Πολεις

Το hype με τον Ταρκόφσκι, και όσα δεν έκανα στη ζωή μου

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το hype με τον Ταρκόφσκι, και όσα δεν έκανα στη ζωή μου
Φωτ.: «Στάλκερ» (Αντρέι Ταρκόφσκι, 1979, επεξεργασμένη).

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Η ιδέα… Τι είναι η ιδέα; Λοιπόν, η ιδέα δεν είναι τίποτε. Τίποτε απολύτως. Έχω ένα αρχείο γεμάτο ιδέες, ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσες, πάνω από εκατό, μπορεί και διακόσιες. Δεν λένε τίποτε, καμιά τους. Όλοι οι συγγραφείς έχουν: καλοί, κακοί, μέτριοι — όλοι. Μάλιστα, πολλοί από τους κακούς και από τους (ακόμη χειρότερους) μέτριους έχουν μερικές πολύ καλύτερες ιδέες από τους καλούς. Αλλά όχι: το μόνο που στ’ αλήθεια έχει σημασία είναι η δουλειά. Ακόμη και η ιδέα της δημοκρατίας δεν είναι τίποτε αν δεν έχεις μια πόλη. Όχι τα βιβλιαράκια μας. Μια ιδέα δεν λέει το παραμικρό αν δεν παλέψεις μαζί της. Οι ιδέες δεν είναι σύμμαχοι, αλλά αντίπαλοι.

* * *

Ένας φίλος εδώ στη γειτονιά, που εργάζεται σε μια από τις ταβέρνες, με είδε εχθές το βράδυ που γύριζα σπίτι με τον σκυλάκο μου από το σιντριβάνι και μου λέει, δείχνοντας το βιβλίο που κρατούσα: «Ήθελα καιρό τώρα να σε ρωτήσω, αλλά όλο πιανόμουν με τη δουλειά: γιατί έχεις συνέχεια αυτό το βιβλίο, τι το θέλεις;» Στο μυαλό μου έγινε μία μικρή έκρηξη. Ψέματα: μεγάλη. Σκέφτηκα τι μπορούσε να σημαίνει αυτό που μου έλεγε. Καταρχάς, ότι θεωρούσε πως είχα πάντα ΕΝΑ βιβλίο μαζί μου, το ίδιο· ίσως επειδή δεν υπήρχαν άλλα, ίσως επειδή δεν με ενδιέφερε να έχω ένα άλλο, ίσως επειδή είναι ήδη πολύ να έχεις ένα βιβλίο στην κατοχή σου, τα περισσότερα είναι υπερβολή, οίηση, αμάρτημα. Κατά δεύτερον, ότι δεν ήξερε τι ακριβώς κάνουμε με τα βιβλία: «Τι το θέλεις αυτό το βιβλίο και το κουβαλάς συνέχεια μαζί σου, γιά εξήγησέ μου». Έπειτα, ότι δεν του φαινόμουν ακριβώς για «άνθρωπος των βιβλίων», αλλά μάλλον για κάτι πιο εξελιγμένο (επειδή γενικά με εκτιμά). Σε κάθε περίπτωση, το θέμα οπωσδήποτε τον έτρωγε, έπρεπε να με ρωτήσει, ήθελε να μάθει, έτρεφε πραγματικό ενδιαφέρον. Δεν είμαι ετοιμόλογος (το έχουμε ξαναπεί), και δεν μπόρεσα να σκεφτώ να πω κάτι έξυπνο, ή χιουμοριστικό, ή επιμορφωτικό ξέρω γω — αλλά όχι ειρωνικό, είναι φίλος μου και καλός άνθρωπος. Οπότε άνοιξα το στόμα μου για να δω τι θα έλεγα, και άκουσα πως είπα, «Το έχω για τη δουλειά μου». «Άαα!» έκανε εκείνος, σχετικά ικανοποιημένος, εννοώντας κάτι σαν, «Εντάξει τότε, αθώος». Μου άρεσε κι εμένα αυτό που είπα, και το συνέχισα: «Πρέπει να τα διαβάζω για τη δουλειά μου». Δεν εξέλιξα ακριβώς την κουβέντα, αλλά αισθάνθηκα χαρούμενος που κάτι φτιάχναμε εκεί πέρα οι δυο μας. Κάτι ελαφρώς παράλογο, θα πει κάποιος, αλλά διάολε: και τι δεν είναι παράλογο. Έπειτα όμως μια κίνηση, ένα νεύμα, κάτι τουρίστες, η μοίρα, τον πήραν από εκεί —όλο πιάνεται με τη δουλειά—, και έφυγα κι εγώ για το σπίτι, με τον σκυλάκο μου κι εκείνο το βιβλίο που έπρεπε να το διαβάσω για τη δουλειά μου. Φευ, δεν είχα πει ψέματα.

