Πολεις

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Καμιά φορά γυρίζεις σπίτι μόνο για να κανείς ένα γρήγορο μπάνιο και να κοιμηθείς. Αν πάλι δουλεύεις από το σπίτι, κανείς αυτό το πράγμα συνέχεια, κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα χωρίς διακοπή. Με τη μόνη διαφορά ότι δεν χρειάζεται να γυρίσεις στο σπίτι σου. Απλώς δουλεύεις στο σπίτι σου, κάθε μέρα, όλη μέρα, μέχρι να βραδιάσει, οπότε κάνεις ένα γρήγορο μπάνιο, και κοιμάσαι. Είναι καλύτερα έτσι βέβαια. You are the King of the fucking world. Ή η βασίλισσα, ή ό,τι θες.

* * *

Στο μπιστρό εδώ δίπλα στο σιντριβάνι (νομίζω λέγεται μπιστρό, δεν ξέρω απ’ αυτά) ήταν τρεις τύποι που τους είχα δει ενώ περνούσαμε από μπροστά τους πηγαίνοντας να κάτσουμε στο πεζούλι. Έμοιαζαν εγκληματίες έτοιμοι για να πάνε στα μαγαζιά να πάρουν τα χρήματα για την προστασία. Μπράβοι, εκατό τα εκατό. Ποινικοί. Πιθανότατα χρυσαυγίτες. Φουλ ποντίκια, σχεδόν ξυρισμένα κρανία, φάτσες για αφίσα WANTED, κάθισμα με ανοιχτά πόδια, τσαμπουκαλεμένες μούρες, ένα μαύρο υπανθρωπικό χάλι. Το μόνο που τους έλειπε ήταν να αφήσουν τα Glock πάνω στο τραπέζι με τους φρέντους. Τους απώθησα, μέχρι που πέρασε κάνα εικοσάλεπτο και σηκώθηκαν επιτέλους για να αναπνεύσει ελεύθερα ο κόσμος —συνήθως στο συγκεκριμένο μαγαζί κάθονται κυρίες για να πιουν τον καφέ τους με ένα γλυκό, ή οικογένειες για να φάνε κάτι, περαστικοί τουρίστες που παραγγέλνουν πανκέικ κλπ.— και άρχισαν να απομακρύνονται με στιλ Σουγκλάκου στο «Ρεμάλι της Αθήνας». Έφτασαν μπροστά μου και πήρα το βλέμμα από το βιβλίο μου. Μιλούσαν εντελώς ανορθόγραφα, το ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό. «Εδώ ρε είχε τριάντα πέντε χιλιάδες νεκρούς το 1987 από τον καύσωνα», έλεγε ο ένας που έμοιαζε δίδυμος αδελφός του Νίκου Τσαχιρίδη, του κασκαντέρ, στον συνάδελφό του, που με τη σειρά του έδειχνε να έχει επιγραφή «Βιαστής» πάνω από το κούτελό του, «και μου λένε για κλιματική αλλαγή; Πλάκα με κάνεις;» Επιστήμονες. Πέρασαν τον δρόμο και χάθηκαν προς τη Μητροπόλεως. Το βράδυ κόβω το χέρι μου πως θα πήγαν να συλλέξουν τα φράγκα της προστασίας από τίποτα Βαρδάρι, Λαδάδικα, κάτι τέτοιο.

* * *

Σαν να μη μας έφταναν οι χρυσαυγίτες που κόψανε την όρεξη σε όλους τους νορμάλ ανθρώπους στην πλατεία, ένας πατέρας έφερε το παιδί του στο σιντριβάνι, έκατσαν σχεδόν δίπλα μας — και μας κατέστρεψαν και την υπόλοιπη ημέρα. Ο τύπος, με το που έκατσε, έβγαλε το κινητό του και πήρε τηλέφωνο έναν φίλο του για να του χαλάσει κι εκεινού το βράδυ. Άρχισε να μιλάει λέγοντας ανήκουστες βλακείες (ήταν γύρω στα 45, αλλά πραγματικά είχε τελείως ακατέργαστο μυαλό, με υποτυπώδη σκέψη, πάσχιζε ξανά και ξανά να διατυπώσει κάτι χωρίς πρόοδο, για ώρα), φανερά βαριεστημένος, ταυτόχρονα, με την αγγαρεία που έκανε: του είχαν φορτώσει τον γιο του. Το παιδί, ένα αγοράκι τριών ή τεσσάρων χρονών, έπαιζε πιο δίπλα, και όλοι όσοι καθόμασταν από εκείνη την πλευρά του πεζουλιού ήμασταν έτοιμοι να πεταχτούμε και να το πιάσουμε πριν πέσει στο νερό και πνιγεί ή πριν αρχίσει να τρέχει προς τον δρόμο παραδίπλα και το κόψουν τα αυτοκίνητα. Όσες φορές πήγαινε κοντά στον πατέρα του για να του πει κάτι, εκείνος, χωρίς καν να σηκώσει το κεφάλι από το κινητό, του έλεγε χωρίς απολύτως κανένα λόγο, «Όλο βλακείες είσαι, σκάσε επιτέλους, σκάσε, σκάσε», και το παιδί μουρμούραγε κάτι, κρέμαγε τα μούτρα του και ξαναγύριζε στο παιχνίδι του. Κάποια στιγμή σηκώθηκαν και όλοι μας ξεφυσήσαμε ανακουφισμένοι — όμως δεν πήγαν παρά μονάχα μέχρι δίπλα στο περίπτερο. Αυτός πήρε μια συσκευασία ατμίσματος, και πήρε και του μικρού ένα παιχνιδάκι, ένα σετ με πιστόλι και θήκη. Ήρθαν πίσω, ξανάκατσαν, του άνοιξε τη συσκευασία, του είπε πόσο βλάκας ήταν, και του έδωσε το πιστόλι αλλά —άγνωστο γιατί— όχι τη θήκη, που την κράτησε δίπλα του και μισοέκατσε επάνω της. Το παιδί άρχισε να παίζει με το πιστόλι, πυροβολώντας τα νερά. Εκείνος έκανε ακόμη ένα τηλεφώνημα, αλλά αυτή τη φορά δεν του το σηκώσανε. Οπότε άρχισε να χασμουριέται, κάθε πέντε δευτερόλεπτα. Στα μάτια όλων των ανθρώπων δίπλα μας έβλεπες πως σκέφτονταν διάφορα γι’ αυτόν· όχι νόμιμα πράγματα. Κάποια στιγμή είπε στον γιο του, αφού τον στόλισε πάλι, πως θα πάνε να φάνε ένα σάντουιτς —βλ. τυλιχτό με γύρο— που είναι πολύ ωραίο, το καλύτερο φαγητό, και μετά θα φύγουν, γιατί κουράστηκε, ήταν εξαντλημένος, και ο γιος του βλάκας, μεγάλος βλάκας, όλο βλακείες ήταν. Έριξε μια ματιά στα πέριξ, κοίταξε τον ουρανό, είπε πάλι για το σάντουιτς, και συνέχισε να χασεύει το τηλέφωνό του. Τότε ήρθε μία παρέα εκεί κοντά με ένα τεράστιο λαμπραντόρ, από τα πιο μεγάλα που έχουμε δει. Το παιδί σταμάτησε να ρίχνει με το πιστόλι, πήγε στον πατέρα του και του έλεγε, «Ένα μεγάλο σκυλί, κοίτα ένα μεγάλο σκυλί». Εκείνος δεν του έδωσε καμία σημασία, για ώρα. Το αγόρι επέμενε: «Ένα μεγάλο σκυλί. Κοίτα!» Μέχρι που ο πατέρας του αγανάκτησε, τον έβρισε πάλι, και του είπε, «Μια σταλιά είναι, βλάκα, μια σταλιά». Δείχνοντάς του τον σκυλάκο μου, τον Αρσέν.

* * *

Η αδυναμία μου να διαβάσω ποίηση συναγωνίζεται την ανικανότητά μου να κάνω άλμα επί κοντώ.

* * *

Αν δεν έχεις διαβάσει τα βιβλία που διάβασε ο Γιανναράς, απαγορεύεται να προσπαθείς να στραμπουλάς τη γλώσσα σου για να μιλάς κάπως. Δεν ΜΠΟΡΕΙΣ να μιλάς κάπως. Δεν γίνεται. Δεν γίνεται να γίνεται. Μιλάς απλώς σαν τη Μαντάμ Σουσού: «Εκτίναξα τας σινδόνας». Μίλα με όσο λιγότερες λέξεις γίνεται: είναι ΠΙΟ ΣΩΣΤΟ. Και γράφε και με όσο πιο λίγες λέξεις γίνεται: δεν είναι μονάχα πιο σωστό, είναι και ΠΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ. ΥΓ. Οι περιπτώσεις ματαιόδοξων ανθρώπων που προσπαθούν να μιλήσουν ΚΑΠΩΣ ενώ δεν το ’χουν μού θυμίζουν πάντα τον χασάπη μου στην Ιπποκράτους με Καλλιδρομίου, που ενώ σε όλους μίλαγε φυσιολογικά, και όταν τον ρωτούσαν τι κάνει έλεγε, «Μια απ’ τα ίδια», σε μένα που δούλευα στα βιβλία και ήμουν καλλιεργημένος (που δεν είμαι) απαντούσε: «Τα σύνηθες».

* * *

O Αυστραλοπίθηκος χρησιμοποίησε εργαλεία πριν από 3,3 εκατομμύρια χρόνια, και ο άνθρωπος έμαθε να ανάβει και να συντηρεί τη φωτιά πριν από τουλάχιστον 1 εκατομμύριο χρόνια. Πριν από 20.000 χρόνια αρχίσαμε να οργώνουμε τη γη, να φτιάχνουμε μόνιμους οικισμούς, και να πειραματιζόμαστε με τον τροχό. Αρδεύσαμε τα χωράφια μας το 6000 π.Χ., και βάλαμε πανιά στα σκάφη μας το 4000 π.Χ. Τιθασεύσαμε τον σίδηρο το 1200 π.Χ. και φτιάξαμε μπαρούτι το 850 μ.Χ. Το 950 φτιάξαμε τον πρώτο ανεμόμυλο, το 1044 την πρώτη πυξίδα, το 1250 το πρώτο μηχανικό ρολόι, και το 1455 τυπώσαμε το πρώτο μας βιβλίο. Φτιάξαμε ατμομηχανή το 1765, σιδηρόδρομο το 1804, ατμόπλοιο το 1807. Αρχίσαμε να βγάζουμε φωτογραφίες το 1826, το 1844 στείλαμε τα πρώτα μηνύματα με τον τηλέγραφο, και το 1876 κάναμε την πρώτη μας τηλεφωνική συνδιάλεξη. Αποκτήσαμε ηλεκτρικό φως το 1879, αυτοκίνητα το 1885, ραδιόφωνο το 1901, αεροπλάνα το 1903, πυραύλους το 1926, και τηλεόραση το 1927. Ο πρώτος υπολογιστής φτιάχτηκε το 1937, ενώ το 1942 τιθασεύσαμε την πυρηνική ενέργεια. Φτιάξαμε τρανζίστορ το 1947, ταξιδέψαμε στο διάστημα το 1957, το 1974 κατασκευάσαμε τον πρώτο οικιακό υπολογιστή και πλοηγηθήκαμε για πρώτη φορά στο ίντερνετ, το 2001 ξεκίνησε η χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, και το 2017 φτιάξαμε το πρώτο μηχάνημα Τεχνητής Νοημοσύνης. Κι εγώ ειλικρινά σήμερα το πρωί τα ’βαλα με τον Θεό, τον σατανά, τους διαβόλους, τους δαίμονες, τα πνεύματα, τους γείτονες, με τα πάντα, γιατί δεν μπορούσα να φτιάξω καφέ — ενώ απλά δεν ήταν στην πρίζα η καφετιέρα.

* * *

Μη σας παίρνει από κάτω: τα Χριστούγεννα είναι κοντά. Δείτε εδώ πόσο.

* * *

«Στο προτελευταίο μπάνγκαλοου, τον Ιβίσκο, το ζευγάρι δεν είχε πιαστεί στον ύπνο. Η γυναίκα, ολόγυμνη, κειτόταν μπροστά στον νιπτήρα του μπάνιου. Τα ίχνη των αιματοβαμμένων δαχτύλων της πάνω στα λευκά πλακάκια μαρτυρούσαν με ακρίβεια τις τελευταίες της κινήσεις: την πτώση της, τα λιγοστά μέτρα που είχε κατορθώσει να συρθεί, προτού την αποτελειώσει μια σφαίρα στον σβέρκο. Ο άντρας της, που είχε σφαχτεί πάνω στο κρεβάτι της καλύβας, είχε μια καθαρή τομή στον λαιμό σαν κόκκινο χαμόγελο και ήταν σωριασμένος πάνω στο παχύ χαλί, του οποίου το γκρίζο πέλος είχε μια περίεργη ομοιότητα με τις ασημένιες τρίχες του θύματος. Είχαν άραγε ξυπνήσει; Είχαν ακούσει θόρυβο; Είχαν δει κάτι; Όχι αρκετά, σχολίασε ο Αρτέμ, ώστε να προλάβουν να τηλεμεταφερθούν. Ο αριθμός των αιματηρών εγκλημάτων, μετά την ανθρώπινη τηλεμεταφορά, δεν είχε πάψει να μειώνεται κάθε χρόνο, όχι βέβαια επειδή πάνω στη Γη ήταν πλέον λιγότεροι οι ψυχοπαθείς, οι ζηλότυποι, οι κλέφτες και οι ληστές, αλλά επειδή τα πιθανά θύματα είχαν καλλιεργήσει σταδιακά, σε περίπτωση κινδύνου, το αντανακλαστικό της τηλεμεταφοράς. Υπήρχε ακόμα και κουμπί πανικού πάνω στα περισσότερα TPC... το οποίο αυτό το ζευγάρι, μολονότι ήταν ξύπνιο, δεν είχε ενεργοποιήσει. Γιατί;» Μισέλ Μπυσσί, «Η νέα Βαβέλ» (μετάφραση Σταύρος Παπασταύρου, Εκδόσεις Πατάκη).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.