Πολεις

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Αν δεν είχε πεθάνει ο Χριστόδουλος, κι αν ήταν δέκα χρόνια νεότερος ο Γιανναράς, οι μισοί στρατεύσιμοι Έλληνες σήμερα, και παραπάνω ίσως —για να μην πω οι 9 στους 10 και φανώ υπερβολικός—, θα δήλωναν Ι-5 για να μην πάνε να πολεμήσουν στην Ουκρανία, υπό τον Πούτιν. Άγιο είχαμε.

* * *

Άραγε γιατί εξακολουθούμε να λέμε «καλό ταξίδι» και άλλα τέτοια στους πεθαμένους; (Βασικά στο κοινό μας στο Facebook τα λέμε, αλλά τέλος πάντων). Γιατί τούς λέμε «καλή αντάμωση», «θα τα πούμε σύντομα», «εκεί που πας θα βρεις αυτόν κι αυτόν για να τα λέτε», «να προσέχεις τον Παντέλο» και άλλα τέτοια τάχα συγκινητικά; Δεν ξέρω κανέναν που να πιστεύει ότι μετά θάνατον βρισκόμαστε οι πεθαμένοι σε ένα καφενείο, πίνουμε πράσινο ηθικό τσάι και συζητάμε. Ότι πάμε στη γειτονιά των αγγέλων. Ότι μάς ξεδιαλέγει ο άγιος Πέτρος και μας δίνει ένα φωτοστέφανο όπως στο κόμικς του Αρκά. Δεν υπάρχει «κάτι» μετά θάνατον. Δεν υπάρχει τίποτε: πάει, τέλος, this is the end, fin, γεια σας. Ούτε και οι ένθεοι και θρησκεύοντες από τους γνωστούς μου πιστεύουν ότι υπάρχει πράγματι «κάτι», και σίγουρα όχι αγγελάκια και άρπες, ή διαβολάκια και άρπυιες — συγγνώμη γι’ αυτό. Είναι όλοι τους φυσιολογικοί άνθρωποι, και αντιλαμβάνονται τη θρησκεία και τη θεολογία σαν έναν ηθικό κανόνα και μέτρο για τον πιστό, τη συνείδησή του, και τη ζωή του. Οπότε; Τι στο καλό τα λέμε ΑΚΟΜΑ αυτά τα σούπερ κριντζ επαναστατικά, που ήδη στον καιρό της γιαγιάς μου ακούγονταν 19ος αιώνας, όπως και είναι άλλωστε; Δεν έχω ιδέα… Ή, τι να πω, ίσως φταίει που εγώ ακολουθώ πολλούς άνω των 40-50, ηλικίες που ο κόσμος αρχίζει και ξεβολεύεται, παρακολουθεί πολλές κηδείες, ακούει για πολλά νοσοκομεία, οπότε λέει να πιάσει μία το μεταφυσικό ρεπορτάζ μπας και ανακουφιστεί μια στάλα. Ή απλώς είναι αυτή η ανάγκη για οποιουδήποτε είδους παράσταση στην οποία μάς ωθούν τα σόσιαλ. Τύπου, πρέπει οπωσδήποτε να βγω και να πω μια αβαρή ανοησία αλά Γκόλφω. Δεν ξέρω. Για όνομα του καλού Θεού όμως. Το γεγονός ότι, ας πούμε, η αστρολογία δεν είναι παράνομη σαν το κρακ αλλά εξακολουθεί να έχει άπειρους θιασώτες, είναι κάτι παραπάνω από awkward. Αλλά είναι σχεδόν εξίσου απογοητευτικό να βλέπεις πως κάποιοι δεν νοιάζονται να δηλώσουν δημόσια ότι πιστεύουν στα φαντάσματα. ΥΓ. Πάντως, για όποιον έχει σχετικές αμφιβολίες: όταν δεν είναι σκέτο θέατρο, όχι, δεν είναι υπαρξιακή ανησυχία, δεν είναι μεταφυσικά ερωτήματα αυτά, είναι απλός συγγνωστός, παλιός, ανθρώπινος φόβος. Τρέμουμε στο ενδεχόμενο να ξαναγυρίσουμε σαν υποατομικά σωματίδια στο πέραν της Γης σύμπαν. Αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Τι να κάνουμε τώρα; Δεύτερη ζωή δεν έχει.

