Πολεις

To νερό στο σιντριβάνι, και τα χαρτικά στα βιβλιοπωλεία

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση: To νερό στο σιντριβάνι, και τα χαρτικά στα βιβλιοπωλεία

Όποτε ξεκινώ ένα βιβλίο, σκέφτομαι ότι είμαι εντελώς άχρηστος και ότι φυσικά είναι αδύνατον να το γράψω — αυτό ή οποιοδήποτε άλλο. Όταν το τελειώσω, μου φαίνεται το καλύτερο βιβλίο που έγραψα ποτέ: αλλά μόνο για λίγα λεπτά της ώρας. Όταν ξεκινώ ένα άλλο, σκέφτομαι ότι είμαι εντελώς άχρηστος και ότι φυσικά είναι αδύνατον να το γράψω — αυτό ή οποιοδήποτε άλλο. Ή και οτιδήποτε, εδώ που τα λέμε.

* * *

Σε λίγες μέρες θα πας τρίτη δημοτικού, και θα είσαι… ξέρεις τι θα είσαι, Ελένη; Θα είσαι η χαζογκόμενα του σχολείου

Διαβάζω ένα βιβλίο που με πικραίνει πολύ (είναι μια αληθινή ιστορία για το Ιράν, που το εν δεύτερον του πληθυσμού του εν έτει 2024 είναι σκλάβοι) και κάθε πέντε σελίδες αφήνω στο πεζούλι του σιντριβανιού το τάμπλετ και κοιτάζω το νερό, που με τον τρόπο του δείχνει πως ο φυσικός κόσμος δεν δίνει δυάρα για εμάς — κι αυτό είναι κάτι που μπορεί πραγματικά να σε ρίξει. Ο σκυλάκος μου κοιμάται δίπλα μου, ακουμπώντας με στον γοφό με τον δικό του γοφό. Νιώθουμε σιγουριά, έτσι, και οι δύο. Κόσμος πάει κι έρχεται, και, ξαφνικά, απλώνεται ησυχία. Ή μάλλον είναι αυτή η αλά Ντέρντεβιλ ησυχία, όταν πιάνεσαι από μια λέξη κάποιας συζήτησης στο περιβάλλον γύρω σου, τη βρίσκεις ιντριγκαδόρικη και ενδιαφέρουσα, χρήσιμη, οπότε απομονώνεις όλους τους άλλους θορύβους και επικεντρώνεσαι σε αυτήν. Είναι κάτι που μπορώ να κάνω, μια υπερδύναμη που έχω. Στράφηκα λιγάκι και είδα πως αυτοί που μιλούσαν ήταν ένας πατέρας με την κόρη του. Τους είχαμε δει και προηγουμένως, όταν πέρασαν από μπροστά μας και εκείνος έκανε ένα χαριτωμένο σχόλιο για τον Αρσέν. Ήταν νέος, κάπου στα 30 με 35, καλοντυμένος με τα σπορ του ρούχα (αν τα λένε έτσι ακόμα, δεν έχω ιδέα από ρούχα), μάλλον όμορφος, με ένα μουσάκι. Από τους τύπους που διαβάζουν μέχρι 10 βιβλία τον χρόνο σύμφωνα με την τελευταία σχετική έρευνα του ΟΣΔΕΛ. Το κοριτσάκι, πάλι, ήταν ένα κοριτσάκι. Αν και οφείλω να καταλαβαίνω όλες τις ηλικίες, δεν τα καταφέρνω ποτέ. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχασα την ευκαιρία να στήσω αυτί, καθώς κάθονταν στο πεζούλι κι αυτοί, με εκείνον σκυφτό προς το μέρος της, όχι περισσότερα από τέσσερα-πέντε μέτρα μακριά μας. Και άκουσα αυτά, που τα πληκτρολογούσα γρήγορα-γρήγορα στο κινητό μου όσο τα έλεγαν, για να μην τα ξεχάσω: «Είμαι τρομερά, τρομερά δυσαρεστημένος μαζί σου. Δεν ξέρω αν θα το ξεπεράσω ποτέ αυτό. Δεν λέω πως δεν γίνεται. Γίνεται. Αλλά… αλλά δεν ξέρω πώς… Σε λίγες μέρες θα πας τρίτη δημοτικού, και θα είσαι… ξέρεις τι θα είσαι, Ελένη; Θα είσαι η χαζογκόμενα του σχολείου. Όχι της τάξης σου: του σχολείου. Γιατί το μόνο που ξέρεις είναι να κουνάς τον κώλο σου στα πάρτι. Αυτό ξέρεις μόνο, Ελένη. Σ’ αυτό είσαι μόνο καλή. Σ’ αυτό διαπρέπεις. Είναι το μόνο που σε ενδιαφέρει πραγματικά, σε αντίθεση με ΟΛΕΣ τις φίλες σου. Δεν κάθεσαι ποτέ να διαβάσεις τα μαθήματά σου, όλο το καλοκαίρι το πέρασες ανέμελη λες και δεν είχες υποχρεώσεις, λες και η ζωή δεν είναι ΓΕΜΑΤΗ υποχρεώσεις, χωρίς να σκεφτείς ούτε για μία στιγμή ποια είναι η θέση σου στον κόσμο. Δεν σε ενδιαφέρει που είσαι κακιά μαθήτρια. Δεν το σκέφτεσαι καν. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να κουνάς τον κώλο σου στα πάρτι. Και το δικό μου καλοκαίρι καταστράφηκε που σε έβλεπα όλη μέρα, όσο ήσουν σπίτι, να λιώνεις πάνω από το τάμπλετ, να βλέπεις με τις ώρες τηλεόραση, να μιλάς συνέχεια στο κινητό, και να μην ανοίγεις ποτέ ΕΝΑ βιβλίο. Έστω και ΜΙΑ φορά. Ποτέ. Γι’ αυτό και θα είσαι η χαζογκόμενα του σχολείου σου, Ελένη, και γι’ αυτό όλοι θα σε λένε έτσι. Κορίτσια και αγόρια. …Όχι! ΟΧΙ! Σταμάτα να τρως τα νύχια σου, δεν είναι λύση αυτή. Δεν θέλω να σε φέρω σε αμηχανία, θέλω απλά να καταλάβεις την κατάστασή σου. Να καταλάβεις ΤΙ είσαι. …Και, όχι, όχι, με το να κλάψεις δεν θα κερδίσεις κάτι. Κανείς δεν κέρδισε ποτέ τίποτε με τα κλάματα. Σκούπισε τα μάτια σου. Μόνο οι δυνατοί προχωρούν στη ζωή, Ελένη. Μόνο οι δυνατοί». Τώρα, ήταν κάπως σοκαριστικό όλο αυτό, εξ ου και επανήλθα στις εργοστασιακές, αντι-Ντέρντεβιλ, ρυθμίσεις, σταμάτησα να ακούω, βούλωσα τα αυτιά μου, και κοίταξα ξανά αυτή τη σωλήνα που πετάει νερό στο σιντριβάνι, έναν καθόλου εντυπωσιακό πίδακα νερού, είναι η αλήθεια. Βγάζει όμως έναν ωραίο ήχο, τον ήχο του αναπόφευκτου.

