Πολεις

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κυριακή 25 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Ήρθαν χθες στο σιντριβάνι να φάνε το παγωτό τους δυο μαμάδες —ή μία μαμά με την αδελφή της, δεν είμαι πολύ σίγουρος— με κάτι παιδιά, το ένα από αυτά —αγόρι βέβαια— τσαντισμένο, δακρυσμένο, έτοιμο να σκάσει. Του είχε πέσει το μισό του παγωτό κάτω και δεν τόλμησε καν να κάνει πως το σηκώνει επικαλούμενο τον κανόνα των 5 δευτερολέπτων. Δεν ήταν αυτό το κακό όμως. Το κακό ήρθε μετά. Ήρθε με την ήρεμη, σχεδόν ανέκφραστη φωνή της μαμάς του, που έλεγε αλά HAL: «Δημοσθένη, έκανες μια επιλογή. Και αυτή η επιλογή σού δίδαξε κάτι. Όλες οι επιλογές μας μας διδάσκουν κάτι, έτσι δεν είναι; Δεν συμφωνείς; Ακόμη και όταν αποτυγχάνουμε. Ή ιδίως τότε. Το έχουμε δουλέψει αυτό, Δημοσθένη. Οπότε, τι διδάσκεσαι από αυτό; Ότι την επόμενη φορά θα πάρεις διαφορετικές αποφάσεις σχετικά με το παγωτό σου, σωστά; Όχι περισσότερες μπάλες από όσες χωράνε στο εσωτερικό του μπισκοτοδοχείου, ή επιλογή άλλου τύπου: κυπελλάκι και όχι χωνάκι, ας πούμε. Ναι, Δημοσθένη; Φάε τώρα το υπόλοιπο, και έλα μετά να σου δώσω το μαντίλι σου για να σκουπιστείς. Μην πλησιάσεις το νερό για να ξεπλύνεις τα χέρια σου, είναι γεμάτο μικρόβια». Όσο τα άκουγα αυτά σκεφτόμουν να σκύψω κάτω, να πάρω τη μισολιωμένη μπάλα παγωτό στρατσιατέλα και να την κολλήσω στο μέτωπό μου βγάζοντας τη γλώσσα, αλλά γράφω και παιδικά βιβλία, όπου ο ανταγωνισμός είναι θανάσιμος —άσ’ τα να πάνε—, οπότε το ξανασκέφτηκα. Στο μεταξύ, κι ενώ δεν έφτανε αυτό, το κοριτσάκι της παρέας, μια ηλικία περίπου με το αγόρι —εφτά; οχτώ χρονών; κάπου εκεί—, είπε κάποια στιγμή: «Το θυμάμαι το μέρος από την προηγούμενη επίσκεψή μας, είχαμε έρθει εδώ ΓΙΑ ΚΑΦΕ», ενώ αναφερόμενη σε μια συγγενή ή φίλη των δύο κυριών για την οποία γινόταν λόγος δήλωσε τακτοποιώντας μια ζάρα στο φουστάνι της: «Από μακριά κι αγαπημένοι». Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Obay.

