχίσουμε να χορεύουμε μπροστά του όπως η Έμα Στόουν στο «Kinds of kindness». Κάτι τέτοιο.

* * *

Την επόμενη φορά που θα πιάσετε τον εαυτό σας να χαμογελάει με ένα —οποιοδήποτε— βιντεάκι, σταματήστε μισό λεπτό και σκεφτείτε το. Σκεφτείτε τι κάνετε, και πώς είναι το ύφος σας. Είναι μια ωραία στιγμή αυτή, όλο ειλικρίνεια. Και από τις σπάνιες περιπτώσεις που, αποξεχασμένοι, είμαστε στ’ αλήθεια «ο εαυτός μας».

* * *

Αγαπώ πολύ τους νέους συγγραφείς που δεν ξεχνούν να μας θυμίσουν ότι είναι νέοι συγγραφείς: «Καλημέρα. Σήμερα θα γράψω». «Καφεδάκι με συγγραφή». «Σήμερα είχα μία πολύ ωραία ιδέα. Να δω πότε θα βρω τον χρόνο να τη γράψω». «Τελείωσα μόλις μία σκηνή που μου άρεσε πάρα πολύ και πιστεύω πως θα αρέσει και σε εσάς. Υπομονή μέχρι να τελειώσω το νέο μου βιβλίο και να εκδοθεί». «Είμαι σε φάση που θέλω πολύ να συγγράψω». Ε που να συγκαείς, καημένε. Τέλος πάντων, πολύ χαριτωμένοι.

* * *

Ο απηνής διωγμός των Εβραίων στη Γερμανία δεν άρχισε από τη μια μέρα στην άλλη. Ξεκίνησε πονηρά, «ανεπαισθήτως», με μικρές αλλαγές στην καθημερινότητα των ανθρώπων, με απαγορεύσεις και γραφειοκρατικές απολύσεις, με την ίδρυση ειδικών «ομίλων» και «οργανώσεων», έτσι που οι περισσότεροι Εβραίοι δεν μπορούσαν να έχουν την παραμικρή ιδέα για ό,τι ανήκουστο θα ακολουθούσε. Μάλιστα, υπήρχαν έντονες διχογνωμίες και ανάμεσά τους, ενώ πολλοί χαρακτηρίζονταν σαν υπερβολικοί και ευφάνταστοι όταν ψιθύριζαν στους άλλους πως αυτό που έρχεται θα τους παρασύρει όλους σε μια θανάσιμη παγίδα από την οποία δεν θα μπορέσουν ποτέ μα ποτέ να ξεφύγουν: έπρεπε να το σκάσουν από τη χώρα απόψε κιόλας, τώρα, με τα ρούχα που φορούσαν, πριν να είναι αργά. Φευ, για τους περισσότερους θα αποδεικνυόταν πως ήταν πράγματι αργά… Αυτά περιγράφει με πάσα λεπτομέρεια ο Karl Alfred Loeser στο ημι-αυτοβιογραφικό «Ρέκβιεμ» (κυκλοφορεί σε μετάφραση Βασίλη Τσαλή από τον Κλειδάριθμο), ένα βιβλίο που δεν μπόρεσε να εκδώσει κατά τη διάρκεια της ζωής του, φοβούμενος πως, ακόμη και εκεί όπου είχε καταφύγει (στη Βραζιλία, μέσω της Ολλανδίας), θα τον έβρισκαν και θα τον δίωκαν. Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος χάθηκε στο βάθος ενός συρταριού για πάνω από μισό αιώνα και δεν εκδόθηκε παρά μόλις πρόσφατα για πρώτη φορά. Πολύ σημαντική προσθήκη στη λογοτεχνία για το Ολοκαύτωμα. Αλλά και ένα μάθημα για το πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και η πραγματικότητα, πόσο εύκολα μπορούν να παραπλανηθούν ακόμη και αυτοί που λογίζουν τους εαυτούς τους για έξυπνους. Ωραίο βιβλίο, ευκολοδιάβαστο και, με τον τρόπο του, ευχάριστο. Όπως δηλαδή καμιά φορά επιβάλλεται να είναι τα κείμενα που μιλάνε για το Σκοτάδι.

* * *

Βλέπω παλιές ταινίες κυρίως για να χαζεύω ανθρώπους να καπνίζουν.

