Πολεις

Οι σημειώσεις της Κυριακής: 1 Σεπτεμβρίου 2024

Όψεις της πόλης, άνθρωποι, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οι σημειώσεις της Κυριακής: 1 Σεπτεμβρίου 2024
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Οι σημειώσεις της Κυριακής

Δεν ξέρω πώς λέγεται ο καφές που πίνω, γιατί δεν τον έχω παραγγείλει ποτέ. Δεν έχω πάει ποτέ μου για καφέ έξω τα τελευταία αρκετά χρόνια. Παλιά ήξερα, έλεγα ένα «νες» και ξεμπέρδευα. Νομίζω ότι, αν βρισκόμουν στη δυσάρεστη θέση να παραγγείλω και σήμερα καφέ, θα έλεγα, «Μου φέρνετε, παρακαλώ, έναν μεγάλο, ζεστό, μαύρο καφέ;» Διακινδυνεύοντας, βέβαια, να μου φέρουν νες, αν υπάρχει ακόμη — ή την αστυνομία των μπαρίστας. Ίσως πάλι να ήταν πιο σοφό να παραγγείλω τσάι. Εκτός αν ρωτάνε και γι’ αυτό («Τι τσαγάκι θα θέλατε;»), οπότε πάλι θα ερχόμουν σε δύσκολη θέση. Τελευταία φορά που ήπια τσάι τσακωνόμασταν για το αν ο 21ος αιώνας ξεκινούσε το 2000 ή το 2001. Ξύλο όμως, όχι αστεία. Και κανένας, είτε του ενός είτε του άλλου στρατοπέδου, δεν άλλαξε γνώμη. Μα ούτε ένας, έτσι για δείγμα.

* * *

Ντρέπομαι όταν λένε καλά λόγια για μένα. Ευτυχώς δεν συμβαίνει συχνά.

* * *

Είναι μία κυρία απέναντι που φωνάζει όλη μέρα το παιδί της, «Στέλιο;… Στέλιο!» Αλλά όλη μέρα, διαρκώς, όσο έχει φως έξω. Νομίζω πως δεν έχει καν παιδί, νομίζω πως όλο αυτό είναι ένα είδος περφόρμανς στην ΑΣΚΤ όπως της Άννας Γούλα, ένα πρότζεκτ εν προόδω. «Τι κάνατε στη διπλωματική σας;» «Λέω όλη μέρα, “Στέλιο;… Στέλιο!”» «Συγχαρητήρια, 10 με τόνο».

* * *

«Στέλιο;… Στέλιο! ΣΤΕΛΙΟ!» Θεέ μου…

* * *

Πότε ανοίγουν τα σχολεία; Τα νηπιαγωγεία; Οι βρεφονηπιακοί σταθμοί; Πότε έρχεται ο χειμώνας; Πότε θα μεγαλώσεις μια στάλα, Στέλιο; Στέλιο;… Στέλιο!