* * *

Αν με κέρδισε ένα βιβλίο αυτό το καλοκαίρι, είναι η «Τέχνη της φυγής» του Μεξικανού ανθρώπου των βιβλίων Σέρχιο Πιτόλ (σπουδαία μετάφραση από την Αγγελική Βασιλάκου, Εκδόσεις Δώμα). Δεν τον ήξερα, ομολογώ — ξέρω πολύ λίγα πράγματα έτσι κι αλλιώς, και ειδικά από τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία σχεδόν τίποτε. Από τους σχετικώς παλιούς μόνο τον Μπόρχες, τον Μάρκες, τον Φουέντες, άντε κάπως τον Παζ και τον Κορτάσαρ άμα στύψω το μυαλό μου, και πλέον μερικούς που γράφουν αστυνομικό και τρόμο, για την ακρίβεια γυναίκες κυρίως, που με έχουν κερδίσει τα τελευταία χρόνια. Μάλλον όμως δεν είμαι ο μόνος, καθώς ο Πιτόλ (1933-2018) δεν έχει αναγνωριστεί —διαβάζω— όσο τού πρέπει. Τιμήθηκε μεν με μεγάλα βραβεία και διακρίσεις, αλλά πια έχει σχεδόν χαθεί από το ενδιαφέρον κοινού και «ειδικών». Στο μεταξύ, μιλάμε για έναν ογκόλιθο. Ένα βουνό. Η «Τέχνη της φυγής», αυτό το ορμητικό ρυάκι των Γραμμάτων που κυλά από το Μεξικό στην Ευρώπη (σε ΟΛΗ την Ευρώπη), κι από τη μια δεκαετία του προηγούμενου αιώνα στην άλλη, κι από τη μια λογοτεχνία στην άλλη, κι από τον ένα πεζογράφο στον άλλο, και μάλιστα με τόση δροσιά, τέτοια αγάπη για το γράψιμο και τα βιβλία, τέτοιον οίστρο, τέτοια γνώση και τόσο βάθος — ναι, η «Τέχνη της φυγής» δεν έχει όμοιά της. Μιλάμε για αληθινή απόλαυση, για ένα πανηγύρι που γιορτάζει το Βιβλίο. Έχουμε να κάνουμε με κάτι ειδολογικά σαφώς ακατάτακτο, με ένα λογοτεχνικό ημερολόγιο, ας πούμε, που είναι μαζί και ένα μπουκέτο δοκιμίων γύρω από τη λογοτεχνία. Με δυο λόγια: ο Πιτόλ μιλά για τη ζωή του (υπηρέτησε σαν διπλωμάτης αλλά εργάστηκε και σαν μεταφραστής σημαντικών βιβλίων από πολλές γλώσσες στα ισπανικά), για τα ταξίδια του, για τους σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισε, και για την αγάπη του προς τα βιβλία. Κυρίως αυτό, πέρα και πάνω από καθετί άλλο, αυτό: τα βιβλία. Αλλά πώς το κάνει! Καταρχάς, δεν θα διαβάσετε λιγότερο ανεπιτήδευτο έργο από αυτό. Να ξέρεις τόσα πράγματα, και τόσο καλά, σε τέτοιο επίπεδο, και να μιλάς με τέτοια ταπεινότητα και απλότητα — αλλά και αυτοπεποίθηση βέβαια. Με πάθος, χαρά, και θριαμβευτικά: καμιά φορά, μάλιστα, σαλπίζοντας. Αλλά και με μια πίκρα πού και πού, όταν νιώθεις τον χρόνο να σου γνέφει από μακριά… ή ίσως όχι και από τόσο μακριά… Θεέ μου. Τι άνθρωπος! «Ο χάρτης των αναγνωσμάτων μου σχεδιάστηκε λίγο-πολύ τυχαία, από τη μοίρα, την ιδιοσυγκρασία και εν πολλοίς από τον ηδονισμό». Chapeau. Το κεφάλαιο με τίτλο «Ο αφηγητής», μια «ποιητική της συνθέσεως» για το μυθιστόρημά του «Το γαϊτανάκι του έρωτα», είναι μαγικό. Τα δοκίμιά του για τον Ντοστογιέφσκι, τον Τόμας Μαν, τον Τσέχοφ και άλλους, σπουδαία. Οι δε παρατηρήσεις που κάνει σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό, έτσι καθώς τις αφήνει σε μια γωνιά, χωρίς να τους δώσει μεγάλη σημασία. Η σεμνότητά του, ξαναλέμε («Έλαβα πρόσκληση για μια Μπιενάλε Συγγραφέων, όπου ο καθένας θα έπρεπε να εξηγήσει το σκεπτικό του περί ποιητικής τέχνης. Για βδομάδες ολόκληρες ζούσα μέσα τον τρόμο. Τι είχα να πω εγώ επί του θέματος;»), κοσμεί όλο το βιβλίο, από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν χορταίνεις να τον διαβάζεις. Μά τον Θεό.

