- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024
Όσο μεγαλώνει ένας έξυπνος άνθρωπος, και καταλαβαίνει, τόσο πιο εύκολα πια αφαιρείται όταν δεν τον ενδιαφέρει το θέμα μιας συζήτησης. Εννοώ, αφαιρείται τελείως, κατεβάζει ρολά, κλείνει διακόπτες, δεν ακούει τίποτε. Τα λόγια των άλλων ενώνονται με μικρές αλυσιδίτσες μεταξύ τους, υφαίνοντας ένα παράξενο κυματιστό παραπέτασμα που μετεωρίζεται ιριδίζοντας μπροστά από τα πρόσωπά τους σαν θαλάσσια ανεμώνη, τα στόματά τους κινούνται χωρίς να παράγουν ηχητικά κύματα όπως στα όνειρα, όλες οι λέξεις γίνονται στην αρχή ένας βόμβος και μετά μια ησυχία καμωμένη από βαμβάκι, σαν χιόνι που τυλίγει έναν πεθαμένο. «…Τι λες κι εσύ; Συμφωνείς;» «Τι;… Α ναι, ναι, φυσικά». Και στο μεταξύ δεν έχεις ιδέα τι λέγανε, γιατί απλούστατα δεν σε ενδιαφέρει το θέμα. (Ή, εναλλακτικά, δεν σε ενδιαφέρουν τα άτομα που μιλούν για το θέμα, καθώς δεν έχουν τα φόντα να το εξετάσουν ούτε καν επιφανειακά. Κι αυτό είναι κάτι που ξέρεις). Τι σε ενδιαφέρει; Σε ενδιαφέρει να πας στο σπίτι σου, να πλυθείς, να αλλάξεις, να βγάλεις το τάπερ με το κομμένο καρπούζι από το ψυγείο, να κόψεις ένα κομμάτι φέτα, και να κάτσεις να δεις το feelgood σίριάλ σου στη συνδρομητική τηλεόραση, με τη γάτα σου να σε κοιτάει λοξά απ’ την άλλη μεριά του καναπέ, τάχα μου αδιαφορώντας, τάχα μου πως δεν τη νοιάζει που γύρισες επιτέλους σπίτι. Όμως σε λίγο θα ’ρθει να κάτσει δίπλα σου, και θα κολλήσει τα πλευρά της στο πόδι σου αναστενάζοντας βαθιά, ξέροντας πως μαζί της δεν θα αφαιρεθείς ποτέ.
* * *
Στο Κίεβο και στις άλλες μεγάλες ουκρανικές πόλεις όπου καθημερινά κόβεται το ρεύμα μετά από άλλη μία τρομοκρατική επίθεση των Ρώσων με πυραύλους και ντρόουν στις ενεργειακές τους υποδομές, συχνά βλέπεις το βράδυ παράξενα κόκκινα φώτα να κινούνται λίγο πάνω από το έδαφος. Είναι τα φωσφοριζέ κολάρα των σκύλων που τους φοράνε οι άνθρωποί τους για να σπάνε το σκοτάδι και για να μη χαθούν μέσα στη νύχτα έτσι και ακουστεί καμιά σειρήνα και το βάλουν αλαφιασμένα στα πόδια.
* * *
Να αντιμετωπίζουμε τις καθημερινές αντιξοότητες της ζωής, μικρές και μεγάλες, με ένα κλάσμα της στωικής γενναιότητας με την οποία αντικρίζουν τον θάνατο οι Ουκρανοί, χωρίς να σπάνε ούτε λεπτό, δυόμισι χρόνια τώρα.
* * *
Η ρουτίνα είναι η υπερδύναμη του εσωστρεφούς και ο κρυπτονίτης των εξωστρεφών. Ζήτω η ευλογημένη ρουτίνα.