* * *

Όταν καθόμαστε στο σιντριβάνι με τον σκυλάκο μου, εκείνος ξαπλώνει δίπλα μου, κι εγώ, αφού κάνω κάποιες απαραίτητες δουλειές με το κινητό, το αφήνω και είτε βλέπω βιντεάκια στο YouTube (ακολουθώ με ιερή προσήλωση δυο-τρεις συγκεκριμένους YouTubers), είτε, αν δεν έχουν καινούργιο περιεχόμενο (η χειρότερη λέξη στην ιστορία των χειρότερων λέξεων) πιάνω το βιβλίο μου. Όλο αυτό κρατάει περίπου μισή ώρα με σαράντα λεπτά, άντε τρία τέταρτα. Είναι η πιο ιερή στιγμή της ημέρας για τους δυο μας, αυτή που μοιραζόμαστε εκείνος κι εγώ. (Ο Αρσέν είναι κολλημένος με εμένα από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, σχεδόν δέκα χρόνια πίσω. Κι εγώ τον ξεχωρίζω απ’ όλα μας τα παιδιά). Και βέβαια, είναι μια ξεκούραστη και ανέμελη ώρα. Δεν κάνεις καμιά δουλειά, απλώς διαβάζεις. Όμως νά τι μπορεί να πάθει κανείς… Εχθές ξεχάστηκα με κάτι, δεν ξέρω με τι, αφαιρέθηκα τελείως και κάποια στιγμή άφησα το τάμπλετ, έκανα λίγο μασάζ στον Αρσέν, που έχει δυο κήλες στη θωρακοοσφυϊκή μοίρα και τον πονάνε, το σταμάτησα κι αυτό, κι έμεινα έτσι, καθισμένος στο πεζούλι, να κοιτάζω κάπου μπροστά, σα μπάρμπας. Ο κόσμος στο μεταξύ δεν είχε σταματήσει να υπάρχει ξαφνικά, επειδή εγώ δεν έκανα τίποτε. Και κάποιοι με κοιτούσαν. Και ω, Θεέ μου! Τότε συνειδητοποίησα τι εικόνα έδινα στον κόσμο: ενός ανθρώπου που κάθεται άπραγος χωρίς να διαβάζει. Ενός προνεωτερικού ανθρώπου. Με έλουσε κρύος ιδρώτας από την ντροπή.