* * *

«[Τον] προσανατολισμό του πεπρωμένου μου, ολόκληρης της ύπαρξής μου, προς τη λογοτεχνία και υπέρ της λογοτεχνίας, τον οφείλω […] σε έναν δάσκαλο, τον δον Μανουέλ Μαρτίνες ντε Πεδρόσο, καθηγητή Θεωρίας του Κράτους. Από τους φοιτητές, οι πιο προσηλωμένοι στην ιδέα της καριέρας, οι πιο μεθοδικοί, αυτοί με τους καλύτερους βαθμούς σε όλα τα μαθήματα, εγκατέλειπαν το μάθημα μετά από δύο-τρεις βδομάδες, σε πλήρη σύγχυση από την απουσία ενός προκαθορισμένου προγράμματος και από την άρνηση του δασκάλου να δώσει ένα συγκεκριμένο σύγγραμμα. Ο δον Μανουέλ Πεδρόσο ήταν ένας από τους πιο καλλιεργημένους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και, πιθανώς γι’ αυτό ακριβώς, δεν ήταν καθόλου κολλημένος στα εγχειρίδια. Είχε μια αίσθηση της τάξης που εκδηλωνόταν με τον πιο λοξό τρόπο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Όταν στην αίθουσα δεν είχαν απομείνει πλέον παρά μια χούφτα πιστοί, τότε ο Σεβιλιάνος δάσκαλος ξεκινούσε την πραγματική του παιδείαν. Και τη μετέδιδε με έναν ετερόδοξο τρόπο, αδιανόητο για τη διδασκαλία του δικαίου εκείνης της εποχής — πιθανότατα δε και οποιασδήποτε άλλης. Ο Πεδρόσο μάς μιλούσε για το ηθικό δίλημμα που ενσαρκώνει ο Μέγας Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι· για τη σύγκρουση μεταξύ υπακοής στην εξουσία και ελεύθερης βούλησης στον Σοφοκλή· για τις έννοιες της πολιτικής θεωρίας όπως εκφράστηκαν από τους Ερρίκους και τους Ριχάρδους στα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ· για τον Μπαλζάκ και τη δυναμική του αντίληψη για την Ιστορία. […]. Ο Πεδρόσο μάς παρότρυνε να διαβάζουμε, να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες, αλλά και να ζούμε. Απολάμβανε τις ιστορίες που του λέγαμε, επινοώντας πάντα κάποιες επιπλέον λεπτομέρειες ή υπερτονίζοντας άλλες, για τα νυχτοπερπατήματά μας σε διάφορα καταγώγια από τα οποία βγαίναμε σχεδόν ως εκ θαύματος αλώβητοι. Ένας από τους θριάμβους του μεξικανικού μπαρόκ εκείνη την εποχή εκδηλωνόταν στην πολυμορφία της νυχτερινής ζωής της πρωτεύουσας, όπου βασίλευε μια αχαλίνωτη φαντασία. Νομίζω πως η σχεδόν χειροπιαστή αίσθηση απειλής που απέπνεαν εκείνα τα καταγώγια ήταν προϊόν μιας άψογης σκηνογραφίας και σκηνοθεσίας, καθώς επρόκειτο για χώρους επ’ ουδενί αθώους βέβαια, αλλά απείρως διασκεδαστικούς και καθόλου επικίνδυνους. Ο Πεδρόσο συνδύαζε αρμονικά μέσα του την αγάπη για τις ηδονές αυτού του κόσμου με την αυστηρότητα της γνώσης».