* * *

Ο οργανισμός μου δεν αντέχει τον στόμφο, τη μεγαλοστομία, τον λυρισμό, το μελό, τις πομπώδεις εκφράσεις, τις λέξεις που απαντούν μόνο στα λεξικά, όλα αυτά τα φρικτά πράγματα από το εξώτερο διάστημα που θέλουν το κακό μας. Και όμως: σαν τα τζιν παντελόνια, τα λευκά τισέρτ και τα μαύρα φορέματα, είναι πάντα της μόδας. I mean, ο άλλος είναι τριάντα χρονών και γράφει σαν Coelho Generator, σαν ποιητής ημερολογίων τοίχου: στάτους, κειμενάκια, βιβλία, ό,τι θες. Είναι χειρότερο κι από τα βιωματικά αφηγήματα με πεινασμένα παιδάκια αυτό. Ας μας βοηθήσει κάποιος.

* * *

Δεν μπορώ να γράψω για όλα τα βιβλία. Αν και κάποιος θα έλεγε ότι ζω μέσα σε αυτά, δεν έχω τις γνώσεις, την ποιότητα και το βάθος άλλων ανθρώπων —πολλοί είναι και αρκετά μικρότεροί μου— που το κάνουν, και το κάνουν καλά. Δεν φτάνει να είσαι κοντά σε ένα λατομείο για να γίνεις γλύπτης. Όπως στα μυθιστορήματα που γράφεις πρέπει από πριν να ξέρεις καλά το βιογραφικό όλων των ηρώων σου, ακόμη και αν δεν πρόκειται να κάνουν και πολλά σπουδαία πράγματα στο βιβλίο σου, έτσι και με κάποια άλλα βιβλία που δεν είναι απλές ιστορίες: οφείλεις να έχεις εκ των προτέρων μια σχετική γνώση αυτών που έπαιζαν στα δάχτυλα οι συγγραφείς τους, να αναπνέεις τον ίδιο αέρα μ’ αυτούς, τέλος πάντων να καταλαβαίνεστε. Αν το 90% των βιβλίων είναι καλό, και απαραίτητο, να τα απολαμβάνουμε σκέτα, γιατί ο συγγραφέας τους είναι πια σε κάποιο μπαρ και τα πίνει, ένα 10% φρόνιμο είναι να τα διαβάζουμε υπό τη σκιά του δημιουργού τους, μια βαριά σκιά που δεν ξεκολλάει ποτέ από τις σελίδες τους.