* * *
Έγραψε ένα ωραίο κείμενο μια καλή φίλη για το πώς επικοινωνεί με τις γάτες της, πώς τούς μιλά — και πώς τής μιλούν κι εκείνες με τη σειρά τους. Αντιγράφω: «Στις γάτες μου μιλάω γιατί έτσι έχω μάθει να επικοινωνώ. Λεκτικά. […] Οι γάτες μου μπορεί να μην αντιλαμβάνονται μια λέξη από τα γράμματα που την απαρτίζουν, και να μην την εικονοποιούν, αλλά ξεχωρίζουν τους ήχους και τους συνδέουν με ένα συναίσθημα, ή μια συνέπεια. Καταρχάς, ξέρουν το όνομά τους. Όταν κοιμούνται όλα μαζί και πω το όνομα του Κιου, θα κουνηθεί το δικό του αυτί. Η Ίβα ξέρει πότε την ψάχνω να της πω ένα γεια, ή πότε τη φωνάζω για μεζεδάκι. Και όλα ξέρουν ότι έχουν κάνει κάτι που δεν θέλω όταν με ακούνε να λέω λίγο έντονα, “Κάτω!” Και αυτές φυσικά επικοινωνούν με το δικό τους τρόπο. Ο Κιου μάς ειδοποιεί ότι έρχεται από δίπλα για να σηκωθούμε αμέσως να του ανοίξουμε και να του βάλουμε φαγητό, αλλά νιαουρίζει διαφορετικά αν βρει την πόρτα του υπνοδωματίου κλειστή όταν θέλει να έρθει να κοιμηθεί μαζί μας. Και ο Σαρίφ φροντίζει να μας θυμίζει ότι έχει και αυτός στόμα και στομάχι κάθε φορά που εμφανίζεται οποιοδήποτε φαγητό! Ο Ντάνυ μού λέει γλυκόλογα όποτε έρχεται να κουρνιάσει δίπλα μου, και ο Φαραώ πιάνει κουβέντα με όλους». Κι εμείς κάνουμε το ίδιο, εννοείται, με τη δικιά μας γάτα, όπως άλλωστε και με τα σκυλάκια μας. Δεν της έχουμε πει ποτέ «ψιτ-ψιτ-ψιτ». Είναι σαν να μιλάς μπεμπεκίστικα σε ένα μωρό: απλώς καθυστερείς τη γλωσσική του ανάπτυξη. Νομίζω βέβαια πως οι περισσότεροι πια μιλάνε κανονικά στα ζωάκια τους. Οι γάτες πάλι δείχνουν με το σώμα τους, και, κυριολεκτικά, με οτιδήποτε υπάρχει επάνω τους και μέσα τους (τρίχα, μουστάκια, ουρά, αυτιά, μάτια, ράχη, νύχια, δόντια, φωνή — ή μάλλον: φωνές), όλα τους τα συναισθήματα, με πρώτα και κύρια, και άρα πιο παραστατικά, τα αρνητικά, ήτοι την ανησυχία, την απογοήτευση, τον φόβο, τον θυμό και την οργή. Είναι ωραία απασχόληση να φτιάχνει κανείς καταλόγους για τη γατίσια γλώσσα του σώματος —ειδικά τις τρομερές αλλαγές στο βλέμμα και στην κόρη του ματιού, καθώς και στη θέση και τα στριψίματα της ουράς και των αυτιών, για το όρτσωμα της γούνας τους και την καμπουριασμένη ράχη—, αλλά δεν είναι και απαραίτητο: γιατί τις διαβάζουμε όλοι μας τέλεια. Εξ ου και, όποτε πρέπει, μένουμε μακριά τους, όχι μόνο για να μη δοκιμάσουμε τη δίκαιη οργή τους, αλλά και γιατί δεν θέλουμε να χαλάσουμε τις καλές σχέσεις που αναπτύξαμε μαζί τους. Αν ραγίσει το γυαλί, δύσκολα ξαναφτιάχνει.