* * *

Φυσικά και οι εσωστρεφείς δέχονται όλες τις προσκλήσεις για κοινωνικές εκδηλώσεις και άλλα τέτοια όμορφα πράγματα. Το ότι δεν πηγαίνουν τελικά δεν έχει να κάνει.

* * *

Τον Σεπτέμβριο, οι εκδότες δεν κυκλοφορούν νέα βιβλία: τα κρατούν για τον Οκτώβριο και μετά. Γιατί, για τα βιβλιοπωλεία, ο Σεπτέμβριος παραδοσιακά ανήκει στα σχολικά — στα σχολικά είδη. Κι αυτό είναι καλό. Δεν υπάρχει έστω και ένας εγγράμματος ενήλικας, οποιασδήποτε ηλικίας, που να μη γοητεύεται ακόμη από το άρωμα των δικών του προμηθειών όταν ήταν μαθητής. Λέμε μάλιστα για «άρωμα», γιατί αυτή η ανάμνηση στ’ αλήθεια μοσχοβολάει. Μοσχοβολάει γομολάστιχα, ξυσμένο μολύβι, μαρκαδόρους, κόλλα για το καπλάντισμα — και βιβλία. Κι αυτή η μυρωδιά δεν πρόκειται να σβήσει, όσα χρόνια και να περάσουν. Όποιος έχει παιδιά, ξέρει πως από τις αρχές Σεπτεμβρίου και μέχρι τα μέσα του μηνός θα πρέπει να τα εφοδιάσει με όσα προβλέπονται από τις ανάγκες της τάξης, και από την παράδοση. Πράγμα που, αλίμονο, αφήνει απέξω όσους δεν έχουν παιδιά. Κάτι μάλλον άδικο, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Αλλά υπάρχουν λύσεις για όλα: [1] Μπορούν πάντα να εξοπλιστούν οι ίδιοι με σχολικά είδη. Άλλωστε, ποιος δεν έχει στ’ αλήθεια επείγουσα ανάγκη από ένα σετ στιλό όλων των χρωμάτων, ακόμη και αν δεν γράφει ποτέ στο χέρι; ΚΑΝΕΙΣ. Οπότε μπορεί να πάρει τα στιλό που λέμε, μερικά πενάκια, και τρία-τέσσερα μπλοκ. Σπιράλ κατά προτίμηση, ή τέλος πάντων ό,τι τού ταιριάζει περισσότερο. [2] Μπορεί κάποιος να μην έχει παιδιά, αλλά έχουν οι φίλοι του, ή οι γείτονες. Γιατί να μην τους εκπλήξει με μία βαριά τσάντα γεμάτη σχολικά; Όσα κι αν έχουν, τίποτε δεν θα πάει χαμένο εδώ. Μπορεί να πεταχτεί σήμερα κιόλας σε ένα βιβλιοπωλείο (μικρό, συνοικιακό, κεντρικό — σε όποιο κάνει κέφι) και να πάρει από δυο-τρία σετ κοινά μολύβια μέχρι κασετίνες με τον Σπάιντερ-Μαν, και από δύο κουτιά μαρκαδόρους μέχρι έναν διαβήτη, ακόμη και αν δεν είναι σίγουρος αν χρησιμοποιεί πια κανείς διαβήτη. [3] Αν πάλι θεωρεί λάθος έξοδο την αγορά σχολικών για ένα παιδί που ήδη έχει πολλά από τους γονείς του, νά μια άλλη ιδέα: υπάρχουν μερικές χιλιάδες παιδιά που ΔΕΝ έχουν τίποτε. Είναι ξένα, είναι Ελληνάκια, Ουκρανάκια, τσιγγανόπουλα, είναι μαύρα, άσπρα, τα πάντα. Και θα πέθαιναν για μια τσάντα φισκαρισμένη με πράγματα για το σχολείο τους. Και δεν είναι κάπου κρυμμένα. Μερικά είναι τόσο κοντά μας, που τα τρίμματα από τη γομολάστιχά τους θα τα μυρίζουμε ακόμη κι εμείς, από το σπίτι μας. Κι αυτή είναι μια ωραία μυρωδιά.