* * *

Για τα καλά λόγια που λέγαμε προηγουμένως… Νομίζω πως στον γενικό πληθυσμό δεν είναι και πολύ υψηλό το ποσοστό των ανθρώπων που λένε εύκολα καλά λόγια για κάποιον τρίτο, που του επιδαψιλεύουν γνήσιους επαίνους (δεν μιλάμε για κολακείες εδώ πέρα, είναι εντελώς άσχετο θέμα αυτό), ή που τέλος πάντων τού λένε ένα μπράβο, που του βάζουν καρδούλα στο Facebook. Αυτό μπορεί να είναι απλή συναισθηματική τσιγγουνιά —και συχνά μάλλον είναι—, αλλά μπορεί και να οφείλεται σε ένα μείγμα παραγόντων, ψυχολογικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και λοιπών. [§] Υποθέτω πως ο πρώτος και κύριος παράγοντας που μας αποτρέπει να λέμε όλα αυτά τα πνιγμένα εν τη γενέσει τους μπράβο, όλες αυτές τις υποβιβασμένες σε απλό λάικ καρδούλες, είναι η ανασφάλεια. Ο καθένας μας ξέρει πόσο ανεπαρκείς είμαστε σε τούτο και σε κείνο, και ως εκ τούτου όλοι είμαστε φυσιολογικά ανασφαλείς. Επαινώντας κάποιον, ουσιαστικά μειώνουμε τον εαυτό μας —στο σύμπαν η συνολική επιτυχία είναι πεπερασμένη, όλοι το ξέρουν αυτό—, κυρίως δε όταν επαινούμε αυτόν τον τρίτο στο δικό μας πεδίο. Πώς στο καλό να πεις σε κάποιον ότι είναι ζηλευτός συγγραφέας, εάν τυχαίνει να γράφεις κι εσύ; Και εννοούμε ζωντανό συγγραφέα προφανώς, γιατί γενικά Οι Πεθαμένοι Συγγραφείς Είναι Καλοί Συγγραφείς. Και πόσο μάλλον του τόπου μας. Να ήταν Σέρβος, Γάλλος, Μολδαβός, Βιετναμέζος, πάει στο καλό. Αλλά Έλληνας; Έλληνας;! Έλληνας όχι. Η κουλτούρα της Δύσης, στην οποία δόξα τω Γιαραμπή ανήκομεν, επιβραβεύει τον ανταγωνισμό —και πολύ καλά κάνει!—, εξ ου και δεν παύουμε στιγμή να συγκρινόμαστε με άλλους: από το αν έχουμε μικρότερο ή μεγαλύτερο στήθος ή δικεφάλους, μέχρι πόσες φορές μπήκαμε (όπως μπήκαμε) στη δεκάδα των Βραβείων Public. Έτσι, όταν βλέπουμε την επιτυχία ενός άλλου, δαγκωνόμαστε, πικραίνεται το στόμα μας, καταπίνουμε φαρμάκι, μας κυριεύει φθόνος άγριος, ξένος, με πρόσωπο πράσινο και ωχροκίτρινες κηλίδες — δεν θα βγούμε δα να του πούμε και μπράβο, για όνομα του καλού Θεού. Ας πάει στο διάολο. [§] Από την άλλη, το να επαινείς τρίτους μπορεί ίσως να φανεί και σαν σημάδι είτε συναισθηματικής αδυναμίας, είτε ακόμη-ακόμη και ανειλικρίνειας. Και δεν μας αρέσει κανένα από τα δύο. [§] Ορισμένοι μπορεί πράγματι να φοβούνται ότι κάποια θετικά σχόλιά τους θα μπορούσαν να λογιστούν είτε σαν ψεύτικα είτε σαν απλές κολακείες, οπότε απλώς δεν τα εκφράζουν. (Αλήθεια, κάποτε είπα να κάνω λάικ σε κάτι πραγματικά σοφό που έγραψε μία κοπέλα, αλλά σταμάτησα τελευταία στιγμή το χέρι μου γιατί παρατήρησα πως φορούσε μαγιό. Ένα υποτυπώδες μαγιό, σκούρο βυσσινί με κάτι μαύρες τεθλασμένες ρίγες, που ένωνε με έναν μπρονζέ κρίκο μπροστά στο στήθος, και με δύο πανομοιότυπους πλην μικρότερους στους γοφούς). [§] Τώρα, το να κάνουμε έναν έπαινο απαιτεί αυτό που λέμε ενσυναίσθηση. Αλλά η καημένη η λέξη, όπως έτυχε να ακούσουμε, έχει κακοπάθει τελευταίως, οπότε το προσπερνώ. [§] Κάτι άλλο: κάποιοι δυσκολεύονται να απευθύνουν επαίνους όχι για πονηρούς λόγους αλλά γιατί δεν το βρίσκουν λογικό: είναι επικεντρωμένοι στα αρνητικά, είναι σκεπτικιστές, φιλοσοφημένοι, βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο και ραγισμένο, δεν θέλουν να χάσουν τον χρόνο τους με χιονονιφαδίστικα σαλιαρίσματα. Ή είναι τελειομανείς: «Σιγά πια». [§] Για να κλείσουμε: πιστεύουμε πως οι πραγματικά γενναιόδωροι άνθρωποι έχουν χαμηλά επίπεδα ανασφάλειας, νιώθουν καλά με τον εαυτό τους και δεν φοβούνται πως θα ’ρθει ο άλλος να τους φάει τη θέση. Όσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση έχει κανείς, τόσο πιο γενναιόδωρος μπορεί να είναι. Δεν είναι πάντα. Είναι αυτό που λέμε «ικανή συνθήκη». Βέβαια ο ευεργετηθείς με τον έπαινό μας ψηλώνει ο νους του, αλλά τι να κάνεις; It is what it is.