* * *

Διαβάζω ένα εντυπωσιακά καλό βιβλίο που απευθύνεται σε γονείς: Dr Beth Mosley, «Πώς να προστατεύσετε την ψυχική υγεία του παιδιού σας». Μαθαίνεις πάρα πολλά πράγματα, δεν είναι καθόλου «συντηρητικό», είναι γεμάτο (σοβαρές και χρήσιμες) συμβουλές, και απευθύνεται σε γονείς παιδιών ηλικίας 4 έως 21 ετών, αν και προσωπικά το συστήνω στους φίλους που έγιναν πρόσφατα γονείς —μέσα στην τελευταία δεκαετία, τέλος πάντων—, για να προλάβουν κάποια πράγματα, παρά για να αναγκαστούν να τα αντιμετωπίσουν. Αντιγράφω αμέσως παρακάτω ένα πολύ μικρό απόσπασμα από το 3ο κεφάλαιο, που έχει τίτλο: «Χρήση της οθόνης: Πόσος χρόνος θεωρείται υπερβολή;» Διαβάζουμε εκεί λοιπόν: ¤ Η ψηφιακή τεχνολογία έχει εισβάλει στη ζωή μας. ¤ Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον αντίκτυπό της στην οικογενειακή μας ζωή. ¤ Οι έρευνες δεν είναι ξεκάθαρες αναφορικά με τον αντίκτυπό της στην ψυχική μας υγεία. ¤ Πρέπει να επικεντρωνόμαστε λιγότερο στο πόσο χρόνο ξοδεύουμε στις οθόνες και περισσότερο στο τι κάνουμε με αυτές. ¤ Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις οθόνες είτε για να διευκολύνουμε είτε για να διαταράξουμε καθέναν από τους επτά τομείς της ευημερίας: [§] Οι κοινωνικές σχέσεις μπορεί να ενισχύονται από την ψηφιακή τεχνολογία. Ενδέχεται επίσης να διαταράσσονται από αρνητικές αλληλεπιδράσεις και ανησυχίες σε σχέση με τη δημοφιλία. Όταν στηρίζουμε τα παιδιά μας και τους παρέχουμε ευκαιρίες ώστε να κατανοήσουν αυτές τις αλληλεπιδράσεις θα τα προστατέψουμε από τα αρνητικά στοιχεία. ¤ Η σχέση ανάμεσα στον ύπνο, τη σωματική άσκηση, τη διατροφική συμπεριφορά και την υπερβολική χρήση της οθόνης είναι περίπλοκη. Κάνοντας μικρές πρακτικές αλλαγές και γνωρίζοντας τι συμβαίνει στον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού μας, θα μπορέσουμε να το προστατεύσουμε από τυχόν δυσκολίες σε αυτόν τον τομέα. ¤ Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει πολλές ευκαιρίες για μάθηση και μια αίσθηση επιδεξιότητας. Το gaming και τα κοινωνικά δίκτυα έχουν σχεδιαστεί να είναι όσο πιο ελκυστικά γίνεται για να ενθαρρύνουν τη συνεχή τους χρήση. Οπότε μπορεί να είναι δύσκολο να ελεγχθεί ο χρόνος που περνάμε χρησιμοποιώντας τα. Δημιουργώντας ευκαιρίες για πρόσβαση σε άλλες μη-ψηφιακές δραστηριότητες, θα βοηθήσουμε τα παιδιά μας να βρουν ισορροπία σε αυτόν τον τομέα. ¤ Η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να μας αποσπάσει από την απόλαυση της στιγμής και την προσοχή που δίνουμε στον κόσμο γύρω μας. Όταν προσφέρουμε ευκαιρίες για δραστηριότητες ροής, ενθαρρύνουμε την ευημερία. ¤ Το να χρησιμοποιούμε την τεχνολογία για να περάσουμε περισσότερο χρόνο με τα παιδιά μας και άλλα άτομα μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολο, όμως οι μικρές αλλαγές στον τρόπο που προσεγγίζουμε τα πράγματα θα κάνουν μεγάλη διαφορά. [§] Η σχέση μας με τα παιδιά μας είναι καθοριστική στο να μας βοηθήσει να τα προστατεύσουμε και ταυτόχρονα να τα ενθαρρύνουμε να εξερευνήσουν με ασφάλεια τον ψηφιακό κόσμο — έναν κόσμο που αναπόφευκτα θα επηρεάσουν ως ενήλικοι.