* * *

Τα πέντε πρώτα πράγματα που δεν έκανα στη ζωή μου και μου έρχονται πρώτα στο μυαλό: [1] Δεν έμαθα να οδηγώ παρά μονάχα τη Vespa μου, εκείνη που είχα τότε στα είκοσι. Βέβαια, δεν εκδήλωσα και ποτέ πραγματικό ενδιαφέρον να μάθω να οδηγώ αυτοκίνητο, ενώ απεχθάνομαι συλλήβδην τα μηχανάκια. Πού και πού, βλέποντας καμιά όμορφη Vespa παρκαρισμένη στο πεζοδρόμιο, σκέφτομαι αν το σώμα μου θυμάται ακόμη να την οδηγήσει. Πραγματικά, δεν ξέρω. Ούτε θα μάθω. [2] Δεν έχω δει τις πόλεις που πρέπει να έχεις δει, και —αν έχεις τον Θεό σου— δεν έχω πάει ποτέ μου στη Νέα Υόρκη. Και, όσο για τις πόλεις που πρέπει να έχεις δει, δεν δίνω διάρα τσακιστή, ποσώς με ενδιαφέρουν όσο υπέροχες και να είναι. Αλλά αυτό με τη ΝΥ με πονάει. Και όχι μόνο που δεν πήγα· σιγά. Που δεν έζησα εκεί. Έπρεπε να είχα ήδη πιάσει σπίτι στο Κάτω Μανχάταν από το καλοκαίρι τού ’81. Τι ανοησία. [3] Δεν πήρα ποτέ μαύρη ζώνη, σε καμία πολεμική τέχνη — ούτε σε αυτές που δεν έχουν ζώνες, όπως το Κέντο. Αυτός ο φόβος μου για τις εξετάσεις… Δεν μπορώ να απαλλαγώ από δαύτον, τον κουβαλάω και με κουβαλάει από παιδί, υποφέρω στα χέρια του, και δεν θα απαλλαγώ από την παρουσία του παρά μόνο όταν πεθάνουμε μαζί, μια δροσερή μέρα τού 2054, χωρίς μαύρη ζώνη και χωρίς νταν. Διάολε. [4] Δεν έχω την πελώρια συλλογή των παλπ περιοδικών με αστυνομικά διηγήματα και διηγήματα φαντασίας, και των κόμικς τρόμου που ήθελα και έπρεπε να έχω. Τα δε Omnibus που χαζεύω κατά καιρούς στο Amazon είναι απλώς απλησίαστα. H δε ιδέα να τα πάρω σε ψηφιακή μορφή ή να κατεβάσω τα PDF δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Δεν τα θες για να τα διαβάζεις αυτά τα περιοδικά. Δεν τα θες καν για να τα ξεφυλλίζεις. Τα θες για να υπάρχουν. Για να τα έχεις. Για να είναι εκεί. Δεν συλλέγουμε βιβλία επειδή έχουμε πετριά με την ανάγνωση. [5] Δεν έχω φτιάξει το μεγάλο καταφύγιο που ήθελα πάντα να έχω. Ένα από αυτά τα αντιπυρηνικά ή όπως αλλιώς τα λένε κάτι ημίτρελοι τραμπικοί Τεξανοί που κυκλοφορούν οπλισμένοι σαν τον Ράμπο σε μιλίτσιες, θέλουν απόσχιση, ονειρεύονται έναν καινούργιο εμφύλιο κλπ. κλπ. Να πάνε στο γερο-διάολο αυτοί, αλλά τα καταφύγια… α, τα καταφύγια είναι υπέροχα. Ειδικά έτσι όπως σκέφτομαι το δικό μου, με τις γεννήτριές του, το μπάνιο του, το σύστημα εξαερισμού και ύδρευσης, τη βιβλιοθήκη και την ταινιοθήκη του, την τροφοαποθήκη του, τα πάντα όλα. Αυτόνομο, με δυνατότητα να σε κρατήσει στη ζωή μαζί με την οικογένειά σου για κάμποσα χρόνια, μέχρι να καθαρίσει έξω ο αέρας και να επανέλθει σε μια βιώσιμη κατάσταση η φύση. Αχ…