* * *
«Ανέβηκαν με έναν δασκαλεμένα αγέρωχο βηματισμό τα σκαλοπάτια του ικριώματος, εκείνης της μονολιθικής κατασκευής. Ήταν όμορφα σκαλοπάτια, απλά, από πλανισμένο ξύλο καλά λουστραρισμένο. Επάνω τους πιτσίλιζε ολοένα η βροχή, άηχα. Οι θηλιές περάστηκαν στοργικά στους λαιμούς. Μετά, μπήκαν οι κουκούλες. Τα χέρια τους ήταν δεμένα μπροστά, και έσφιγγαν λίγο τα δάχτυλα κι οι δυο τους, από αμηχανία, όπως προσεύχονταν παλιά εδώ. Από το μεγάφωνο ειπώθηκε δυνατά και σταθερά ο λόγος της καταδίκης. Α, τα νιάτα, τα νιάτα. “Αγάπη”. Πάντα το ίδιο, πάντα η ίδια παλιά ιστορία. Πάντα η αγάπη, η αμαρτία, το μπέρδεμα των φυλών, το ανακάτεμα, το ποδοπάτημα των διδαχών. Ο ντροπιασμένος, τσαλαπατημένος νόμος. Ειπώθηκαν και οι ηλικίες, και τα ονόματα, και η απόφαση. Έπειτα ο συνοδός τους με το ωραίο παράστημα έδωσε το παράγγελμα, το πλήθος κράτησε την ανάσα του, η καταπακτή άνοιξε με έναν αναστεναγμό, οι δυο τους κλότσησαν λίγο, κάποιοι ζητωκραύγασαν τον Θεό ―Ο Θεός είναι μεγάλος! Ο Θεός είναι μεγάλος!―, κι ο Ομάρ σκέφτηκε το σώμα της, σταρένιο και ζεστό σαν το ψωμί, να τρέμει κάτω από τα χέρια του, όσο εκείνη, η αγάπη, η αγάπη του, τιναζόταν δίπλα του στον αέρα, έκθαμβη και πικραμένη». [Απόσπασμα από το δυστοπικό μου διήγημα «Η Χανελόρε και ο Ομάρ στην Αλεξάντερπλατς», από τον συλλογικό τόμο «Passengers», Free Thinking Zone 2018].
* * *
Το διήγημα στο οποίο αναφέρομαι παραπάνω είναι πολύ μικρό: 780 λέξεις όλες κι όλες. Στην πραγματικότητα δεν είναι διήγημα δηλαδή, αλλά «μικρό διήγημα» (short short story). Κάτι παραπάνω από «flash fiction», ή από «postcard fiction». Postcard fiction είναι τα μικρά διηγήματα που θα χωρούσαν να γραφτούν στο πίσω μέρος μιας καρτ-ποστάλ — δεν είναι τέλειο; Το πιο κοινό εύρος για ένα short short story είναι 750 με 1.500 λέξεις. Εν πάση περιπτώσει, το δικό μου θα το έλεγαν κάποιοι στα ελληνικά και «μικρομυθοπλασία», που είναι κάπως χάλια. Τα κανονικά διηγήματα ξεκινούν από τις 1.500 λέξεις και φτάνουν ώς τις 10.000. Από τις 10.000 ώς τις 20.000 μιλάμε για νοβελέτα. Από τις 20.000 λέξεις ώς τις 50.000 για νουβέλα. Από τις 50.000 ώς τις 75.000 για μικρό μυθιστόρημα. Από τις 75.000 και πάνω για μυθιστόρημα. Παρακαλώ.
* * *
«Το γραφείο τελετών Τζόι είναι ένα από τα πολλά στο Ιστ Όκλαντ. Βρίσκεται στη γωνία της Σεμινάρι Άβενιου κι ενός άλλου δρόμου, που κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να μάθει το όνομά του, και υποδέχεται ένα σωρό πτώματα. Η Αλέ κι εγώ πηγαίνουμε εκεί ανά δίμηνο, όταν οι υπάλληλοι τα παρατάνε γιατί δεν μπορούν να χωνέψουν ακόμα ένα πτώμα δίπλα σε ένα πιάτο τυρί από τα Safeway. Έχουμε πάει σε αρκετές κηδείες στη ζωή μας, κι έτσι ξέρουμε πως κανένας από τους πενθούντες δεν το θέλει το γαμημένο το τυρί. Η Αλέ κι εγώ ανηφορίζουμε τη Μακάρθουρ Μπούλεβαρντ κι εκεί παίρνουμε ένα λεωφορείο της γραμμής NL, χρησιμοποιώντας κάρτες Clipper που έχουμε βουτήξει από τα απολεσθέντα και ευρεθέντα του δημοτικού σχολείου. Το λεωφορείο είναι σχεδόν άδειο επειδή εμείς είμαστε νέες κι ανόητες, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάθονται στο γραφείο τους, σε κάποιο κτίριο από γυαλί και μέταλλο, κοιτάζουν μια οθόνη κι εύχονται να γεύονταν φρέσκο και γαλήνιο αέρα. Εμείς δεν έχουμε προορισμό και μας αρέσει έτσι». Λέιλα Μότλι, «Νυχτοπερπατήματα» (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός).
* * *