* * *

Μου αρέσει πάρα πολύ το μέτρο για την απαγόρευση των κινητών στα σχολεία. Μακάρι να πιάσει αυτή τη φορά. Και μακάρι να επεκταθεί και εκτός σχολείου.

* * *

Με ρωτούν πολλοί ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει ένας δρομέας μέσα στην πόλη: Τα αυτοκίνητα; Τα αδέσποτα σκυλιά; Οι τραυματισμοί; Οι κακοί δρόμοι; Ο ζεστός καιρός; Ο κρύος καιρός; Η βροχή; Η χλεύη των νεωτέρων, εμπειροτέρων και ταχυτέρων; ΟΧΙ! Είναι η διάρροια, κυρίες και κύριοι, διάρροια. H ανεξέλεγκτη κένωση.

* * *

Τώρα, αυτό το «με ρωτούν πολλοί» δεν ισχύει. Φυσικά και δεν ισχύει. Και δεν ισχύει ποτέ, όποιος και να το λέει. Προσωπικά δεν με έχει ρωτήσει ποτέ κανείς για το τρέξιμο, και ευτυχώς: δεν έχω ιδέα από το άθλημα, κι ας τρέχω καμιά δεκαπενταριά χρόνια πια. Γενικά με έχουνε ρωτήσει ελάχιστα πράγματα στη ζωή μου, και κυρίως πώς να πάνε στο τάδε μέρος. Συνήθως κάνω τον (υιοθετημένο) Κινέζο, αλλά σε όσους από αμηχανία απαντώ λέω άλλ’ αντ’ άλλα. Έχουμε ξαναμιλήσει για το φαινόμενο της τοπογραφικής αμβλύνοιας. Αλλά γενικότερα, ξαναλέμε: κανείς δεν ρωτάει στα ξεκούδουνα κανέναν, ποτέ. Απλώς είναι ένας ας πούμε εύσχημος τρόπος να τραβήξεις την προσοχή. Τι να κάνουμε τώρα; Προχωράμε.

* * *

Τι τρεντάρει στο ελληνικό X Twitter (ή: Όσο λιγότερα καταλαβαίνετε από αυτά, τόσο πιο ευτυχής άνθρωπος είστε): 1. #εφαγα_αποβολη_γιατι 2. #Βολος 3. Φοφανα 4. Τσελσι 5. #βροχη 6. Πελοποννησο 7. Brazil 8. Χριστινα Γκεντζου 9. Κερατσινι 10. Ζελσον.

* * *

Οι φίλοι προτείνουν βιβλία. Σήμερα η Ματίνα Κυριαζοπούλου: Mario Benedetti, «Άνοιξη με μια Σπασμένη Γωνία» (μετάφραση Κώστας Αθανασίου, Εκδόσεις Gutenberg). Από το οπισθόφυλλο: Ο Σαντιάγο, πολιτικός κρατούμενος στην Ουρουγουάη, έχει μόνη παρηγοριά τα μακροσκελή γράμματα της γυναίκας του Γρασιέλα. Εκείνη, εξόριστη μαζί με την εννιάχρονη κόρη τους και τον πεθερό της, παλεύει να προσαρμοστεί σε μια άλλη χώρα και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα και το πάθος που την ένωνε με τον άντρα της. Τα χρόνια περνούν, η φυλακή, η εξορία, η απόσταση αλλάζουν και τους δύο, και ο Ρολάνδο, ο καλύτερος φίλος του Σαντιάγο, γίνεται όλο και πολυτιμότερος για τη Γρασιέλα. Ο Μάριο Μπενεδέτι (Ουρουγουάη, 1920-2009), «από τους πιο σημαντικούς Λατινοαμερικανούς συγγραφείς, ισάξιος σύμφωνα με πολλούς του Μάρκες, του Φουέντες, του Κορτάσαρ» (The Washington Post), συνθέτει το «τρυφερό πορτρέτο μιας οικογένειας διαλυμένης από τις ιστορικές συγκυρίες» (Publishers Weekly). Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα εξορίας, «σοφό και σπλαχνικό» (The New York Times), το μοναδικό που έγραψε όταν ήταν πολιτικός εξόριστος.

* * *

Ραντεβού την άλλη Κυριακή, ευχαριστούμε. <3

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.