* * *

Αγαπώ με πάθος τον Ταρκόφσκι. Το δε «Στάλκερ» είναι η ταινία που έχω δει περισσότερες φορές στη ζωή μου — δεν ξέρω πόσες, δεκάδες. Ξέρω ακριβώς πόσο κρατάει η σκηνή της ντρεζίνας, και πού κοιτάει πότε ποιος. Και μόνο εγώ τα ξέρω αυτά, άντε και δυο-τρεις άλλοι. Αλλά ας εξηγούμεθα: ο βασικός λόγος της κοσμοσυρροής στο θερινό σινεμά που παίζει τις ταινίες του δεν είναι ούτε κάποιο περίεργο hype, ούτε το σούπερ μάρκετινγκ, ούτε βέβαια το πόσο… καλός είναι ο Ταρκόφσκι. Είναι που είναι Ρώσος. Οι Έλληνες λατρεύουν τους Ρώσους, και θα τρέχουν να δουν τις ταινίες τους, τα μπαλέτα τους, τις παρελάσεις τους, όσα παιδιά και να βομβαρδίσουν εκείνοι την ώρα που κοιμούνται. Βασικά, όσο περισσότερα παιδιά διαλύονται στον ύπνο τους, τόσο πιο πολύ θα θέλουν ρώσικο πολιτισμό. Αν μάλιστα διάβαζαν οι Έλληνες, θα έπεφταν με τα μούτρα και στα μυθιστορήματα των Ρώσων, θα τα ξανάκαναν μπεστ-σέλερ. Ουσιαστικά η κοσμοσυρροή στον Ταρκόφσκι είναι κάτι σαν την αντίστοιχη στις παντόφλες του Παΐσιου. Είναι τα Crocs του Παΐσιου.

* * *

Τώρα με τη ΔΕΘ είναι η εποχή που βγαίνουν οι συντοπίτες μου και γκρινιάζουν: «Η Έκθεση δεν είναι όπως παλιά, δεν έχει εκθέτες, είναι βήμα μόνο για τους πολιτικούς, δεν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε με το αυτοκίνητό μας, ασφυκτιούμε, δεν αντέχουμε άλλο, να την πάρετε να την πάτε έξω από την πόλη, να φτιάξουμε λαχανόκηπο στη θέση της» κλπ. κλπ. Στο μεταξύ, αν ΜΙΑ χρονιά δεν γίνει η Αγία ΔΕΘ, η πόλη θα βουλιάξει σε μια δίνη αυτοπεριφρόνησης και ακηδίας, θα χαθεί για πάντα, και δεν θα μείνει καν η ανάμνησή της αυτή τη φορά. Η πόλη ΕΙΝΑΙ η ΔΕΘ. Και όχι βέβαια αυτό το πανηγύρι με τα χοτ-ντογκ και τη μαύρη μπίρα που νοσταλγούν οι μπούμερ, αλλά αυτό ακριβώς που γίνεται τώρα, σήμερα, εδώ και τώρα. ΥΓ. Και δεν μιλώ καν για τον οικονομικό αντίκτυπο που θα είχε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης μια μεταφορά της στα δυτικά: θα γινόταν κρανίου τόπος η πόλη.

* * *

Ένα μεγάλο μέρος των πωλήσεων που κάνουν οι εκδοτικοί οίκοι γίνεται στις εκθέσεις βιβλίου. Και αδιαμεσολάβητο: πουλάνε απευθείας στον πελάτη. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι ότι οι πιο ωραίες και παράξενες βόλτες γίνονται στις εκθέσεις βιβλίου. Να πάτε στο Πεδίον του Άρεως αν σας βγάλει ο δρόμος.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.