* * *

Δεν είμαι βέβαιος για ποιο λόγο βάζω αυτό το απόσπασμα από τα άλλα εκατό που σημείωσα (το αντίτυπό μου έχει τις μισές του σελίδες τσακισμένες, και κάθε τσάκισμα είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένο), ειδικά επειδή δεν μιλά για τον εαυτό του εδώ ή για κάποιο από τα ταξίδια του ή για ένα από τα βιβλία του. Μου άρεσε ίσως η αναφορά στον δον Μανουέλ Πεδρόσο (μία από τις πολλές που κάνει στους δασκάλους του ο σεμνός και γενναιόδωρος Πιτόλ), καθώς βέβαια και στα μεξικανικά καταγώγια εκείνου του καιρού. Λιγάκι μού θυμίζουν τα δικά μας εδώ, όταν ήμουν εγώ δεκαεννιά χρονών. Οι ομοιότητές μας αναμφίβολα σταματούν εκεί. Ο άνθρωπος είναι ένα τέρας γνώσεων, ένας ανδριάντας αισθητικής, σεμνός μεν Τιτάνας δε — εξ ου και δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω ένα επαγγελματικό κείμενο 650 λέξεων για την εφημερίδα όπου δουλεύω. Δεν έχω τα φόντα. Γι’ αυτό και τα παράτησα. Ας μείνουν εδώ, στο ημερολόγιό μας, αυτά τα ατακτοποίητα λόγια.

* * *

Μιλάμε συχνά για τις τρομακτικές χειραψίες που αποτολμούν ακόμη πολλοί, αλλά ακόμη δεν έχουμε μιλήσει για τα αγγίγματα γενικώς. Ένα μικρό εισαγωγικό σχόλιο μόνο για σήμερα: ΜΗ ΕΓΓΙΖΕΤΕ. Κρατηθείτε μακριά από γυναίκες, άντρες, παιδιά, σκυλιά, οτιδήποτε — μην είστε creepy.

 

* * *

 

«Μας πήραν χέρια και μας έβγαλαν έξω. Το πτώμα του Σι-Λι το άφησαν στη θέση του. Είδα μια αλληλουχία αγχωμένα πρόσωπα, αποφασισμένα πρόσωπα, πρόσωπα που σπανίως κοιμούνταν: μια ομάδα Συνδικαλιστών. Με κουβάλησαν μέσα σε ένα τσιμεντένιο παράπηγμα και με κατέβασαν σε ένα φρεάτιο. “Μην ανησυχείς” μου είπε ο Χάε-Τζου, “εδώ είμαι”. Τα χέρια μου έσφιγγαν σκουριασμένα σκαλιά· τα γόνατά μου γρατζουνίζονταν σε ένα μικρό τούνελ. Άλλα χέρια με σήκωσαν σ’ ένα μηχανουργείο, κι ύστερα με κατέβασαν σε ένα έξυπνο διθέσιο στελεχοφόρντ. Άκουσα κι άλλες εντολές να δίνονται, έπειτα ο Χάε-Τζου μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά. Ο κύριος Τσανγκ είχε για άλλη μια φορά εξαφανιστεί. Μπροστά μας άνοιξε απότομα μια γκαραζόπορτα. Ύστερα, θυμάμαι ψιλόβροχο, προαστιακούς παράδρομους, έπειτα έναν φορντόδρομο πηγμένο στην κίνηση. Τα φορντ γύρω μας είχαν μοναχικούς εργαζόμενους, ζευγάρια σε ραντεβού, μικρές οικογένειες, άλλοι ήρεμοι, άλλοι έξαλλοι. Όταν μίλησε επιτέλους ο Χάε-Τζου, η φωνή του ήταν ψυχρή. “Αν με ακουμπήσει ποτέ ντουμ ντουμ, να με ευθανατώσεις αμέσως όπως έκανα με τον Σι-Λι”. Δεν είχα απάντηση. “Πρέπει να έχεις εκατοντάδες απορίες, Σόνμι. Σε ικετεύω να κάνεις λίγο ακόμα υπομονή — αν μας συλλάβουν τώρα, πίστεψέ με, όσο λιγότερα ξέρεις τόσο το καλύτερο». David Mitchell, «Cloud Atlas [Άτλας νεφών]» (μετάφραση Μαρία Ξυλούρη, Εκδόσεις Μεταίχμιο).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.