* * *

Σαν σήμερα, 27 Αυγούστου του 1988, βρέθηκε νεκρός από την αδερφή του, στο σπίτι του στον Κολωνό, ο Κώστας Ταχτσής, στα 61 του χρόνια. Είχε δολοφονηθεί, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, πριν από περίπου 36 ώρες. Ο δολοφόνος του δεν βρέθηκε ποτέ. Τον τρέμαμε όλοι τότε τον Ταχτσή, γιατί ήξερε τόσο πολλά γράμματα και είχε κάνει τόσο πολλά και αλλότρια πράγματα. Ένιωθες δέος μπροστά του, για τις γνώσεις του, για την τέχνη του, για τη ζωή του, κι ένα παραπάνω γιατί υποστήριζε όσο λίγοι αυτό που λέμε «ελευθερία των προσωπικών επιλογών». Μια μειονότητα από μόνος του, βάδιζε σε ένα μονοπάτι που το χάραζε λίγο-λίγο, με τα χέρια και το σώμα του, υπερήφανα και αδιαφορώντας για ό,τι και να του έλεγαν οι άσχετοι και οι βολεμένοι. Ο ίδιος άλλωστε υπήρξε το αντίθετο του βολεμένου. Εγώ βέβαια, αν και ήδη στα 25 μου —όχι κάνα τζόβενο δηλαδή—, τολμούσα να τον αμφισβητήσω: «Ποιο “Τρίτο στεφάνι”, έλα σε παρακαλώ πολύ», και τα παρόμοια. Ανοησίες. Απλώς λέγαμε τέτοια εκείνο τον καιρό· μ’ αυτά τρεφόμασταν στις παρέες, και ειδικά στην παρέα της Καλλιδρομίου. Στις 20 του μηνός —με ζέστη μεν αλλά όχι σαν της περσινής χρονιάς, που μας τσάκισε όλους στην Αθήνα—, τον δεξιωθήκαμε με τιμές αρχηγού κράτους στο Τρίτο Μάτι της Ζωσιμάδων, το στέκι μας. Σπρώξαμε κάπως τα τραπεζάκια της αυλής να κάνουν κάτι σαν κύκλο, βάλαμε περιμετρικά τις καρέκλες, και αποκλείσαμε από το μαγαζί τυχόν παρείσακτους. Μας τον έφερε εκεί ο Κ.Π., που ήταν ο δικός μας αρχηγός, και όλοι —ο Ξ.Μ., ο Π.Τ., ο Δ.Α., οι πάντες— μεθύσαμε πριν καν φτάσει ο Ταχτσής στο μαγαζί, έτοιμοι για όλα. Συνήθως δεν συμβαίνει αυτό, μου έχουν πει, αλλά εκείνο το βράδυ δεν πέσαμε έξω, δεν απογοητευτήκαμε, ήταν ό,τι ακριβώς περιμέναμε εκείνος ο άνθρωπος —που δεν μας χρωστούσε και τίποτα—, κι ακόμα περισσότερα. Σοβαρός και χιουμορίστας, μάγκας και διανοούμενος, καλός πότης, με πολλές γλώσσες μέσα του (όλες τις ήξερε και τις χειριζόταν άψογα άλλωστε, ειδικά τις ποικίλες εκδοχές της ελληνικής), και μέσα σε όλα ένας σεμνός άνθρωπος, από όσο μπορώ να ανακαλέσω. Ήταν ωραία νύχτα, παρά κάποιες φιλολογικές ακρότητες, και παρά το σιντριβάνι των ποτηριών που στήσαμε κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα. Μια βδομάδα μετά θα μαθαίναμε τα φρικτά νέα, που θα μας πάγωναν το αίμα και θα μας γέμιζαν τρόμο και περίσκεψη. Και, ένα χρόνο μετά, θα μου έπεφτε ο κλήρος να κάνω τη διόρθωση στο «Φοβερό βήμα» που έβγαλε ο Εξάντας. Ένα βιβλίο που εκ των πραγμάτων ήταν και δεν ήταν του Ταχτσή· κατάλοιπα γαρ. Εν πάση περιπτώσει. Πόσο άδικος θάνατος πάντως. Πόσο πέρα για πέρα άδικος.

* * *

«Ο δεσμοφύλακας δεν μου φέρεται ούτε με καλοσύνη ούτε με απέχθεια. Το πρωί μού φέρνει ένα κομμάτι ψωμί και λίγο νερό και, όταν ο κουβάς μου είναι γεμάτος, τον παίρνει. Τις πρώτες μέρες έκανα κάποιες προσπάθειες να του πιάσω κουβέντα, αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Όταν μου έφεραν το τραπέζι και την καρέκλα για να γράψω αυτό το κείμενο, δεν έκανε κανένα σχόλιο. Δεν είναι μουγγός, πάντως, διότι μερικές φορές τον ακούω να μιλάει στον διάδρομο. Φαντάζομαι ότι δεν τον ενδιαφέρω καθόλου, ούτε διαφέρω γι’ αυτόν από τους ενοίκους των άλλων κελιών κατά μήκος του διαδρόμου. Κι άλλωστε, τι να συζητήσει κανείς εδώ μέσα. Όταν φεύγει, τον ακούω να εκτελεί τα ίδια καθήκοντα στα υπόλοιπα κελιά. Δεν έχω δει ποτέ τους συγκρατούμενούς μου, ούτε έχω καμία επιθυμία, διότι δεν επιθυμώ συναναστροφές με εγκληματίες». Graeme Macrae Burnet, «Το ματωμένο του έργο» (μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου, Εκδόσεις Μεταίχμιο).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα